Η παρθενική ενασχόληση μιας νέας τέχνης -έβδομη την είπαν τελικά- που ερχόταν ολοταχώς να καταλάβει τον κόσμο με τους βρικόλακες έμελλε να είναι και η μεγαλύτερη στιγμή της. Ο «Νοσφεράτου: Μια συμφωνία τρόμου», που δεν άφησαν οι περιπέτειες των πνευματικών δικαιωμάτων να ονομαστεί «Δράκουλας», παραμένει το μεγάλο αρχέτυπο του απέθαντου βαμπίρ που στοιχειώνει νύχτα και εφιάλτες, μιας και αυτός έγινε βλέπετε με την αριστουργηματική σφραγίδα του γερμανικού εξπρεσιονισμού που λάτρευε τα σκοτάδια και το μακάβριο. Ο βωβός «Νοσφεράτου» του μεγάλου Μουρνάου έγινε εξάλλου σε μια εποχή που το σινεμά ήταν στα σπάργανα και αναζητούσε αφηγηματικές και αισθητικές φόρμες, την ίδια του τη γλώσσα δηλαδή. Μια γλώσσα που δεν χρειαζόταν ήχους και πρόζα για να μεταδώσει τα μηνύματά της, αφού το έκαναν οι κινούμενες εικόνες με τρόπο που δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα. Ο βρικόλακας πριν καταλάβει λοιπόν ο κινηματογράφος τι είναι αυτό το απόκοσμο ον, ο Δράκουλας πριν θαφτεί ζωντανός σε σινεματικά κλισέ, το βαμπίρ πριν ξεδιπλωθεί σε εκατοντάδες εκδοχές και παραλλαγές και πριν καν φορέσει ο Μπέλα Λουγκόζι την κάπα του απέθαντου κόμη του ονομαζόταν το 1922 «Νοσφεράτου» και κατατρομοκρατούσε τα πλήθη με την υποβλητική ατμόσφαιρα, τις απόκοσμες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το παιχνίδισμα φωτός και σκιάς και αυτή την αριστουργηματική φωτογραφία που παραμένει σεμινάριο για κάθε κατοπινό διευθυντή φωτογραφίας που σέβεται την τέχνη του. Το βωβό αριστούργημα του πιονέρου του γερμανικού εξπρεσιονισμού Φρίντριχ Μουρνάου βασιζόταν στο επίσης εμβληματικό μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ του 1897, μόνο που άλλαξαν τελικά ο τίτλος και οι χαρακτήρες του γιατί ήξεραν πως η χήρα του συγγραφέα δεν θα ανεχόταν άλλη μια κατάφωρη κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας του εκλιπόντος συζύγου της (πέθανε το 1911). Και επειδή η Ιστορία έχει συχνά μια διεστραμμένη αίσθηση της ειρωνείας, ήταν ο Μουρνάου και ο «Νοσφεράτου» του αυτός που θα έκαναν μεγάλο και τρανό τον Στόκερ και το «βαρετό» βιβλίο του, όπως το χαρακτήριζαν στην εποχή του οι κριτικοί λογοτεχνίας. Σήμερα η κινηματογραφική ιστορία αποδίδει στον «Νοσφεράτου» την τιμή να είναι η πρώτη ποτέ ενσάρκωση του Κόμη Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη, κάτι που δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ακριβές. Γιατί έναν χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει ο «Θάνατος του Δράκουλα», ένα ουγγρικό φιλμ που χάθηκε όμως. Αυτό που είναι στην πραγματικότητα είναι ο πρώτος σωζόμενος Δράκουλας. Ο οποίος θα έμπαινε φυσικά σε περιπέτειες όταν οι δύο παραγωγοί της νεοσύστατης γερμανικής εταιρίας παραγωγής Prana-Film φάνηκαν απρόθυμοι να πληρώσουν τη χήρα του Στόκερ για τα δικαιώματα του βιβλίου, κάτι που είχαν κάνει εξάλλου και οι Ούγγροι. Άλλαξαν λοιπόν μερικά βασικά σημεία: το βαμπίρ δεν ζει στο βικτοριανό Λονδίνο αλλά στη Γερμανία του 17ου αιώνα, το τέλος είναι διαφορετικό και μια σειρά από χαρακτήρες του Στόκερ (όπως ο κυνηγός βρικολάκων Van Helsing) παραλείπονται μαεστρικά. Αλλά και ο ίδιος ο Κόμης Δράκουλας είναι πια Κόμης Ορλόκ. Την πάτησαν όμως γιατί ονόμασαν την ταινία τους «Νοσφεράτου», μια λέξη που εμφανίζεται δύο φορές στο βιβλίο του Στόκερ, καθώς ο συγγραφέας πίστευε λανθασμένα ότι έτσι λένε το βαμπίρ στα ρουμάνικα! Μόλις έκανε λοιπόν τη λαμπρή της πρεμιέρα στο Βερολίνο στις 4 Μαρτίου 1922, μέσα σε έναν διαφημιστικό καταιγισμό, μιας και η Prana-Film ξόδεψε περισσότερα για την προώθηση του φιλμ παρά για την παραγωγή του, η Φλόρενς Στόκερ έλαβε, άγνωστο πώς, ένα ανώνυμο πακέτο με το διαφημιστικό υλικό της ταινίας, στο οποίο είχαν φροντίσει να περιλάβουν και ένα από τα πόστερ που έγραφε ρητά «ελεύθερη απόδοση από τον ‘‘Δράκουλα’’ του Μπραμ Στόκερ». Εξοργισμένη, απευθύνθηκε στον βρετανό θεματοφύλακα των πνευματικών δικαιωμάτων (Βρετανική Εταιρία Συγγραφέων), ο οποίος μήνυσε την Prana-Film, η οποία ωστόσο είχε ξοδέψει τόσα για τον «Νοσφεράτου» που είχε εντωμεταξύ πτωχεύσει. Όταν κατάλαβε λοιπόν πως δεν θα έπαιρνε μία για την ταινία, προσπάθησε να κάνει το επόμενο λογικό πράγμα: να καταστρέψει το αρνητικό του φιλμ και όλες τις κόπιες του. Και το 1925 τα γερμανικά δικαστήρια αναγνώρισαν τον πόνο της και διέταξαν ακριβώς αυτό, να καούν όλα τα αντίτυπα της ταινίας. Όπως όμως και ο απέθαντος πρωταγωνιστής του, ο «Νοσφεράτου» αποδείχτηκε δύσκολο να σκοτωθεί. Με αυτόν τον καημό πέθανε η Φλόρενς το 1937, καθώς η ταινία παιζόταν ανελλιπώς σε Αγγλία και ΗΠΑ και είχε ήδη ένα φανατικό κοινό που τη λάτρευε. Και ένα τσούρμο σκηνοθέτες να πίνουν νερό στο όνομά της, καμιά αμφιβολία. Αυτή είναι με δυο λόγια η παραφιλολογία που συνοδεύει το αρχέτυπο αυτό του τρόμου, τη μεγαλύτερη στιγμή του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ενός κινήματος που τόσο γόνιμα μπόλιασε τη νέα τέχνη του σινεμά. Τμήμα της διαχρονικής σαγήνης του «Νοσφεράτου» ανήκει βέβαια και στον Μαξ Σρεκ, που παραμένει εξόχως διαφορετικός από όλους τους κατοπινούς Δράκουλες (από τον Μπέλα Λουγκόζι και τον Κρίστοφερ Λι μέχρι τον Φρανκ Λαντζέλα και τον Γκάρι Όλντμαν). Ο δικός του βρικόλακας δεν είναι ο κομψευόμενος και αλαζόνας απέθαντος που κάνει ό,τι θέλει με την ταλαίπωρη ανθρωπότητα, αλλά ένας τύπος που υποφέρει από τη φριχτή κατάρα του και φέρει πάνω του όλα τα ανατριχιαστικά σημάδια της αθανασίας. Ο δικός του Κόμης Ορλόκ δεν είναι ελκυστικός στο άλλο φύλο, αλλά ένα ζώο περισσότερο παρά άνθρωπος, μια αποτρόπαιη φαλακρή φιγούρα με αυτιά νυχτερίδας, κυνόδοντες και γαμψά νύχια, ένα πλάσμα καταραμένο από θεούς και ανθρώπους. Εφιαλτικός σαν τα σκοτάδια όπου ζει, μια σωστή κολασμένη φαντασίωση που σκορπά όλεθρο απ’ όπου περνά, ο «Νοσφεράτου» είναι το αρχέτυπο του βρικόλακα κι όμως είναι τόσο διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους που ο ίδιος πυροδότησε. Στιλιζαρισμένη με τον εντυπωσιακότατο τρόπο του γερμανικού εξπρεσιονισμού και γεμάτη κινηματογραφικά τεχνάσματα που άλλοτε έγιναν κοινός τόπος και άλλοτε ξεπεράστηκαν από τον χρόνο, η ιστορική ταινία τρόμου στοιχειώνει ακόμα το σινεμά, με τον ίδιο τρόπο που τα κοπάδια των ποντικιών που ακολουθούν τον Δράκουλα μολύνουν τις πολιτείες από όπου περνά. Κι αν ο «Δράκουλας», ο κάθε Δράκουλας, μας φέρνει σήμερα ένα μικρό, αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, ο «Νοσφεράτου» είναι εδώ για να κάνει το πρόσωπό μας να παγώσει. Κάθε φορά. Ίσως γιατί βλέπουμε τις ίδιες τις πηγές του σινεμά, τη διαλεκτική χρήση του μοντάζ, ας πούμε, που είναι σήμερα ένα από τα μεγάλα κλειδιά της κινηματογραφίας και ευθύνεται εν πολλοίς σε δημιουργούς όπως ο Μουρνάου. Ή το πώς πλάθεις διαβολικές και ανοίκειες εικόνες με μόνα υλικά την αμηχανία της κινηματογραφικής μηχανής μπροστά σε αυτό που καταγράφει. Γιατί να τη δεις: Γιατί νομίζεις πως μια βωβή ταινία του 1922, με τη σπαστική ταχύτητα και το «ψεύτικο» στιλιζάρισμά της, δεν έχει να σου πει τίποτα σε όρους τρόμου. Δες τη βραδάκι με τα φώτα σβηστά και τα λέμε! Κι αν δεν τη βρεις τρομακτική με σύγχρονους όρους, θα την απολαύσεις για την καλλιτεχνική της αρτιότητα, θαυμάζοντας την ατμόσφαιρα και τις εικόνες της. Και θα δεις τελικά ότι οι κινηματογραφικές τεχνικές για τη χειραγώγηση των συναισθημάτων μας παραμένουν ανατριχιαστικά ολόιδιες ακόμα και οχτώ δεκαετίες μετά. Ο «Νοσφεράτου» είναι βωβός, βωβοί είναι όμως και οι εφιάλτες μας, όπως και όσα αρρωστημένα λαμβάνουν χώρα στα σκοτάδια της νύχτας. Ο «Νοσφεράτου» είναι βουτηγμένος στην ομίχλη και τις σκιές, ένα απάνθρωπο, ασταμάτητο θηρίο που δεν είναι απλώς ο τρόμος προσωποποιημένος, αλλά και ο υπαρξιακός φόβος του θανάτου που μας περιβάλλει ως όντα. Ο «Νοσφεράτου» δεν θα σε τρομάξει, θα σε στοιχειώσει, όπως έκανε εξάλλου και στο ίδιο το σινεμά και κανένας Δράκουλας δεν ξέφυγε ποτέ από τον δρόμο που άνοιξε. Έστω κι αν αυτός ο δρόμος δεν ξαναπερπατήθηκε ποτέ…
«Νοσφεράτου: Μια συμφωνία τρόμου»
Παραγωγή: Γερμανία Σκηνοθεσία: Φρίντριχ Μουρνάου Πρωταγωνιστούν: Μαξ Σρεκ, Γκούσταβ φον Βανγκενχάιμ, Γκρέτα Σρέντερ, Άλεξ Γκράναχ