Ήταν το 1995 όταν δυο άγνωστοι δανοί σκηνοθέτες, κάποιοι Τόμας Βίντερμπεργκ και Λαρς φον Τρίερ, σκάρωσαν ένα ανατρεπτικό κινηματογραφικό μανιφέστο που ονόμασαν «Δόγμα 95».

Οι δυο κινηματογραφιστές επιζητούσαν να επιστρέψει το σινεμά στις καθαρές πηγές του, την ακραιφνή μυθοπλασία, αφήνοντας κατά μέρος τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη χρήση των ειδικών εφέ. Οι όρκοι κινηματογραφικής αγνότητας που πήραν μιλούσαν ρητά για μια τέχνη βασισμένη στο σενάριο και την υποκριτική, απαλλαγμένη από τις τεχνικές φιοριτούρες αλλά και τις συμβάσεις για την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας.

Βίντερμπεργκ και φον Τρίερ καλούσαν τους σκηνοθέτες να γυρίζουν τις ταινίες τους σε φυσικούς χώρους χωρίς σκηνικά, να χρησιμοποιούν αποκλειστικά πραγματικούς ήχους και όχι μουσική, αλλά και να έχουν την κάμερα στο χέρι, χωρίς βοηθήματα δηλαδή και τεχνικές αγκυλώσεις.

Τρία χρόνια αργότερα, το «Δόγμα 95» ήταν έτοιμο να παρουσιάσει την πρώτη ταινία που ετοίμασε με τη νέα νατουραλιστική συνταγή, την «Οικογενειακή γιορτή» του Βίντερμπεργκ, τη μεγαλύτερη αναμφίβολα στιγμή του κινήματος που έπιασε την κινηματογραφική κοινότητα εξαπίνης.

ffsttetnnenrrtgffd2

Μόνο που το «Festen», όπως ήταν ο δανέζικος τίτλος του, ήταν ταυτοχρόνως κι ένα κινηματογραφικό διαμάντι που έλαμπε μέσα στη σκοτεινιά του, μια ευθεία επίθεση στις αισθήσεις που άφηνε τους θεατές τόσο αμήχανους που δεν ήξεραν αν πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. Εξίσου ζαλισμένες ήταν και οι Κάννες εκείνη τη χρονιά, που το βράβευσαν με το Βραβείο της Επιτροπής, καθώς δεν είχαν συνέλθει ακόμα από τη φορμαλιστική και δευτερευόντως συνειδησιακή σφαλιάρα.

Το «Festen» είναι σήμερα μια ταινία-σταθμός που η φόρμα δεν μπλέκεται στο περιεχόμενό της, παραδίδοντάς μας ένα ατόφιο σινεμά από αυτό που είχε να δει ο κόσμος από το γαλλικό Νέο Κύμα του Γκοντάρ και του Τριφό. Με ένα σενάριο-γροθιά στο στομάχι, με τον πρώτο και μόνο λόγο να έχουν οι ηθοποιοί κι αυτό το μακρύ ταξίδι μιας ημέρας μέσα στη νύχτα, στη νύχτα της ανθρώπινης ψυχής, καμιά αμφιβολία.

Αυτή η μέρα της «Οικογενειακής γιορτής» σημάδεψε όχι μόνο τη μεγαλοαστική οικογένεια που μαζεύεται για να γιορτάσει τα 60ά γενέθλια του μπαμπά, αλλά και την ίδια την ιστορία του κινηματογράφου. Δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο για να πεις μια καλή ιστορία, ακούμε τον Βίντερμπεργκ να μας λέει συνωμοτικά, από μια καλή ιστορία.

Η ευρύτερη οικογένεια συγκεντρώνεται λοιπόν στην εξοχική έπαυλη του πατέρα για να γιορτάσει, μόνο που σύντομα θα φανεί πως λόγοι για γιορτή δεν υπάρχουν. Οι συνδαιτημόνες, αλλά και το κοινό, θα έρθουν αντιμέτωποι με αποκαλύψεις περί σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, θα ακούσουν ρατσιστικά τραγούδια, θα δουν ξυλοδαρμούς και θα διαβάσουν αυτοκτονικά σημειώματα.

ffsttetnnenrrtgffd1

Και θα τα κάνουν όλα αυτά κάτω από τον επίπλαστο μανδύα της βασανιστικής κανονικότητας, καθώς τίποτα δεν φαίνεται να ταράζει την ψευδεπίγραφη γιορτούλα τους και να τους βγάζει από την απαρασάλευτη ακινησία της τάξης τους και των καλών τρόπων. Τα ένοχα, αποτρόπαια μυστικά της οικογένειας αποκαλύπτονται, κι όμως δεν συγκλονίζεται κανείς! Το γλέντι συνεχίζεται κανονικά, με μια εμμονή σχεδόν παραδειγματική, καθώς ο καλοκουρδισμένος μεγαλοαστικός μηχανισμός δεν κάμπτεται για κανέναν λόγο.

Ο γιος σηκώνεται με το ποτήρι υψωμένο και στην πρόποσή του για τον πατέρα λέει πως τον βίαζε όταν ήταν μικρός, μια σοκαριστική αποκάλυψη που δεν ξεβολεύει ωστόσο κανέναν. Στη δεύτερη πρόποσή του εξομολογείται πως βίαζε και τη δίδυμη αδερφή του, γι’ αυτό και αυτοκτόνησε. Παρά το μικρό σούσουρο που δημιουργείται, είναι η ώρα να σερβιριστεί το εκλεκτό ελάφι και όλα επιστρέφουν στο απαρέγκλιτο πρωτόκολλο του δείπνου, όπως καλεί ο τελετάρχης.

Το θέμα που πραγματεύεται ο Βίντερμπεργκ είναι τόσο ακραίο όσο και η κινηματογράφησή του, με αυτή τη γιορτή να είναι τόσο κολασμένη όσο και η ιδιαιτέρως ενοχλητική σκηνοθεσία με την κάμερα να τρεμοπαίζει διαρκώς. Η κάμερα δεν είναι όμως παρά ένας ακόμα θεατής της παράλογης αυτής μασκαράτας και μοιάζει εξίσου συγκλονισμένη και αμήχανη με το κοινό.

Ένα κοινό που παρακολουθεί αποσβολωμένο τις θηριωδίες που αποκαλύπτονται και την τραγικότητα της αντίθεσής τους με τους καλεσμένους που κάνουν τα πάντα για να διασκεδάσουν, στο φως της καταχνιάς που τυλίγει τον πύργο. «Είναι δράμα με λίγα κωμικά στοιχεία», ψέλλισε ο Βίντερμπεργκ για την ταινία του, καθώς τα λόγια περιττεύουν εδώ. Ακόμα και η κοινότητα των ψυχολόγων αναγκάστηκε να προσυπογράψει πως η σουρεαλιστική αυτή εμμονή να συνεχιστεί η γιορτή θυμίζει πολύ την άρνηση που περιβάλλει τις αιμομικτικές οικογένειες.

ffsttetnnenrrtgffd3

Η παρακολούθηση του «Festen» δεν είναι καθόλου εύκολη, τόσο λόγω του τραγικού θέματός του όσο και εξαιτίας της στριφνής κινηματογράφησής του. Είναι μια ταινία που καταπίνει σαν μαύρη τρύπα τα πάντα εντός της, μπλέκοντας τη φάρσα με την τραγωδία σε ένα αδιάρρηκτο όλον, και καταστρατηγώντας συνάμα όλες τις κινηματογραφικές συμβάσεις.

Μια από τις πλέον ιδιοσυγκρασιακές γροθιές των κινηματογραφικών χρονικών παραδίδεται ατόφια και καθαρή, πυροδοτώντας μια συγκλονιστική αντεπίθεση στην ανθρώπινη υποκρισία. Όπως το έγραφε χαρακτηριστικά ο κορυφαίος κριτικός κινηματογράφου Roger Ebert: «Φανταστείτε τον Ευγένιο Ο’Νιλ και τον Γούντι Άλεν να συνεργάζονται σε ένα σενάριο για μια οικογενειακή συνάντηση. Και αφήστε μετά τον Λουίς Μπουνιουέλ να το σκηνοθετήσει». Και τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς, θα προσθέταμε.

Ο Βίντερμπεργκ αποδομεί τον καθωσπρεπισμό της άρχουσας τάξης, μόνο που για να κάνει το κάνει αυτό είναι μάλλον υποχρεωμένος να αποδομήσει τον ίδιο τον κινηματογράφο, κρατώντας μόνο τα καθαρότερα κομμάτια του.

Γιατί να το δεις: Γιατί θα δεις μια αφόρητη τραγωδία να εξελίσσεται ολότελα γυμνή, χωρίς μελοδράματα, υποκριτικές κορόνες, τεχνικά φτιασιδώματα και υποβλητικές μουσικές. Τον καθαρό κινηματογράφο όπως τον είχαν ορίσει στις απαρχές του δηλαδή, ως κινούμενη εικόνα…

ffsttetnnenrrtgffd4

«Οικογενειακή γιορτή»

Παραγωγή: Δανία (Nimbus Film)

Σκηνοθεσία: Τόμας Βίντερμπεργκ

Πρωταγωνιστούν: Ulrich Thomsen, Paprika Steen, Thomas Bo Larsen, Birthe Neuman, Henning Moritzen, Trine Dyrholm