Αν ψάξει κανείς στα αρχεία της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Αττικής, θα εντοπίσει μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας των τελευταίων χρόνων.
Ο αρχαιοπώλης Χρίστος Μιχαηλίδης, σε συνεργασία με το Βρετανό Ρόμπιν Σάιμς κατηγορήθηκαν ως οργανωτικά στελέχη ενός από τα μεγαλύτερα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας της τελευταίας τριακονταετίας με επίκεντρο την περίφημη βίλα της Σχοινούσας.
Η πολύκροτη αυτή υπόθεση έφερε στο φως και αρκετά ονόματα πολιτικών και παραγόντων της εποχής, οι οποίοι επισκέπτονταν τη βίλα του Μιχαηλίδη στο νησί. Ο ίδιος ο Μιχαϊλίδης δήλωνε μάλιστα, ότι ήθελε να δημιουργήσει στη Σχοινούσα ένα «Παγκόσμιο Κέντρο Τέχνης». Τα πλάνα του όμως παρέμειναν απλώς ένα όνειρο, καθώς η αποκάλυψη της υπόθεσης στάθηκε «εμπόδιο» σε αυτά.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Για την υπόθεση, όπως αναφέρει στο newsbeast.gr η αρχαιολόγος και επίτιμη προϊσταμένη τεκμηρίωσης αρχαιοτήτων, Μαρία Σούτου, η Δικαιοσύνη δεν φάνηκε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, επιβάλλοντας τις ποινές που θα όφειλε σε όσους εμπλέκονταν στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Στο βιογραφικό της εκτός από την πολύχρονη ανασκαφική δραστηριότητα καταγράφεται και η συνεργασία με τον άλλοτε προϊστάμενο της εφορίας Εναλίων Αρχαιοτήτων, Δημήτρη Καζιάνη, για να παραμείνει στην Ελλάδα το περίτεχνο αρχαίο άγαλμα της κυράς της Καλύμνου λίγο πριν φύγει για κάποιο μουσείο ή ιδιωτική συλλογή του εξωτερικού.
Στο ρεπορτάζ που ακολουθεί προσπαθούμε να καταγράψουμε επίσης με τη βοήθεια του ιδιωτικού ερευνητή, Γιώργου Τσούκαλη, ο οποίος έχει μεσολαβήσει για την καταπολέμηση σημαντικών υποθέσεων αρχαιοκαπηλίας, τη διαδρομή που ακολουθούν οι διάφορες αρχαιότητες με προορισμό τα χέρια ιδιωτών, οίκους δημοπρασιών αλλά και μουσεία του εξωτερικού. Στο ενεργητικό του Γιώργου Τσούκαλη θα εντοπίσετε εκτός από τις δεκάδες υποθέσεις που κατά καιρούς χειρίστηκε, την αποκάλυψη και τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν για τον επαναπατρισμό των 258 αρχαίων αντικειμένων που είχαν κλαπεί το 1990 από το μουσείο της Κορίνθου.
Αίσθηση προκαλεί η αποκάλυψη της Μαρίας Σούτου, η οποία όπως αναφέρει στη συνέχεια, ακόμα και αρχαιολόγοι ή άλλοι στελέχη άλλων φορέων του Δημοσίου που ενεπλάκησαν σε τέτοιες υποθέσεις, παραμένουν έως και σήμερα στις θέσεις τους.
– Κυρία Σούτου μιλήστε μου για την περίφημη βίλα της Σχοινούσας όπου οι έρευνες των αρχών οδήγησαν σε έναν αρχαιολογικό θησαυρό. Η αστυνομία ανέφερε τότε ότι πίσω από την υπόθεση βρίσκεται κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας με διασυνδέσεις σε Ευρώπη και Αμερική.
«Σε αυτή την περίπτωση εμπλέκονταν διάφοροι επώνυμοι. Η εξέλιξη που έλαβε η συγκεκριμένη ιστορία όμως δεν ήταν αυτή που αναμενόταν από το αρχαιολογικό σώμα. Με δεδομένο ότι υπήρχαν και αρχαιολόγοι που εμπλέκονταν σε αυτήν, θα έπρεπε ήδη να έχουν απολυθεί. Επιπλέον, με ποια κριτήρια αποφάσισε η Δικαιοσύνη δεν έκανε τις ενέργειες, τις οποίες θα έπρεπε, δίνοντας περαιτέρω έδαφος για αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα;»
– Αρκετά συχνά βλέπουμε τις ποινές να είναι ιδιαίτερα ελαστικές. Συχνά μάλιστα, κάποιοι οι οποίοι καταδικάζονται για βαριές περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας, αφήνονται ελεύθεροι. Μήπως θα έπρεπε να αλλάξει η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων και ο βαθμός ποινικοποίησής τους;
«Όταν κάποιος είναι αρχαιοκάπηλος, σημαίνει ότι είναι ο κλέφτης και ο διακινητής είτε για προσωπικό του οικονομικό όφελος, είτε εξυπηρετώντας κάποια άλλα οικονομικά συμφέροντα ανωνύμων ή επωνύμων. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να επιβάλλονται ιδιαίτερα αυστηρές ποινές μη εξαγοράσιμες και μη αναστρέψιμες διότι πρόκειται για έγκλημα κατά της πατρίδας».
– Υπάρχουν δηλαδή αρχαιολόγοι, είτε πρόσωπα τα οποία ανήκουν στις επίσημες διωκτικές αρχές, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι είχαν εμπλακεί σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας απολαμβάνουν ασυλίας και συνεχίζουν να βρίσκονται στις θέσεις τους μέχρι και σήμερα;
«Βεβαίως και υπάρχουν. Οι ευθύνες όμως ανήκουν σε όλους όσους εμπλέκονται σε αυτές τις υποθέσεις, είτε είναι απλοί πολίτες είτε αξιωματούχοι, είτε υπάλληλοι σε διάφορες βαθμίδες του Δημοσίου.
Η αρχαιοκαπηλία είναι κάτι σαν εμπορία ανθρώπινης σάρκας, γιατί προέρχονται από τη σάρκα των λαών».
– Κατά πόσο είμαστε καλυμμένοι νομοθετικά στο πλαίσιο της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από αρχαιοκάπηλους;
«Όταν υπάρχει πολιτιστικό παρελθόν σε μία χώρα, πρέπει να υπάρχει και πολιτιστικό παρόν. Όλο αυτό προϋποθέτει να υπάρχει ένα γερό θεμέλιο για τη θωράκιση των πολιτιστικών θησαυρών με ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο.
Επιπλέον είναι απαραίτητη η στελέχωση των υπηρεσιών που ασχολούνται με την πολιτιστική κληρονομιά. Ο νόμος 3658 του 2008 που αναφέρεται στην αρχαιοκαπηλία είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, αλλά έχει δύο μεγάλα μειονεκτήματα. Αφενός είναι αντιγραφή του ιταλικού νόμου – καθώς και η Ιταλία έχει πλούσια πολιτιστική κληρονομιά -, αφετέρου οι Ιταλοί εξασφαλίζουν τη θωράκιση της περιουσίας τους με την ύπαρξη ειδικού εισαγγελέα κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα».
– Ποια είναι η θέση των ελληνικών μουσείων σε ό,τι συμβαίνει; Σας ρωτάω γιατί θα ήθελα να μου πείτε κάποια πράγματα σχετικά με το γνωστό χρυσό μακεδονικό στεφάνι που επέστρεψε στην Ελλάδα το 2007 από το μουσείο Γκετί.
«Στα ελληνικά μουσεία εκτίθενται και φυλάσσονται τα εκθέματα με το ελάχιστο δυνατό προσωπικό, το οποίο διαθέτει η πολιτεία. Υπάρχουν μουσεία – ειδικά στην επαρχία – τα οποία διαθέτουν έργα τέχνης. Αυτά τα μουσεία όμως δεν φυλάσσονται όπως θα έπρεπε, αποτελώντας έρμαιο στις ορέξεις του κάθε επώνυμου αρχαιοκάπηλου, ο οποίος έχει ανακαλύψει μία καινούργια ετικέτα για τον εαυτό του, αυτή του συλλέκτη έργων τέχνης.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι πώς έφτασε στα χέρια του ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Θα σας θυμίσω ότι πριν από περίπου 13 χρόνια ανακαλύφθηκε το άγαλμα της κυράς της Καλύμνου. Ένα περίφημο άγαλμα στα νερά της Καλύμνου από κάποιον ψαρά. Ο άνθρωπος αυτός δεν γνώριζε περί τίνος πρόκειται και φυσικά αγνοούσε το νομικό πλαίσιο. Σε συνεργασία με τον τότε προϊστάμενο της εφορίας Εναλίων αρχαιοτήτων, Δημήτρη Καζιάνη δώσαμε μεγάλο αγώνα για να κρατήσουμε το άγαλμα στην Ελλάδα και να εκτεθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα τελευταία χρόνια μεταφέρθηκε στο μουσείο της Καλύμνου όπου εκτίθεται. Πρόκειται για ένα χάλκινο άγαλμα θεάς εξαιρετικής τέχνης, το οποίο αποτελεί εθνικό θησαυρό.
Το άγαλμα αυτό ήταν έτοιμο να φύγει από την Ελλάδα. Ο ψαράς, ο οποίος το βρήκε τότε όμως, έλαβε τα ανάλογα εύρετρα και συγκεκριμένα ένα αρκετά μεγάλο ποσό κι έτσι το παρέδωσε στις αρμόδιες αρχές».
– Γιατί μέχρι και σήμερα παρατηρούμε την αιμορραγία σε αρχαιότητες;
«Ένα χαρακτηριστικό που την προκαλεί είναι η αμάθεια, η οποία κυριαρχεί. Υπεύθυνη επίσης για την κατάσταση είναι η «ωχαδελφιστική» αντίδραση ορισμένων. Αυτές οι συμπεριφορές μόνο τιμητικές δεν είναι για την ελληνική πολιτική ηγεσία».
– Ποια σημαντικά ευρήματα επέστρεψαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα;
«Εκτός από την κυρά της Καλύμνου και το αρχαίο χρυσό μακεδονικό στεφάνι από το μουσείο Γκετί, υπάρχουν ευρήματα, τα οποία βρίσκονται στις αποθήκες των μουσείων. Θα σας θυμίσω τον υπολογιστή των Αντικυθήρων, ο οποίος αποτελεί τη βασική δεξαμενή της θετικής σκέψης. Εκθέματα όπως αυτό έμεναν και παραμένουν έως και σήμερα σε κουτιά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας».
– Κατά πόσο έχω δικαίωμα να έχω στο σπίτι μου ένα αρχαίο αντικείμενο;
«Εξαρτάται από το είδος του αρχαίου. Τι είναι αυτό το αρχαίο, τι εκπέμπει, τι εκπροσωπει, σε ποιον αιώνα ανήκει, εάν είναι πρωτότυπο. Εάν πάντως επιθυμεί κάποιος να έχει στο σπίτι του κάτι, πρέπει να καταθέσει στη γενική διεύθυνση του υπουργείου Πολιτισμού ένα ιστορικό με φωτογραφίες καθώς και το ανάλογο ιστορικό εύρεσης.
Εάν πρόκειται για ένα μοναδικής αξίας αντικείμενο, είναι αμφιλεγόμενο το εάν και κατά πόσο μπορεί να το έχει κάποιος στο σπίτι του. Αυτή άλλωστε δεν είναι παρά μία κακή αντίληψη των Ελλήνων, οι οποίοι θεωρούν ότι το να έχουν ένα αρχαίο αντικείμενο ορφανό από το περιβάλλον του ή ξέμπαρκο – για να χρησιμοποιήσω και μία έκφραση της νεολαίας –τους δίνει τη δυνατότητα να αναβαθμίσουν τη δική τους προσωπική αξία».
Από την πλευρά του ο Γιώργος Τσούκαλης, εξηγεί πώς τα διάφορα αντικείμενα καταλήγουν σε εκθετήρια δημοπρασιών αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Όπως χαρακτηριστικά λέει, η πιο συνηθισμένη διαδικασία είναι αυτή του «ασπρίσματος» αρχαιοτήτων. Αντικείμενα μεγάλης αξίας, τα οποία ζουν τη δική τους περιπέτεια ανάμεσα σε διάφορες υπεράκτιες εταιρείας για να καθαριστούν και να παραδοθούν τους μελλοντικούς τους ιδιοκτήτες.
– Κύριε Τσούκαλη η γνωστή ολλανδική έκθεση έργων τέχνης στην Ολλανδία, TEFAF, αναφέρει σε σχετική έκθεσή της τον περασμένο Μάρτιο, ότι για το 2014 ο τζίρος από την εμπορία έργων τέχνης ανέρχεται στα 51 δισεκατομμύρια παγκοσμίως με αύξηση 7% από έτος σε έτος. Πόσο μεγάλο είναι το στοίχημα της εμπορίας των έργων τέχνης και κατά πόσο η διανομή τους είναι νόμιμη όταν μιλάμε για στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας χώρας;
«Τα έργα τέχνης διαθέτουν μία – εντός εισαγωγικών – νομιμότητα. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν είναι κλεμμένα, περνούν από οίκους δημοπρασιών, οι οποίοι ελέγχουν τη γνησιότητά τους.
Ο τζίρος όμως τον οποίο αναφέρατε προηγουμένως είναι εικονικός. Γιατί ένα μεγάλο μέρος του δεν εμφανίζεται σε αυτές τις έρευνες – εκθέσεις. Υπάρχουν επιτήδειοι οι οποίοι διακινούν έργα τέχνης. Συγκεκριμένα, σας αναφέρω περίπτωση κατά την οποία τα άτομα που συνελήφθησαν, πλαστογραφούσαν πίνακες, διοργάνωναν γκαλά με τη συμμετοχή Ελλήνων του εξωτερικού – σε Αυστραλία, Αμερική, Καναδά – και τους πουλούσαν τα έργα αυτά, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη. Γίνεται διακίνηση έργων τέχνης, τα οποία δεν περνούν ποτέ από οίκους δημοπρασιών, οι οποίοι ελέγχουν το… εμπόρευμα.
Στην περίπτωση της Ρόδου, την οποία χειριζόμουν, υπήρχαν 1.300 αντικείμενα σε άριστη κατάσταση, και επρόκειτο να καταλήξουν στα χέρια Τούρκου επιχειρηματία. Ο άνθρωπος, ο οποίος μας έδωσε πληροφορίες εργαζόταν στην Ελβετία και τη Μεγάλη Βρετανία και ενώ βρισκόταν πολύ κοντά σε διεθνείς οίκους δημοπρασιών, προσπαθούσε παράλληλα να «ψαρεύει» πελάτες από εκεί και να πουλάει έργα σε ιδιώτες χωρίς να περνάνε από οίκους δημοπρασιών. Στόχος του ήταν να αποφύγει το ποσοστό της προμήθειας για τους πελάτες του και τον ίδιο.
Σε ό,τι αφορά στα αρχαία ο τζίρος είναι εικοσαπλάσιος και επειδή η διακίνηση γίνεται με απόλυτα παράνομο τρόπο κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τα έσοδα των αρχαιοκαπήλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αρχαιοκαπηλία είναι ο τρίτος παράγοντας πλουτισμού μετά τα ναρκωτικά και το εμπόριο όπλων».
– Πόσο εύκολο είναι να βρεθούν αρχαία ελληνικά αντικείμενα σε δημοπρασίες ή εκθέσεις του εξωτερικού; Είναι νόμιμη η πώλησή τους και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις;
«Αυτό που συμβαίνει με τα αρχαία είναι πως όταν τα αντικείμενα έχουν κλαπεί από κάποιο μουσείο, οι οίκοι δημοπρασιών δεν ρισκάρουν να τα βγάλουν σε δημοπρασία. Συνήθως δεν τα αγοράζει κανείς, καθώς δεν επιθυμούν οι υποψήφιοι αγοραστές να έχουν περιπέτειες με τη δικαιοσύνη όταν πρόκειται για καταγεγραμμένα αρχαία αντικείμενα.
Όταν όμως προέρχονται από ανασκαφή τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα, μέσω του λεγόμενου “ξασπρίσματος”.
Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχαιοκάπηλοι στέλνουν ως επί το πλείστον τα αρχαία είτε στην Ελβετία είτε στο Μόναχο. Στη συνέχεια τα πωλούν σε μία offshore εταιρεία, δύο μήνες αργότερα τα πουλούν σε μία δεύτερη offshore, σε μία τρίτη, και τελικά τα αγοράζει ο αρχικός τους κάτοχος για να μπορεί να τα διαχειριστεί και να τα πουλήσει.
Γνωρίζοντας ότι το φαινόμενο στην Ελλάδα, αποτελεί μάστιγα, ξεκινήσαμε πρόσφατα μία καμπάνια με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σμαραγδής και ο Αλέξης Κωστάλας σε μία προσπάθεια να ενημερώσουμε τον κόσμο».
– Πού καταλήγουν τα αρχαία της Ελλάδας;
«Οι καλύτερες αγορές είναι στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου βρίσκονται πολλοί οίκοι δημοπρασιών. Επίσης, πολλά από αυτά καταλήγουν στην Ελβετία, στην Ολλανδία, στη Νότιο Αμερική και στη Ρωσία.
Μέσα σε αυτούς τους προορισμούς συγκαταλέγεται και η Κίνα σε μικρότερο όμως ποσοστό, καθώς οι Κινέζοι σέβονται πάρα πολύ τον ελληνικό πολιτισμό. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν Κινέζοι μεγιστάνες, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων στις επαύλεις τους, εκείνοι το αποφεύγουν. Προτιμούν να θαυμάσουν τον ελληνικό πολιτισμό παρά να τον κλέψουν».
– Πρόσφατα το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού εντάχθηκε στη διαδικασία διεκδίκησης επιτύμβιας στήλης του 4ου αι. π. Χ. «με κάθε νόμιμο τρόπο και από τον νέο κάτοχο», όπως ανέφεραν κύκλοι του υπουργείου Πολιτισμού . Τελικά η πώληση από τον Οίκο Christies του αρχαίου αντικειμένου πραγματοποιήθηκε, παρά την ελληνική αίτηση για απόσυρσή του. Ποια είναι τα περιθώρια παρέμβασης του ελληνικού υπουργείου πολιτισμού σε ανάλογες περιπτώσεις;
«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από πλευράς του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο έχει καταφέρει να επαναπατρίσει αρκετές αρχαιότητες. Παρόλ’ αυτά οι οίκοι δημοπρασιών είναι πάρα πολλοί και είναι δύσκολο να παρακολουθεί κανείς την κάθε δημοπρασία.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτεροι αρχαιοκάπηλοι ή εκείνοι οι οποίοι θέλουν να έχουν στην κατοχή τους αρχαιότητες, κινούνται μέσα από σκοτεινά κυκλώματα, γεγονός που κάνει δυσκολότερο των εντοπισμό τους.
Ειδικά για τα αρχαία έχω διαπιστώσει – καθώς ασχολούμαι τα τελευταία 25 χρόνια – ότι ο βαθμός δυσκολίας για να εντοπιστούν και να ελεγχθούν τα κυκλώματα αυτά, είναι μεγάλος. Όταν στο εσωτερικό μίας νταλίκας με πορτοκάλια, υπάρχει μία κούτα με αρχαιότητες είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Εκτός και αν υπάρχει πληροφορία από κάποιο μέλος του κυκλώματος. Διαφορετικά θα φύγουν και δεν θα το αντιληφθεί κανείς».
– Σαν να λέμε πως κάποιος θα το καταγγείλει όταν θέλει να «χαλάσει» η δουλειά…
«Ακριβώς. Γι’ αυτό και επιμένω και λέω ότι πρέπει να ενημερωθεί ο κόσμος και να φύγουμε από τη φιλοσοφία ότι «δεν έγινε κάτι, εδώ ο λαός πεινάει». Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο πολιτισμός είναι κάτι ιδιαίτερο για εμάς και οι αρχαιότητες μπορούν να γίνουν εφαλτήριο ακόμα και για να ξεπεράσουμε ευκολότερα την οικονομική κρίση.
Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να δημιουργηθούν ιδιωτικά μουσεία, αντί να βρίσκονται τα αρχαία σε υπόγεια χωρίς να εκτίθενται και χωρίς να συντηρούνται.
Πέρυσι όταν βρέθηκα στο πλαίσιο εκδήλωσης στη Ρόδο, οι αρχαιολόγοι μας πήγαν στα υπόγεια που δεν μπορούν να πάνε όλοι οι άλλοι. Βλέποντας τα αρχαία μέσα στις κούτες, μία αρχαιολόγος μας είπε: «Τα καρτελάκια τα έχουν φάει τα ποντίκια. Αν ποτέ θελήσουμε να τα εκθέσουμε δεν θα ξέρουμε τι ακριβώς είναι το καθένα από αυτά».
– Ποιες είναι οι πιο τρανταχτές περιπτώσεις με τις οποίες ασχοληθήκατε;
Δεν είναι μόνο μία αλλά αρκετές περισσότερες. Από αυτές που θυμάμαι πιο έντονα είναι αυτή του μουσείου της Κορίνθου. Ήταν Μεγάλη Τρίτη προς Μεγάλη Τετάρτη, όταν κάποιοι λήστεψαν το μουσείο και φρόντισαν να φυγαδεύσουν τα αντικείμενα με κοντέινερ στην Αμερική. Τελικά κατέληξαν στο Μαϊάμι για να επιστρέψουν αρκετά χρόνια αργότερα στην Ελλάδα και στο μουσείο, απ’ όπου προήλθαν.
Μία ακόμα υπόθεση είναι αυτή της Ρόδου, όπου 1.300 αρχαία σε άριστη κατάσταση – σε σημείο που οι αρχαιολόγοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για απομιμήσεις – καθώς είχαν διατηρηθεί μέσα σε σαρκοφάγους μετά από χιλιάδες χρόνια και επρόκειτο να τα αγοράσει ένας Τούρκος μεγιστάνας.
Σε ό, τι αφορά τη μεγαλύτερη ποσότητα αντικειμένων, σε υπόθεση την οποία έχω συμμετάσχει, ήταν τα 1.600 αντικείμενα νεολιθικής εποχής, τα οποία προλάβαμε την τελευταία στιγμή πριν ταξιδέψουν στο εξωτερικό, καθώς συλλάβαμε τους δράστες και τα αρχαία στη μαρίνα του Αλίμου».
– Ποιος είναι ο ρόλος των αρχαιοπωλών σε περιπτώσεις διακίνησης αρχαίων;
«Οι αρχαιοπώλες διαθέτουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν καλά τη δουλειά τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, οι οποίοι διαθέτουν “καβάτζα” με διάφορα αντικείμενα και όταν βρουν τον κατάλληλο άνθρωπο του τα προωθούν.
Θα παραλληλίσω το επάγγελμά τους, με εκείνους οι οποίοι διαθέτουν άδεια συλλέκτη. Είμαι υπέρ των συλλεκτών υπό την προϋπόθεση ότι συντηρούν και κρατούν τις αρχαιότητες στην Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς όμως έχουν μπλέξει στα δίχτυα της αρχαιοκαπηλίας, κυνηγώντας το εύκολο χρήμα».
– Πώς λειτουργεί η διαδικασία ταυτοποίησης και επαναπατρισμού;
«Κινητοποιείται το υπουργείο Πολιτισμού και οι νομικές υπηρεσίες, οι οποίες έρχονται σε επαφή με τις αντίστοιχες πρεσβείες στη χώρα όπου βρίσκονται τα αρχαία. Στη συνέχεια εάν υπάρχουν καλές σχέσεις και καλή διάθεση από την αντίστοιχη κυβέρνηση τα πράγματα είναι αρκετά εύκολα.
Εάν όμως δεν υπάρχει η διάθεση, τα πράγματα φτάνουν ακόμη και σε επίπεδο δικαστικής διαμάχης».
– Ποιο είναι το μερίδιο συμμετοχής των αρχών σε περιστατικά αρχαιοκαπηλίας; Ρωτάω καθώς έχουμε δει παραδείγματα στελεχών της δίωξης αρχαιοκαπηλίας να εμπλέκονται κατά καιρούς σε τέτοια κυκλώματα.
«Υποθέτω ότι αναφέρεστε σε μία υπόθεση που έγινε γνωστή το τελευταίο διάστημα. Δεν καταδικάζω, περιμένω όμως να υπάρξουν αποτελέσματα από τη δικαστική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ευθύνες στους κόλπους των διωκτικών αρχών. Τις μεγαλύτερες ευθύνες όμως έχουμε εμείς οι ίδιοι.
Οφείλουμε να ενημερώνουμε τα παιδιά μας και τον κόσμο και εφόσον αντιληφθούμε κάποια ύποπτη κίνηση να ενημερώνουμε τις αρχές. Όταν για παράδειγμα σε ένα χωριό 50 – 100 κατοίκων εμφανίζονται μέσα στο χειμώνα αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες, δεν είναι κακό να καλέσουμε την αστυνομία, και να πούμε ότι υπάρχει ένα αυτοκίνητο που κάνει βόλτες τις τελευταίες ημέρες στην περιοχή μας».
-Μπορεί όμως να είναι ο καθένας αρχαιοκάπηλος…
«Έτσι είναι. Μπορεί όντως να είναι ο καθένας. Γι’ αυτό και υπάρχει η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας για να διερευνώνται περιστατικά αδιαφάνειας στο εσωτερικό της. Μην ξεχνάμε ότι και η Αστυνομία είναι μέρος της κοινωνίας».
– Ο εντοπισμός και η διακίνηση των αρχαίων δεν γίνεται μόνο από κυκλώματα πάντως. Μπορεί να είναι και ο παπάς της ενορίας, ο αγρότης, ο κτηνοτρόφος, ο οποιοσδήποτε.
«Συνήθως υπάρχει ο dealer, ο οποίος έχει κάποιους «υφισταμένους» σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και ψάχνουν για αρχαία. Κανείς δεν πάει να κλέψει κατευθείαν.
Οι ενδιαφερόμενοι παρακολουθούν και ελέγχουν, καιρό πριν προχωρήσουν σε πράξεις. Όταν έχουν συγκεντρώσει τα αρχαία, ξεκινούν οι αγοραπωλησίες. Όταν είναι μικρές οι ποσότητες, τα αντικείμενα συγκεντρώνονται και φυγαδεύονται με ιδιαίτερο τρόπο μετά από αρκετό καιρό. Συνήθως τα συλλέγουν και τα εξάγουν όταν έχει περάσει ένα χρονικό διάστημα και καταλαγιάσουν τα πράγματα.
Ο οργανωμένος αγρότης, ο οποίος βρίσκεται αρκετά χρόνια μέσα στο κύκλωμα και μπορεί να βρει ανά πάσα στιγμή κάποιον για να τα διαθέσει, είναι και ο πιο επικίνδυνος. Θα συνεννοηθεί με τον κουμπάρο, το φίλο, τον συγχωριανό, ο οποίος θα βρει έναν τάφο, και με τη σειρά του θα τον συλήσει για να βρει αρχαία».
– Ποια είναι η συμμετοχή των μουσείων σε αυτό το αλισβερίσι;
«Τα μουσεία του εξωτερικού διαθέτουν ελληνικές αρχαιότητες πολύ σημαντικές. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, στις οποίες έχουν εντοπιστεί και αγοράστηκαν αντικείμενα από οίκους δημοπρασιών. Τα ιδιωτικά μουσεία είναι και τα πιο επικίνδυνα για να προσελκύουν τις ελληνικές αρχαιότητες. Επομένως ο ρόλος τους μόνο καθαρός δεν είναι».
– Τι είναι αυτό που κάνει ένα αρχαίο αντικείμενο περιζήτητο ή μήπως είναι όλα περιζήτητα; Για παράδειγμα φαντάζομαι ότι κάποια από αυτά είναι περισσότερο της μόδας από κάποια άλλα…
«Οι ελληνικές αρχαιότητες εκπέμπουν πάντα μία γοητεία για τους υποψήφιους αγοραστές. Τα τελευταία χρόνια όμως έγιναν μόδα οι βυζαντινές εικόνες. Όλοι στο εξωτερικό, ειδικά Ρώσοι μεγιστάνες, Λατινοαμερικάνοι και έμποροι ναρκωτικών θέλουν να έχουν στις επαύλεις τους βυζαντινές εικόνες. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που έγινε σε μοναστήρια της Ηπείρου και της Μακεδονίας, απ’ όπου έφυγαν ολόκληρα τέμπλα εκκλησιών για να καταλήξουν στο εξωτερικό.
Ωστόσο οι αρχαιότητες, κυρίως οι ελληνικές, είναι περιζήτητες. Από αρχαιοτάτων χρόνων τη μεγαλύτερη αιμορραγία υφίσταται ο ελληνικός πολιτισμός, αν σκεφτείτε το πλήθος που υπάρχει στο ελληνικό υπέδαφος αυτή τη στιγμή».
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr