Σχεδόν δύο μήνες μετά τον συγκλονιστικό θάνατο του Τζιν Χάκμαν και της συζύγου του, Μπέτσι Αρακάουα, η Αστυνομία της Σάντα Φε έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες και έγγραφα από το σπίτι τους στο Νέο Μεξικό, αποκαλύπτοντας μια σειρά από συγκινητικά σημειώματα αγάπης που είχαν ανταλλάξει πριν από το τραγικό τέλος τους.

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Page Six, ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός είχε αφήσει διάσπαρτα γράμματα μέσα στο σπίτι, που απευθύνονταν στην επί 34 χρόνια σύντροφό του. Σε ένα από αυτά της εύχεται «καλημέρα» και της ζητά συγγνώμη, επειδή της ζήτησε βοήθεια για την προετοιμασία του φαγητού των γενεθλίων της: «Καλημέρα. Χαρούμενα καθυστερημένα γενέθλια. Συγγνώμη που χρειάστηκε να ζητήσω τη βοήθειά σου για το δείπνο, αν και την εκτίμησα». Κατέληγε με την υπογραφή: «Σ’ αγαπώ, εσένα και τα παιδιά. Τζ.».

Σε άλλο σημείωμα την αποκαλούσε «γοητευτικό κορίτσι» και έγραφε ότι «σκεφτόταν εκείνη και τα υπόλοιπα μικρά παιδιά». Ο Τζιν Χάκμαν, που έπασχε από προχωρημένο Αλτσχάιμερ, φαίνεται πως είχε επίγνωση της κατάστασής του. Σε ένα πιο σκοτεινό αλλά τρυφερό γράμμα, έγραφε:
«Χο, χο, πάω να δω τον Μάγο, τον Ουίζ του Άτσι, Πόκι. Με τρυπάει εδώ, με τρυπάει εκεί, με τρυπάει σχεδόν παντού (σχεδόν). Αλλά επιβιώνω, γιατί είμαι ακόμα ζωντανός. (Αν και μερικές φορές μετά βίας)».

Σε ένα πιο παιχνιδιάρικο σημείωμα την ενημέρωνε απλώς ότι πάει κάπου – χωρίς να θυμάται καν πού ακριβώς: «Πάω σε εκείνο το κτίριο, μετά το σημείο με το ζεστό νερό που κάθεσαι, και θα κάνω αυτό που κάνει κανείς σε ένα τέτοιο κτίριο – ίσως θυμηθώ μόλις φτάσω εκεί».
Το υπέγραφε με χιούμορ: «Με αγάπη, ο πώς-με-λένε».

Αλλά και η Μπέτσι τού άφηνε σημειώματα. Σε ένα από αυτά του έγραφε: «Γεια σου, Τζ.! Πήγα τον Ζιν στο μάθημα υπακοής και στον κτηνίατρο. Θα σε δω στο σπίτι! Υπάρχει παζλ στο τραπέζι. Φιλάκια, Μπ.».

Σε άλλα, τον ενημέρωνε για το πρόγραμμά της – ότι πάει γιόγκα ή ότι κάποιος θα έρθει να επισκευάσει μια διαρροή νερού. Οι λεπτομέρειες αυτές, που καταγράφηκαν σε έκθεση των αρχών, προσδίδουν έναν σπαρακτικό χαρακτήρα στην καθημερινότητα του ζευγαριού τις τελευταίες του μέρες.

Η έρευνα αποκάλυψε και τις τελευταίες διαδικτυακές αναζητήσεις της Αρακάουα, στις οποίες περιλαμβανόταν το ερώτημα «τεχνικές αναπνοής», ενώ έστειλε και email στις 11 Φεβρουαρίου, γράφοντας πως ο Χάκμαν είχε ξυπνήσει με συμπτώματα κρυολογήματος. Την ίδια μέρα προμηθεύτηκε φιάλες οξυγόνου από το Amazon.

Η Αρακάουα πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου, επειδή είχε μολυνθεί από hantavirus, μια σπάνια και θανατηφόρα λοίμωξη που μεταδίδεται από ούρα, κόπρανα ή σάλιο μολυσμένων τρωκτικών. Ήταν μόλις 65 ετών. Στο σπίτι βρέθηκαν παγίδες για τρωκτικά και περιττώματα σε γκαράζ και ξενώνες.

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της New York Post, η τελευταία της δημόσια εμφάνιση καταγράφηκε σε κάμερα ασφαλείας την προηγούμενη μέρα του θανάτου της, όταν έκανε ψώνια σε σούπερ μάρκετ και pet shop, φορώντας μάσκα. Εκείνο το πρωί είχε ακυρώσει ραντεβού με τη θεραπεύτριά της «από υπερβολική προσοχή», καθώς ο Χάκμαν είχε ξυπνήσει με συμπτώματα γρίπης. Είχε ερευνήσει στο διαδίκτυο και για COVID-19, συμπτώματα ζάλης και ρινορραγίας.

Ο ίδιος ο Χάκμαν φέρεται να πέθανε στις 17 ή 18 Φεβρουαρίου από καρδιολογικά προβλήματα (υπέρταση και αθηροσκλήρωση), με το Αλτσχάιμερ να είναι σημαντικός παράγοντας. Ήταν 95 ετών και μάλλον δεν είχε αντιληφθεί ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή επί ημέρες δίπλα του.

Τα σώματά τους βρέθηκαν μουμιοποιημένα σε διαφορετικά δωμάτια του υπερβολικά ακατάστατου σπιτιού τους στις 25 Φεβρουαρίου, μαζί με το πτώμα ενός από τα σκυλιά τους. Πιστεύεται ότι ο Χάκμαν έμεινε μόνος στο σπίτι με τη νεκρή σύζυγό του για περίπου μία εβδομάδα.

Η οικογένεια και οι φίλοι τους τους αποχαιρέτησαν σε μια ιδιωτική τελετή στη Σάντα Φε.