Δεν είναι μυστικό πως το Ιράν είναι εδώ και δεκαετίες ένας ολάνθιστος κινηματογραφικός κήπος, γνωστός για την ωμότητα, την απλότητα και τη συναισθηματική αμεσότητα των λουλουδιών του.
Ιρανικές παραγωγές περιλαμβάνονται εξάλλου εδώ και χρόνια στις λίστες των σημαντικότερων κινηματογραφικών ενώσεων και φορέων με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, την ίδια ώρα που μια μακρά σειρά από ιρανούς σκηνοθέτες δρέπουν δάφνες στα κορυφαία φεστιβάλ του πλανήτη. Και δεν ήταν μόνο ο Κιαροστάμι!
Το ευρύτατο τοπίο του ιρανικού σινεμά απλώνεται σε έναν και πλέον αιώνα ζωής, απαρτίζοντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό μεγάλων κινηματογραφικών στιγμών. Αλλά και ένα ιδιοσυγκρασιακό μονοπάτι ταυτοχρόνως, καθώς το εθνικό σινεμά της χώρας στήνεται σε εξόχως τοπικά υλικά, μια από τις πολλές και μεγάλες δυνάμεις του.
Και, την ίδια ώρα, δεν έχει υπάρξει ούτε μία στιγμή στη μακρά και πλούσια ιστορία της ιρανικής κινηματογραφίας που να κλείστηκε στα όρια της χώρας της. Κάθε άλλο. Ένα κατάφωρα ντόπιο σινεμά είχε πάντα διεθνή απήχηση, καθώς μιλά προφανώς για θέματα παγκόσμια και διαχρονικά.
Ήταν ωστόσο μετά την Ιρανική Επανάσταση του 1977-1979 που το παγκόσμιο κοινό άρχισε να προσέχει περισσότερο τα ιρανικά φιλμ. Ο Αμίρ Ναντέρι με το αριστουργηματικό «The Runner» (1984) έριξε τους παγκόσμιους προβολείς στο Ιράν, έθεσε το ορόσημο για τους ντόπιους κινηματογραφιστές και έδωσε τη σκυτάλη στο φαινόμενο του ιρανικού σινεμά, τον Αμπάς Κιαροστάμι.
Ονόματα-σταθμοί όπως ο κατατρεγμένος από το καθεστώς Τζαφάρ Παναχί πήραν κατόπιν το ιρανικό σινεμά από το χέρι και το οδήγησαν στην ενηλικίωσή του. Προοιωνίζοντας τα σύγχρονα αριστουργήματα που χαρίζουν πια απλόχερα δημιουργοί όπως ο Ασγκάρ Φαραντί, που έχουν αλλάξει εντελώς τον τρόπο που βλέπουμε την ιρανική κινηματογραφία.
Άρτιο αισθητικά και πολυεπίπεδο θεματικά, κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να τριφτεί με τα μικρότερα και μεγαλύτερα διαμαντάκια του ιρανικού σινεμά.
Να και μερικές ιδανικές εισαγωγές στον μυσταγωγικό κήπο της ιρανικής φιλμογραφίας…
Το μεγάλο ορόσημο του ιρανικού σινεμά, η ταινία που διαφήμισε τον εθνικό του κινηματογράφο στα πέρατα του κόσμου, παραμένει μια από τις πιο ξεχωριστές και εμβληματικές στιγμές του. Το έπος του Νταριούς Μεχρζουί αποτέλεσε την απαρχή του νέου ιρανικού κύματος, την ταινία που έβαλε δαιμόνια ο Φαραντί να τη συζητά ο πρωταγωνιστής του δικού του «Εμποράκου» (2016) ως το αρχιμήδειο σημείο του ιρανικού σινεμά.
Ο Μεχρζουί φυγάδευσε την ταινία του εκτός Ιράν, ώστε να παιχτεί στη Βενετία το 1971 και να αποσπάσει το βραβείο της ένωσης κριτικών (Fipresci), πριν την επόμενη προβολή της στο Βερολίνο που θα έστρεφε τα παγκόσμια βλέμματα στο Ιράν. Η ταινία διηγείται φαινομενικά την ιστορία ενός χωριανού και την ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτύξει με το ζώο του.
Κάποια στιγμή που λείπει σε ταξίδι, η αγελάδα πεθαίνει και οι συγχωριανοί του αποφασίζουν να του το κρύψουν, θέλοντας να τον σώσουν από τον πόνο της απώλειας. Ό,τι ακολουθεί, είναι ένα οδοιπορικό στα στροβιλίζοντα μονοπάτια του ψυχισμού ως την παράνοια. Η ταινία δεν αφορά φυσικά στην αγελάδα, αλλά στον φουκαρά Χασάν και τις σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του, τους συλλογικούς φόβους και την ξενοφοβία.
Ένας άντρας απέναντι στην κοινωνία, το παλιό Ιράν κόντρα στο καινούριο του Χομεϊνί που ανατέλλει σιγά-σιγά, μια εξαίσια αληγορία μιας ταραγμένης εποχής που θέλει να προχωρήσει μπροστά αλλά φοβάται μη χάσει τις παραδόσεις της. Ποιος είναι τελικά η αγελάδα, ο τρελός Χασάν ή όλοι οι άλλοι;
Σε μια βίαιη σπουδαστική διαδήλωση της δεκαετίας του 1970, ο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ μαχαίρωσε έναν αστυνομικό. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης έψαξε και βρήκε τον χωροφύλακα για να κάνει μια ταινία για το τι συνέβη εκείνη τη μοιραία μέρα. Σε ένα εξαιρετικό μείγμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, ο μεγάλος Ιρανός αναπαριστά τα γεγονότα θέλοντας να μιλήσει για το ίδιο το σινεμά τελικά.
Πώς επηρεάζεται η μνήμη από αυτό που είσαι και έγινες σε δυο δεκαετίες; Πώς εμπλέκεται το κινηματογραφικό ιδιάζον στην αναπαράσταση των γεγονότων; Το πολυεπίπεδο και ευρηματικό φιλμ, μια εξόχως προσωπική δουλειά του Μαχμαλμπάφ, συζητά για τη μνήμη, τον χρόνο και την ενοχή, αλλά και τα όρια γεγονότος και φαντασίας.
Μπορεί άραγε ένα φιλμ που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα να ανασυγκροτήσει πιστά την πραγματικότητα; Αριστουργηματικό σε κάθε του σεκάνς, ο Μαχμαλμπάφ τόλμησε να αφήσει τον πραγματικό αστυνομικό να κατευθύνει τον ηθοποιό που ενσαρκώνει τον νεότερο εαυτό του στο ψευδοντοκιμαντέρ, όπως κάνει κι αυτός εξάλλου στον δικό του ηθοποιό, αλλάζοντας ο καθένας κατά το δοκούν τις διηγήσεις τους για εκείνη τη μέρα.
Όσο η ταινία προχωρά, περιλαμβάνοντας και σκηνές από την καθοδήγηση των ηθοποιών από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, βγαίνουν στην επιφάνεια η ένταση και ο θυμός του τότε, αλλά και η λύπη και η μεταμέλεια του τώρα. Ένας γνήσιος αναστοχασμός πάνω στο παρελθόν και το παρόν, μια στιγμή μεγάλου κινηματογράφου…
Την ώρα που η λίστα μας θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πολύ Κιαροστάμι ή διαφορετικό Κιαροστάμι εντός της, όπως την εκπληκτική «Γεύση του κερασιού» (1997) που έφυγε από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα στέλνοντάς τον μεμιάς στον πάνθεο των κορυφαίων δημιουργών του καιρού του, εμείς επιλέγουμε το πολύ πιο προσωπικό «Close Up».
Σαν τη «Στιγμή αθωότητας», είναι επίσης ένα ευρηματικό υβρίδιο τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, ένα εκρηκτικό μείγμα συναρπαστικού σινεμά. Ή ένα φιλοσοφικό δοκίμιο γύρω από τις έννοιες της ταυτότητας, της δικαιοσύνης και της ίδιας της πραγματικότητας.
Εδώ έχουμε τον βασικό χαρακτήρα που συλλαμβάνεται για απάτη, καθώς υποδύεται στην πραγματικότητα τον μεγάλο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ! Σε συνάντησή του με τον Κιαροστάμι, καθώς το φιλμ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ο παραχαράκτης αποδεικνύεται τόσο αθεράπευτα ερωτευμένος με το σινεμά που δανείζεται την ταυτότητα του σκηνοθέτη για να περάσει το μήνυμά του.
Ο τύπος εξαπάτησε όμως και μια οικογένεια, αποσπώντας χρήματα για να παίξουν υποτίθεται τα παιδιά της στην ταινία του, τη νέα ταινία του Μαχμαλμπάφ, αφού είναι ο Μαχμαλμπάφ. Τον ξετρύπωσαν όμως και τον έστειλαν σε δίκη, απ’ όπου και θα ξεκινήσει το αριστουργηματικό οδοιπορικό του Κιαροστάμι και ο τρελός χορός της κάμεράς του.
Ο Κιαροστάμι φέρνει κάποια στιγμή αντιμέτωπους τον Μαχμαλμπάφ και τον παραχαράκτη του σε μια ταινία που πρέπει να δεις για να εκτιμήσεις τη μεγαλοπρέπειά της, μιας και τα λόγια είναι φτωχά εδώ να μιλήσουν για την εικόνα. Ελεγεία πραγματική για την ταυτότητα, τον άνθρωπο αλλά και το ίδιο το σινεμά, μια κολοσσιαία στιγμή ενός συγκλονιστικού δημιουργού…
Ο Μαχμάν Γκομπαντί έμαθε σινεμά δίπλα στον Κιαροστάμι, δουλεύοντας ως βοηθός του στο νοσταλγικό «Ο άνεμος θα μας πάρει» του 1999 (Αργυρός Λέοντας στη Βενετία), και με την πρώτη του κιόλας ταινία, τα «Μεθυσμένα άλογα», απέσπασε τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες το 2000 ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Εμείς θα μιλήσουμε όμως για το τρίτο του φιλμ, στο οποίο επιστρέφει για άλλη μια φορά στο άβολο θέμα των παιδιών προσφύγων που μπλέκονται στα αδυσώπητα γρανάζια του πολέμου.
Η ταινία εκτυλίσσεται σε έναν καταυλισμό κούρδων προσφύγων στα ιρακινο-τουρκικά σύνορα και παρακολουθεί τις σχέσεις μιας ομάδας παιδιών που δουλεύουν ως ναρκαλιευτές. Η χελώνα είναι μια μεταφορά εδώ για την κουρδική διασπορά, αυτούς τους ανεπιθύμητους που επιβίωσαν από γενοκτονίες και εκτοπίσεις και προσπαθούν να ζήσουν με μια κανονικότητα. Έστω κι αν κανονικότητα λογίζεται εδώ ο πόλεμος. Ή, σωστότερα, η απειλή του πολέμου.
Κορυφαίο και εξόχως μοντέρνο αντιπολεμικό δράμα, μιλά για αυτό που όλοι περιμένουν αλλά ποτέ δεν έρχεται: τον πόλεμο. Κι όμως είναι πάντα εκεί, στα ακρωτηριασμένα μέλη των παιδιών, στους γονείς που λείπουν πάντα, στο πικρό χιούμορ, στον ωμό ρεαλισμό μιας ζωής που είναι αναγκασμένη να επιβιώσει.
Είναι όμως ο πόλεμος παιχνίδι;
Ιρανικό σινεμά χωρίς τον τωρινό ογκόλιθό του δεν νοείται. Το «Ένας χωρισμός» σάρωσε δικαίως τα βραβεία, μεταξύ αυτών τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης, ως ένα κινηματογραφικό φαινόμενο των τελευταίων χρόνων.
Κι αυτό γιατί είναι μια αριστουργηματική σπουδή πάνω στους πολύπλοκους επηρεασμούς των θεσμών στις ζωές μας, κυρίως του κράτους, της θρησκείας και της οικογένειας, και πώς όλα αυτά επιδρούν στο άτομο και την κοινωνία, διαβρώνοντας τη συλλογική συνείδηση και μαστίζοντας την προσωπική ηθική.
Πανανθρώπινη και διαχρονική στα θέματα που πραγματεύεται, όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτό το ζευγάρι που έπειτα από 14 χρόνια γάμου θα βρεθεί μπροστά στον δικαστή για να πάρει διαζύγιο. Εκείνη θέλει να φύγουν από το Ιράν αναζητώντας αλλού την τύχη τους, εκείνος έχει να σκεφτεί τον ανήμπορο πατέρα του και επέρχεται η ρήξη.
Μια σειρά παρεξηγήσεων, ψεμάτων και προσωπικών δραμάτων μετά, θα διαλυθούν όχι ένα, αλλά δύο σπιτικά. Οι ιστορίες όλων δεν είναι βλέπετε μόνο προσωπικές, αλλά συλλογικές και βαθύτατα πολιτικές. Ένα καθεστώς, όποιο καθεστώς, μια θρησκεία, όποια θρησκεία, και μια μικρομεσαία οικογένεια της Τεχεράνης, όποια μεσοαστική οικογένεια του κόσμου θέλετε, συγκροτούν ένα σπαρακτικό δράμα όχι μόνο για τη διάλυση ενός γάμου, αλλά για τη διάβρωση της ανθρωπότητας.
Θύματα και θύτες δεν υπάρχουν εδώ, πλευρά δύσκολα μπορείς να διαλέξεις, όλοι παρασύρονται από τις εξελίξεις μοιάζοντας εξίσου αθώοι και ένοχοι. Συνυπεύθυνοι ανισοτήτων ταξικών, θρησκευτικών και οικονομικών, έρμαια ενός κράτους σε διάλυση και μιας κοινωνίας σε παραίτηση…
Σε κατ’ οίκον περιορισμό από το 2011 και 20χρονη απαγόρευση να κάνει ταινίες, ο Τζαφάρ Παναχί δεν αφήνει τέτοιες καθεστωτικές αναποδιές να τον αποτραβήξουν από το σινεμά. Κάθε άλλο, έχει κάνει ήδη τρεις ταινίες μετά τη σύλληψή του, όλες κομψοτεχνήματα φόρμας και περιεχομένου, καθώς η κατάστασή του καλεί σε ανατρεπτικές λύσεις.
Εδώ μιλάμε για έναν δημιουργό που μόλις η πρώτη του ταινία, το «Λευκό μπαλόνι» (1995), έγινε με τη βούλα του Ιράν. Όλες οι επόμενες, εφτά στον αριθμό, φτιάχτηκαν μυστικά και παράνομα και φυγαδεύτηκαν εκτός χώρας, για να αποθεωθούν στα φεστιβάλ της Δύσης. Έτσι έγινε και το ιδιαίτερο «Ταξί στην Τεχεράνη», το οποίο έφτασε μάλιστα οδικώς ως το Βερολίνο για να αποσπάσει τη Χρυσή Άρκτο εκείνης της χρονιάς!
Ο Παναχί, πέρα από ακτιβισμό και αντικυβερνητικό αγώνα, κάνει όμως και μεγάλες ταινίες. Στο «Ταξί» του λοιπόν κάθεται ο ίδιος στο βολάν ενός πραγματικού ταξί, οργώνοντας την ολοζώντανη Τεχεράνη και τραβώντας με μια κάμερα τους επιβάτες του πίσω καθίσματος.
Μέσα στις διπλοκούρσες και τις τριπλοκούρσες και τα καυτά θέματα που τίθενται προς συζήτηση, παρελαύνουν από μπροστά μας τα σύγχρονα ήθη του Ιράν, αλλά και όσα κρύβονται από κάτω και απειλούν την καθημερινότητα. Μη γελιέστε όμως, το «Ταξί» δεν είναι ντοκιμαντέρ, είναι κανονική ταινία μυθοπλασίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς και καλοδουλεμένο σενάριο.
Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Κάποιο έγκλημα. Άλλοτε αληθινό, άλλοτε έγκλημα στα μάτια του καθεστώτος. Κι ο σκηνοθέτης εξάλλου εγκληματίας δεν είναι με κάθε πλάνο που γυρίζει, αψηφώντας τον αυστηρό περιορισμό του; Μια εξαίσια, απλή και ανθρώπινη τοπογραφία μιας κοινωνικής πραγματικότητας τελείως διαφορετικής από τη δική μας, κι όμως τόσο οικείας…