Όταν τον αποκεφάλισαν στη Γερμανία το 1931, οι εγκληματολόγοι ήταν τόσο αποτροπιασμένοι από την ανωμαλία του μυαλού του που είχαν πιστέψει πως ο εγκέφαλός του πρέπει να δούλευε τελείως διαφορετικά από το φυσιολογικό. Γι’ αυτό και το κρανίο του υποβλήθηκε σε ανατομική μελέτη, καθώς τα αποτρόπαια εγκλήματά του είχαν υποτίθεται παθολογική βάση, η οποία εδραζόταν σε κάποια εσωτερική δομή του εγκεφάλου του! Λίγο πριν εκτελεστεί εξάλλου στην γκιλοτίνα, ο διεστραμμένος κατά συρροή δολοφόνος που ο γερμανικός Τύπος έσπευσε να αποκαλέσει «Βαμπίρ του Ντίσελντορφ» ρώτησε όλο αγωνία τον γιατρό της φυλακής αν θα μπορούσε, αφού κοβόταν το κεφάλι του, να ακούσει «έστω και για μια στιγμή τον ήχο του αίματός μου να ξεπηδά από τον κομμένο μου λαιμό»; Ο γιατρός τον καθησύχασε ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί πιθανότατα για αρκετά δευτερόλεπτα μετά τον αποκεφαλισμό, κάνοντας χαρούμενες τις τελευταίες αυτές στιγμές του serial killer: «Αυτή θα είναι η τελευταία των απολαύσεων!», αναφώνησε εκείνος και οδηγήθηκε στη λαιμητόμο με το χαμόγελο στα χείλη. Ο Κέρτεν ήταν πέραν αμφιβολίας ένας πολύ άρρωστος άνθρωπος, θύμα βαρύτατης κακοποίησης και ο ίδιος, και ο χαμός του τον Ιούλιο του 1931 έφερε ανακούφιση στους κατοίκους του Ντίσελντορφ. Είχαν την πάλη με την ανέχεια, είχαν τη φτώχεια τους, τώρα είχαν και τον «δράκο» που βίαζε, σκότωνε και έκανε όλων των λογιών τα κακά και μοχθηρά. Χαρακτηριστικό για τον αντίκτυπο του «Βρικόλακα του Ντίσελντορφ» στη γερμανική κοινωνία ήταν η αντίδραση των ναζί, οι οποίοι ανέβηκαν στην εξουσία δύο χρόνια αργότερα με ρητή δέσμευση να απαλλάξουν τη χώρα από έκφυλα και διεστραμμένα στοιχεία σαν τον Κέρτεν! Η δίψα του οποίου για αίμα ερχόταν σε τραγική αντίθεση με τους κομψούς του τρόπους και το γλυκομίλητό του, κάτι που τον έκανε να φαντάζει πέραν υποψίας. Το μπουρζουά εξωτερικό έκρυβε όμως καλά το άρρωστο εσωτερικό, καθώς ο Κέρτεν ήταν αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους σαδιστές του 20ού αιώνα. Όσο έπεφτε η νύχτα στην πόλη που κατατρομοκρατούσε ο «δράκος» εδώ και έναν χρόνο, τα σοκάκια άδειαζαν και ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια του. Τα παιδιά απομακρύνονταν από τις παιδικές χαρές, οι κουρτίνες τραβιόνταν και οι πόρτες κλειδαμπαρώνονταν. Η πόλη ζούσε στους ρυθμούς του ανείπωτου τρόμου που είχε ενσταλάξει στην καθημερινότητα ο κατά συρροή δολοφόνος, που καταδικάστηκε τελικά για εννιά φόνους (αν και τον βάραιναν υποψίες για τουλάχιστον 68 ακόμα υποθέσεις). Ο «βρικόλακας» ήταν ο απρόσωπος φόβος, χωρίς όνομα και χωρίς σχήμα, ένας σωστός μπαμπούλας που επιδείκνυε κάθε γνωστή παραφιλία και σεξουαλική ακρότητα στα θύματά του. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, το κίνητρό του ήταν ο σαδισμός, η ηδονή και η απόλαυση του φόνου για τον φόνο. Η ιστορία του απαθανατίστηκε αμέσως στο γερμανικό σινεμά με το σκοτεινό εξπρεσιονιστικό κομψοτέχνημα του Φριτς Λανγκ «Μ, ο δράκος του Ντίσελντορφ», που βγήκε στις αίθουσες το 1931, τη χρονιά της εκτέλεσης του αιμοβόρου serial killer. Όσο για την επιστήμη, η ενδελεχής ανάλυση της εγκληματικής του πορείας κόμισε νέες εγκληματολογικές γνώσεις για την κατανόηση των κατά συρροή δολοφόνων και των σεξουαλικών εγκλημάτων εκεί στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα…
Πρώτα χρόνια
Η γέννηση του «δράκου»
Ο «Βρικόλακας του Ντίσελντορφ»
Δίκη και τέλος