H έβδομη τέχνη είναι σήμερα όχι μόνο μια βαριά βιομηχανία, αλλά και μια καθιερωμένη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.
Αν πάμε ωστόσο 120 χρόνια πίσω δεν ήταν παρά μια τεχνολογική τομή που έψαχνε να βρει το ιδιόλεκτο και τη φόρμα της.
Τεχνική δυνατότητα για ήχο δεν υπήρχε, οι μηχανές λήψεις ήταν κάτι πελώρια κουτιά που οι σκηνές έπρεπε να στηθούν μπροστά τους και τέτοια υπέροχα πράγματα, που υπονόμευαν την όποια προσπάθεια για μια πραγματικά καλή ταινία. Ή μήπως και όχι;
Αν πρέπει να το πούμε, όχι φυσικά! Οι πρώτες δεκαετίες της κινηματογραφίας, όταν ξεπεράστηκαν οι ανυπέρβλητες τεχνικές δυσκολίες τουλάχιστον, παραμένουν οι πλέον γόνιμες στην ιστορία της έβδομης τέχνης.
Οι πειραματισμοί σε φόρμα και περιεχόμενο και η έλλειψη δοκιμασμένων εμπορικών συνταγών δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα, ένα παραγωγικότατο χωράφι απ’ όπου έβγαιναν μπουμπούκια με τη σέσουλα.
Είναι η εποχή των γερμανών εξπρεσιονιστών, είναι η εποχή των σοβιετικών πιονέρων του μοντάζ, είναι η εποχή που οι Αμερικανοί μεταφέρουν την κινηματογραφική τους βιομηχανία από τη Νέα Υόρκη στο ηλιόλουστο Χόλιγουντ, είναι η ίδια η γέννηση μιας νέας τέχνης που δονείται και βρίσκει σιγά-σιγά τα πατήματά της.
Οι δεκαετίες του Μεσοπολέμου αποδίδουν κομψοτεχνήματα που παραμένουν αξεπέραστα. Όχι απλώς για την ιστορική συνεισφορά τους εντός της κινηματογραφικής πειθαρχίας, αλλά γιατί τις απολαμβάνει ο κόσμος ακόμα και μετά από 100 χρόνια.
Μια λίστα που θα μπορούσε να είναι πρακτικά ανεξάντλητη, δεν μπορεί όμως…
Ο Φριτς Λανγκ του «Μ» (1931) είχε ήδη αποδείξει τη νεωτεριστική ματιά του μέχρι το 1927, όταν είπε να φτιάξει το ανυπέρβλητο έπος επιστημονικής φαντασίας με το οποίο θα αναγκάζονταν να αναμετρηθούν έκτοτε όλοι οι επόμενοι. Στη δική του φουτουριστική και μεγαλοπρεπή Μητρόπολη, η κοινωνία είναι χωρισμένη στην άρχουσα τάξη της επιφάνειας και τη φτωχή εργατιά των υπογείων, μέχρι να ερωτευτεί τουλάχιστον ο γιος του μοχθηρού ιδρυτή της πόλης την αγνή κόρη ενός εργάτη και να τη βοηθήσει στην αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πώς να περιγράψουν βέβαια αυτές οι αδρές γραμμές την ολότητα του φαινομένου που αποκαλείται «Metropolis»; Αυτό το διαχρονικό θαύμα σύλληψης και εκτέλεσης, αυτή τη μοναδική στιγμή καλλιτεχνικής ματιάς και νοήματος που τσακίζει κόκαλα; Ο πάντα οραματιστής Λανγκ συγκινεί ακόμα με τις προφητικές σκηνές, την ανθρωπιστική ευαισθησία, το οργουελικό του πράγματος, την παντοτινή ουτοπία που θέλει ανθρώπινο μόχθο για να δουλέψει. Και εκείνη τη γυναίκα ρομπότ που δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις!
Μυθική, σχεδόν ιερή στον κόσμο του sci-fi, η «Μητρόπολις» παραμένει μια από τις γόνιμες κινηματογραφικές μήτρες όλων των εποχών. Λες και βυθίστηκε μέσα της όλο το σινεμά του φανταστικού και αρνήθηκε πεισματικά να ξαναβγεί. Ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα τρανά επιτεύγματα της τέχνης του φακού, πρωτοποριακή παρά τα ανύπαρκτα τεχνικά μέσα της εποχής. Μιλάμε άλλωστε για το 1927!
Πώς εμπνεύστηκε ο Λανγκ την ταινία; Πήγε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη…
Ο μηχανοδηγός Τζόνι έχει δύο μεγάλες αγάπες: το τρένο του και την καλή του, Άναμπελ. Κι όχι μόνο δεν θα τον πάρουν στον στρατό για να πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο, αλλά θα του κλέψουν και κάτι κατάσκοποι των Γιάνκηδων το τρένο. Με την Άναμπελ μέσα!
Ω ναι, ο Μπάστερ Κίτον κεντάει σε εποχές που η κωμωδία ήταν αγνή και καθαρή. Δεν είχε εξάλλου και κάνα φτιασίδωμα να κρυφτεί από πίσω. Ο ιδιοφυής κωμικός του βωβού δίνει ρέστα εδώ, με μια νέα φαρέτρα ευρηματικών γκαγκς να διαδέχονται ακαριαία το ένα το άλλο.
Το πέτρινο πρόσωπο που δεν γελά ποτέ, όπως αποκαλούσαν τον Μπάστερ Κίτον μιας και κανείς δεν είδε ποτέ χαμόγελό του, πάτωσε εισπρακτικά και καλλιτεχνικά εδώ. Πώς; Ναι, στον καιρό του αυτό συνέβη. Εξαιτίας μάλιστα και του υψηλού κόστους της παραγωγής, ο Κίτον έχασε την ανεξαρτησία του ως κινηματογραφιστής και είχε πια στενό κορσέ τα μεγαλοστελέχη της MGM.
«Ο Στρατηγός» όλα αυτά, το ανυπέρβλητο αριστούργημα του βωβού, μια από τις καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών! Κι ένας από τους καλύτερους κωμικούς όλων των εποχών φυσικά, που μπορούσε να παραμένει ψύχραιμος όταν δίπλα του όλα γκρεμίζονταν…
Υπήρχαν εποχές που το αντίπαλο δέος του Μπάστερ Κίτον ήταν ένας κλόουν αλλιώτικος από τους άλλους. Οι βλακείες που έκανε είχαν πάντα νόημα, μόνο που στο κομψοτέχνημα αυτό απέκτησαν και προφητικές διαστάσεις. Το one-man show του Τσάρλι Τσάπλιν (σενάριο, σκηνοθεσία και πρωταγωνιστικός ρόλος) δεν είναι παρά μια τολμηρή σάτιρα της βιομηχανικής εποχής που καταπίνει ανθρώπους.
Με φόντο το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, ο Τσάπλιν στήνει μια διεισδυτική καταγραφή της ανέχειας και της ανεργίας, βάζοντας τον Σαρλό του στα γρανάζια του συστήματος.
Το γλυκόπικρο αριστούργημα με τις καυστικές διαπιστώσεις παραμένει εξαιρετικά προοδευτικό και επίκαιρο. Είναι εκεί κάθε φορά που ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει και αντιμετωπίζεται ως μια αλλοτριωμένη μηχανή παραγωγής. Η τελευταία εμφάνιση του Σαρλό στη μεγάλη οθόνη έμελλε να είναι και η απολύτως καλύτερη, παντρεύοντας κοινωνική κριτική, ουμανισμό και πηγαίο σουρεαλισμό με το χορευτικό χιούμορ του μεγάλου μετρ.
«Το μόνο που χρειάζομαι για να κάνω μια κωμωδία είναι ένα πάρκο, ένας μπάτσος και μια όμορφη κοπέλα», συνήθιζε να λέει ο Τσάπλιν. Εδώ έβαλε και ολίγη από κοινωνία…
Λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα του φονικότερου πολέμου που θα έβλεπε ποτέ η ανθρωπότητα, ο μεγάλος Ζαν Ρενουάρ παραδίδει ένα ατόφιο διαμάντι κινηματογραφικής τέχνης. Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λοιπόν μια ομάδα γάλλων αριστοκρατών συγκεντρώνονται με τους υπηρέτες τους σε ένα κάστρο για ένα Σαββατοκύριακο αφιερωμένο στο κυνήγι.
Αυτή είναι σχηματικά η υπόθεση της καυστικής αστικής σάτιρας που στήνει ο μέγας ανατόμος του σινεμά, φιλοτεχνώντας με την ίδια μαεστρία που έκανε και ο μέγας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος πατέρας του, Ογκίστ Ρενουάρ, την εικόνα μιας κοινωνίας εκτός ελέγχου, ενός κωμικοτραγικού θιάσου που παίζει μονίμως ένα θέατρο του παραλόγου.
Με την ταινία και την πραγματικότητα στο χείλος του γκρεμού, ο Ρενουάρ προλαβαίνει να περιγράψει πώς μοιάζει το ξεπούλημα κάθε ηθικής αξίας, το ίδιο το τέλος κάθε ανθρωπιάς. «Μια ακριβής απεικόνιση της μπουρζουαζίας των καιρών μας», σημειώνει στο φιλμ του, για να μην υπάρχουν περιθώρια αμφιβολίας.
Εννοείται πως το αριστούργημα ενόχλησε την αστική τάξη και την ενόχλησε πολύ. Όταν τον έφερε ενώπιον των ευθυνών του, ο γάλλος αστός εξοργίστηκε με το καθρέφτισμα της αμοραλιστικής και διεφθαρμένης κοινωνίας που έχει φτιάξει, μιας κοινωνίας που τον οδηγεί στην καταστροφή. «Έργο που υποσκάπτει την ηθική» έσπευσε να τη χαρακτηρίσει η γαλλική κυβέρνηση και να τη στείλει στα αζήτητα του σινεμά.
Σε πείσμα όμως των καιρών, «Ο κανόνας του παιχνιδιού» είναι εδώ και θα είναι για πάντα, ένα άφθαρτο μεγαλούργημα μιας τέχνης που είπαν έβδομη. «Η ταινία των ταινιών», όπως την αποκάλεσε και ο Φρανσουά Τριφό…
Τζον Φορντ στη σκηνοθεσία και Τζον Γουέιν στον πρωταγωνιστικό απαρτίζουν το δίδυμο-φαινόμενο του αμερικανικού γουέστερν. Κι εδώ είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται και αναμφίβολα η καλύτερη. Μια ταχυδρομική άμαξα διασχίζει λοιπόν την Άγρια Δύση στα τέλη του προπερασμένου αιώνα (Αριζόνα 1880) με επιβάτες ένα ετερόκλητο πλήθος με διαφορετικές ατζέντες.
Η νεαρή πόρνη, ο αλκοολικός γιατρός, η εγκυμονούσα κυρία της καλής κοινωνίας, ο ξαναμμένος αριστοκράτης τζογαδόρος, ο μεγαλοτραπεζίτης, ο σερίφης και εκείνο το ήσυχο ανθρωπάκι από το Κάνσας απαρτίζουν τον αλλόκοτο αυτό θίασο που θέλει να περάσει μέσα από τα εδάφη των ερυθρόδερμων.
«Η άμαξα της αγωνίας», όπως ήταν ο αρχικός ελληνικός τίτλος, είναι η ίδια η πηγή του «εξευγενισμένου» γουέστερν, όπως το είπαν χαρακτηριστικά, του φιλμ που τα ξεκίνησε όλα. Ο Φορντ άλλαξε επαναστατικά τα ίδια τα υλικά του είδους, μετατρέποντάς το από ένα φτηνοθέαμα που γυριζόταν στις ΗΠΑ με το τσουβάλι σε μια ταινία αξιώσεων, θέτοντας τα θεμέλια πάνω στα οποία θα χτίζονταν τα μεγάλα γουέστερν των 40s και 50s.
Εξαιρετικές ερμηνείες, εξαίσια σκηνοθεσία και σφιχτό μοντάζ, η αφηγηματική ρώμη του Χόλιγουντ στα απολύτως καλύτερά της. Η «Άμαξα» καθιέρωσε τον Τζον Γουέιν ως τον εθνικό καουμπόι της Αμερικής, ως ο πρώτος ποτέ σοβαρός ρόλος του, και αναβίωσε την καριέρα του Φορντ στο είδος, προλειαίνοντας το έδαφος για τα κομψοτεχνήματα του Φαρ Ουέστ που θα ακολουθούσαν. Αλλά και για τα δύο Όσκαρ και τρεις υποψηφιότητές του για σκηνοθεσία…
Πολύ πριν αποδώσει τα μεγάλα αριστουργήματά του, τις «Ημέρες Οργής» (1943) και τον κολοσσιαίο «Λόγο» (1955), ο Καρλ Ντράγιερ είχε ήδη στη φαρέτρα του τη δική του «Ζαν Ντ’ Αρκ» (1932). Σε μια παράξενη λες στροφή της καριέρας του, ο κορυφαίος Δανός αποφασίζει να ασχοληθεί με τον τρόμο. Με γαλλικά λεφτά στην παραγωγή, ο Ντράγιερ παραδίδει μια από τις πρώτες ταινίες που πραγματεύονται τη μυθολογία του βρικόλακα, σκηνοθετημένη σαν διαχρονικός σουρεαλιστικός εφιάλτης.
Ένας ταξιδιώτης καταφθάνει στο πανδοχείο ενός χωριού και γίνεται μάρτυρας της επίθεσης ενός βαμπίρ σε μια νεαρή γυναίκα. Ο Ντράγιερ δεν είναι ωστόσο σκηνοθέτης b-movies να τον ενδιαφέρει το αίμα και ο φτηνός τρόμος. Κάθε άλλο.
Χειρίζεται το υλικό του με όρους σεξουαλικότητας και ερωτισμού, στήνει ονειρικές ατμόσφαιρες και απόκοσμες σκηνές που έχουν κάτι το σαγηνευτικό εντός τους. Χωρίς κανένα εφέ, χωρίς δείγμα φίλτρου και με τόσο λιγοστούς ήχους που μοιάζει βωβή (ενώ είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του Ντράγιερ, γυρισμένη μάλιστα σε τρεις γλώσσες!).
«Με το ‘‘Βαμπίρ’’ θέλησα να παρουσιάσω στην οθόνη ένα όνειρο που βλέπει κανείς με τα μάτια ανοιχτά», έλεγε ο ίδιος για την πιο ιδιοσυγκρασιακή ταινία από όλες τις εξεζητημένες δημιουργίες του, ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ της δεκαετίας. Μια διάκριση που δύσκολα θα μπορούσε να διεκδικήσει ο τρόμος σήμερα.
Ο Ντράγιερ είδε τον εφιαλτικό «Νοσφεράτου» του Μουρνάου και κατάφερε να τον κερδίσει στα σημεία. Σε όλα τα σημεία δηλαδή. Βλέπετε ο Δανός δεν σε τρομάζει με τις σκηνές του, αφήνει το μυαλό μας να κάνει όλη τη βρόμικη δουλειά, φέρνοντας στην επιφάνεια ασυνείδητους φόβους που μετατρέπονται σε απειλητικά τέρατα της πραγματικότητας. Μια πρωτοποριακή κινηματογραφική εμπειρία ετών… 87!
Ο Χάουαρντ Χοκς ήταν ο μεγάλος auteur του αμερικανικού σινεμά, ένας σωστός ανανεωτής φόρμας και περιεχομένου. Όταν έλεγε να κάνει κωμωδία όμως ξεχνούσε τους νεωτερισμούς και έριχνε το βάρος σε ό,τι είχε σημασία: το γέλιο. Το «Bringing Up Baby» παραμένει το καλύτερο δείγμα της screwball comedy (σπιρτόζικοι διάλογοι, ερωτικά μπερδέματα και ευτράπελα) με τις καταιγιστικές ατάκες και την έξαλλη πλοκή.
Αποτυχία στην εποχή της, καθώς τον φρενήρη ρυθμό της δύσκολα μπορούσε να τον προλάβει το άπειρο κινηματογραφικά κοινό της εποχής, είναι σήμερα ένα λαμπρό δείγμα αμερικανικής κωμωδίας, ένα υβρίδιο φάρσας, σάτιρας και ρομαντικής κομεντί να το πιεις στο ποτήρι. Και να το βλέπεις κάθε φορά που έχεις τις μαύρες σου.
Προσθέστε εδώ και τη μαγνητική έλξη του πρωταγωνιστικού διδύμου Κάθριν Χέπμπορν και Κάρι Γκραντ και έχετε έτοιμη τη διαχρονική απήχηση του φιλμ. Αυτός ο φουκαράς ο σοβαρός και πάντα αφηρημένος παλαιοντολόγος που θα βρεθεί μπλεγμένος με μια θεοπάλαβη κληρονόμο και τη λεοπάρδαλή της έμεινε στην ιστορία του σινεμά ως ο ίδιος ο ορισμός της κωμωδίας.
Και είναι αλήθεια πως η εκπληκτική σαγήνη που ασκεί στο κοινό δεν βασίζεται κατ’ ανάγκη στην πλοκή της, παρά στον πώς ο Χάουαρντ Χοκς παίζει με τον ρυθμό και φλερτάρει με το παράλογο. Ακαταμάχητη χημεία των πρωταγωνιστών, γοητεία να ξεχειλίζει, βιτριολικό χιούμορ, λογοπαίγνια με το τσουβάλι και ένα φιλμ που δεν γερνάει, δεν ζαρώνει. Πιο κλασικό αγαπημένο Χόλιγουντ δεν γίνεται…
Αν απολαμβάνετε μια καλή ρομαντική κομεντί, ώρα να φτάσετε στην πηγή του είδους. Αθεράπευτα γλυκιά και υπεράνθρωπα τρυφερή, η αμερικανική ταινία του μεγάλου Φρανκ Κάπρα φέρνει κοντά την πλούσια κόρη που το σκάει από τον καταπιεστικό πατέρα της και αναγκάζεται να συνταξιδέψει με έναν αντικομφορμιστή ρεπόρτερ.
Κλαρκ Γκέιμπλ και Κλοντέτ Κολμπέρ παραδίδουν το μεγάλο ορόσημο των ετερώνυμων που τελικά έλκονται, φτιάχνοντας ένα τρανό κινηματογραφικό κλισέ που δεν θα καταλάγιαζε έκτοτε ποτέ. Ένα ολόλαμπρο διαμάντι διαλόγων, ρυθμού και ερμηνειών, το φιλμ που μεταμόρφωσε τους πρωταγωνιστές του σε σταρ πρώτου μεγέθους και εγκαθίδρυσε σκηνοθετικά τον Κάπρα, καθώς πέρα από καλλιτεχνικός ήταν και εμπορικός ο θρίαμβος.
Θρυλικές ήταν και οι δυσκολίες παραγωγής της ταινίας, τις οποίες ξεπέρασε με το άφθονο ταλέντο και τη δεξιοτεχνία του ο Κάπρα, μετατρέποντας τις χρηματοδοτικές περιπέτειες και τους βεντετισμούς σε μεγάλη τέχνη. Δικαίως σάρωσε στα Όσκαρ ως η πρώτη ποτέ ταινία (και μία από τις μόλις τρεις) που πήρε και τα 5 μεγάλα αγαλματίδια!