Την ώρα που η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία απλώνουν και πάλι τα ζοφερά φτερά τους πάνω από την Ευρώπη, κάθε περιστατικό ρατσιστικού μίσους και μισάνθρωπης ρητορείας οφείλει να λειτουργεί διδακτικά.
Πόσο μάλλον όταν αφορά στις ΗΠΑ, ένα πολυσυλλεκτικό έθνος που φτιάχτηκε ακριβώς από κράματα λαών, φυλών και θρησκειών!
Κι όμως, φαίνεται πως τα εθνικά χαρακτηριστικά και τα πυρηνικά στοιχεία της ταυτότητας δεν υποχωρούν έτσι εύκολα, εκδηλώνοντας συχνά την αντίθεσή τους με βίαιες ταραχές και ρατσιστική βία.
Κι αν η αμερικανική ιστορία βρίθει δυστυχώς από τέτοια μαύρα περιστατικά, κάποια μοιάζουν πλέον να έχουν ξεχαστεί από ανθρώπους και ιστορικά κιτάπια…
Οι ταραχές της Τούλσα (1921)
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου, οι φυλετικές εντάσεις άγγιξαν τον κολοφώνα τους στην Τούλσα της Οκλαχόμα, εκεί που χρόνια ολόκληρα ίσχυαν οι πολιτικές διαχωρισμού των Αφροαμερικανών, τους οποίους μετέτρεπαν σε πολίτες τρίτης κατηγορίας. Με τους στρατιώτες να έχουν μόλις επιστρέψει στα σπίτια τους από τα αιματοβαμμένα θέρετρα του Μεγάλου Πολέμου, η κατάσταση ήταν εκρηκτική σε οικονομικούς και κοινωνικούς όρους.
Το πράγμα κλιμακώθηκε το 1921, όταν κυκλοφόρησαν οι φήμες ότι αφροαμερικανός λούστρος επιτέθηκε σεξουαλικά σε λευκό εργάτη. Η αστυνομία συνέλαβε τον Ντικ Ρόουλαντ στις 31 Μαΐου και όλοι πια φοβούνταν λιντσάρισμα του υποτιθέμενου δράστη από τους λευκούς ακροδεξιούς. Και πράγματι το ίδιο βράδυ ένας όχλος λευκών όρμησε στο κρατητήριο ζητώντας το κρέμασμα του Ρόουλαντ, την ίδια ώρα που μια ομάδα ένοπλων μαύρων κατέφτασε για να αποτρέψει το λιντσάρισμα.
Με το που έπεσε βέβαια η πρώτη πιστολιά, οι Αφροαμερικανοί διαλύθηκαν, αν και οι λευκοί δεν θα άφηναν να περάσει στα «ψιλά» η αναίδεια των μαύρων: με την αμέριστη υποστήριξη της λευκής αστυνομίας, φτιάχτηκε μια ομάδα ένοπλων λευκών που έβαλαν σκοπό να κυνηγήσουν τους μαύρους που είχαν πιάσει τα όπλα. Οι εκτεταμένες ταραχές που ακολούθησαν εκείνη τη νύχτα αλλά και όλη την επόμενη μέρα άφησαν ερείπιο περισσότερα από 40 οικοδομικά τετράγωνα της μαύρης συνοικίας και κάπου 100-300 αφροαμερικανούς νεκρούς, αλλά και 800 ακόμα τραυματίες.
Κανένας δεν κατηγορήθηκε ποτέ για το τυφλό ρατσιστικό ξέσπασμα. Αν και στον απόηχο της λευκής φρίκης, όλες οι κατηγορίες κατά του Ντικ Ρόουλαντ αποσύρθηκαν μαγικά…
Οι βίαιες συγκρούσεις του Μπρούκλιν (1991)
Για να μην πιστέψει κανείς ότι αυτά συνέβαιναν μόνο στο μακρινό παρελθόν, ως υπόμνηση λειτουργεί το βίαιο περιστατικό του 1991 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όταν ένας ορθόδοξος εβραίος τραυμάτισε με το αυτοκίνητό του δύο Αφροαμερικανάκια. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο σαφώς για τροχαίο δυστύχημα, οι μαύροι περίοικοι επιτέθηκαν στον Γιοσέφ Λιφς και τους ραβίνους συνεπιβάτες του κακοποιώντας τους βαρύτατα.
Φοβούμενη τα χειρότερα, η αστυνομία διέταξε το ασθενοφόρο που κατέφτασε να πάρει πρώτα τους εβραίους τραυματίες, αν και ο κακός χειρισμός της κατάστασης θα όξυνε κι άλλο τα πνεύματα, καθώς εντωμεταξύ το ένα από τα δύο παιδιά πέθανε εξαιτίας των τραυμάτων του. Οι Αφροαμερικανοί πίστεψαν πως αστυνομία και σύστημα υγείας έδωσαν προτεραιότητα στους λευκούς εβραίους, κι έτσι στις 20 Αυγούστου 1991 ξεκίνησε ένα γενικευμένο αντισημιτικό πογκρόμ στις συνοικίες του Μπρούκλιν.
Μέσα σε τρεις ώρες, ένας εβραίος άντρας έπεφτε νεκρός, ενώ οι ταραχές έμελλε να κρατήσουν τρεις ημέρες, τρεις ημέρες βίας και τρόμου για τους εβραίους κατοίκους, καθώς οι Αφροαμερικανοί ορμούσαν στα μαγαζιά και τα σπίτια τους. Μαύροι πολίτες κατέφταναν μαζικά στο Μπρούκλιν από άλλα νεοϋορκέζικα γκέτο και πολλοί λευκοί ακροδεξιοί εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να διαδώσουν την αντισημιτική ρητορεία τους στα μήκη και τα πλάτη της πόλης.
Μόνο την τέταρτη μέρα της αιματοχυσίας κατάφερε η αστυνομία να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο, όταν πια η εβραϊκή συνοικία είχε μετατραπεί σε χαλάσματα. Παρά το ξέσπασμα, κανένας εβραίος δεν εγκατέλειψε το Μπρούκλιν και οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων βελτιώθηκαν σημαντικά μετά το τραγικό γεγονός, που παραμένει μια από τις χειρότερες αντισημιτικές επιθέσεις της αμερικανικής ιστορίας…
Η Ματωμένη Δευτέρα (1855)
Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν πάμπολλες εξτρεμιστικές ομάδες λευκών φασιστών, που διέδιδαν σφοδρή αντιμεταναστευτική προπαγάνδα και στρέφονταν κατά των μεταναστών και προσφύγων που κατέφταναν μαζικά στις ΗΠΑ. Στο Λούισβιλ του Κεντάκι, η ξενόφοβη ρητορεία επικεντρώθηκε στους γερμανούς και ιρλανδούς μετανάστες.
Κι έτσι στις εκλογές του Αυγούστου του 1855, οι λευκοί ακροδεξιοί έφτιαξαν τάγματα «περιφρούρησης της κάλπης», που δεν ήταν φυσικά τίποτα άλλο από ένοπλα αποσπάσματα με σκοπό να κρατήσουν τους μετανάστες μακριά από την εκλογική διαδικασία. Οι απειλές και η λεκτική βία κλιμακώθηκαν κάποια στιγμή και τώρα οι λευκοί εθνικιστές πυροβολούσαν στο ψαχνό τους μετανάστες και κατέστρεφαν το βιος τους, καίγοντας τα σπίτια και πλιατσικολογώντας τα μαγαζιά τους.
Οι ένοπλες συγκρούσεις γενικεύτηκαν στο Λούισβιλ, καθώς οι μετανάστες οργάνωσαν πια τις δικές τους γραμμές άμυνας και στράφηκαν κατά των λευκών διωκτών τους. Κινητήριος μοχλός μάλιστα όλου του επεισοδίου ήταν ο ίδιος ο δήμαρχος του Λούισβιλ, που ήταν ενταγμένος σε «πατριωτικό» κίνημα ανήσυχων πολιτών και αποφάσισε να θέσει υπό έλεγχο την κατάσταση μόνο όταν οι μετανάστες άρχισαν να αντιστέκονται στη λευκή φρίκη.
Το ρατσιστικό παραλήρημα των ακροδεξιών άφησε 22 μετανάστες νεκρούς και ολάκερη την ιρλανδική συνοικία ισοπεδωμένη. Παρά ταύτα, οι τοπικοί εισαγγελείς δεν κατηγόρησαν κανέναν από τους συλληφθέντες δράστες για τίποτα, την ίδια ώρα που η δημοτική αρχή αρνήθηκε να αποζημιώσει τους μετανάστες για την καταστροφή της περιουσίας τους. Και μόλις πρόσφατα ο δήμος του Λούισβιλ όρθωσε ένα μνημείο για να μνημονεύσει όσους χάθηκαν στο φονικό ρατσιστικό χτύπημα…
Η Σφαγή του Θιμποντό (1887)
Ήταν το 1887 όταν το Θιμποντό της Λουιζιάνα γνώρισε τη μεγάλη απεργία των εργατών της ζάχαρης, που διήρκεσε τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Οι απεργοί μετρούσαν μερικές χιλιάδες ανθρώπους, η πλειονότητα των οποίων ήταν φυσικά Αφροαμερικανοί. Οι εργάτες ζητούσαν καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες εργασίες, αλλά κυρίως αξίωναν να πληρώνονται σε πραγματικά δολάρια, καθώς η κοινή πρακτική ήταν να αμείβονται με κουπόνια που μπορούσαν να εξαργυρώσουν σε συγκεκριμένα καταστήματα.
Καμιά από τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν έλεγε να κάνει πίσω και κατά το σύνηθες μοτίβο της εποχής, όταν οι απεργιακές κινητοποιήσεις έληγαν με βίαιες επιδείξεις δύναμης, η συγκεκριμένη διαδήλωση δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Τη σπίθα έδωσε ο δικαστής Τέιλορ Μπίτι, κάτοχος φυτείας που είχε μέχρι πρόσφατα πολλούς μαύρους σκλάβους στη δούλεψή του, ο οποίος κήρυξε στρατιωτικό νόμο στο Θιμποντό και απαγόρευσε την ελεύθερη μετακίνηση των Αφροαμερικανών χωρίς έγγραφη άδεια από τη δημοτική αρχή!
Και σαν να μην έφταναν αυτά, το δημοτικό συμβούλιο σύστησε ομάδα περιφρούρησης, με σκοπό όχι να προστατεύσει φυσικά την κινητοποίηση αλλά να διαλύσει τους απεργούς. Στις υποκινούμενες ταραχές που ξέσπασαν, οι απεργοί απάντησαν με βία και δύο λευκοί έπεσαν νεκροί, πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου λύσσα: για τρεις μέρες, ένοπλες ομάδες «πολιτών» έκαναν γυαλιά καρφιά τα σπίτια των αφροαμερικανών απεργών, τους οποίους κυνηγούσαν έξω από την πόλη δολοφονώντας τους κατόπιν μαζικά, καθώς είχαν παραβεί τον στρατιωτικό νόμο της απαγόρευσης εξόδου από τα σύνορα του Θιμποντό.
Για πολλές μέρες μετά το τέλος της απεργίας, κάτοικοι και δήμος έβρισκαν αδέσποτα πτώματα εδώ κι εκεί, με την επίσημη καταμέτρηση της φρίκης να αποδίδει 300 νεκρούς. Όσο για τον ρατσισμό που υπέθαλπε το επεισόδιο, αρκεί να αναφέρουμε ότι όλα τα πτώματα των απεργών ήταν Αφροαμερικανοί, ενώ οι νεκροί «ανήσυχοι πολίτες» ήταν πάντα λευκοί…
Οι ταραχές του Χιούστον (1917)
Όταν η Αμερική εντάχθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, οι ένοπλες δυνάμεις της άρχισαν τις πολεμικές ασκήσεις και τις πυρετώδεις προετοιμασίες. Και βέβαια το 3ο Τάγμα του 24ου Συντάγματος Πεζικού δεν αποτελούσε εξαίρεση, παρά την ιδιαιτερότητά του, καθώς αποτελούνταν αποκλειστικά από αφροαμερικανούς οπλίτες. Στις αρχές, το μαύρο τάγμα εκπαιδευόταν στο Νέο Μεξικό, αν και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στο Χιούστον του Τέξας.
Εννοείται ότι ένα κοπάδι ένοπλων μαύρων δεν θεωρήθηκε καλή είδηση στο ρατσιστικό και μισαλλόδοξο Τέξας του Νότου και σύντομα ξέσπασαν εντάσεις μεταξύ στρατιωτών και λευκών κατοίκων. Πολλοί Αφροαμερικανοί του Βορρά δεν είχαν συνηθίσει στον υποτιμητικό τρόπο που φέρονταν οι λευκοί Νότιοι στους δικούς τους μαύρους και τους ξένιζε το γεγονός, όπως και οι τραγικές πολιτικές φυλετικού διαχωρισμού φυσικά. Κι έτσι όταν η αστυνομία συνέλαβε αναίτια μια μαύρη γυναίκα μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, πολλοί αφροαμερικανοί στρατιώτες έσπευσαν να την προστατεύσουν.
Το επεισόδιο κλιμακώθηκε σύντομα σε μάχη δύο κόσμων, όταν λευκός αστυνομικός πυροβόλησε τρεις φορές έναν μαύρο φαντάρο. Παρά το γεγονός ότι ο άτυχος άντρας δεν έχασε τη ζωή του, τα νέα έφτασαν γρήγορα στο μαύρο τάγμα, το οποίο πήρε τα όπλα για να ζητήσει τον λόγο από τη ρατσιστική αστυνομία. Οι αξιωματικοί τους, βλέποντας πού πήγαινε το πράγμα, τους διέταξαν να παραδώσουν τα όπλα, αν και οι μαύροι έκαναν το ακριβώς αντίθετο: έκλεψαν τα όπλα όλου του συντάγματος και βάδιζαν τώρα κατά του Χιούστον.
Φτάνοντας έξω από το αστυνομικό τμήμα, αντάλλαξαν πυροβολισμούς με τους αστυνομικούς αλλά και αργότερα με τους λευκούς περίοικους που έπιασαν τα όπλα για να υπερασπιστούν τη μισαλλόδοξη πόλη τους από τη μαύρη επέλαση. Η μάχη κράτησε όλο το βράδυ και μέσα στους αναρίθμητους τραυματισμούς, 19 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το Χιούστον τέθηκε κάτω από στρατιωτικό νόμο και οι ηγέτες του τάγματος πέρασαν τελικά από στρατοδικείο, το μαζικότερο που έγινε ποτέ κατά μαύρων πολιτών: 19 μαύροι αξιωματικοί και οπλίτες καταδικάστηκαν σε θάνατο και κρεμάστηκαν, ενώ 63 ακόμα ρίχτηκαν στα μπουντρούμια της φυλακής με ισόβια δεσμά. Κανένας λευκός αστυνομικός ή «αθώος» πολίτης δεν έφτασε καν στο εδώλιο του κατηγορουμένου…