Κι ενώ η εκκλησία καθώς και η εξουσία αρνούνται πεισματικά να πάρουν θέση στον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει με αφορμή την πολιτική ορκωμοσία της κυβέρνησης, την ώρα μάλιστα που εκατέρωθεν έχουν παλαιότερα τοποθετηθεί ή και συζητήσει το θέμα, – ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχοντας κάνει το πρώτο βήμα με πρόταση για αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας ήδη από το 2013, ο δε αναπληρωτής υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, έχοντας την ίδια χρονιά προτείνει την ριζοσπαστική πρόταση πληρωμής των κληρικών από το ποίμνιο  – το ερώτημα παραμένει. Έχει έρθει η ώρα για διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, κι αν ναι, προς ποια κατεύθυνση, σε τι βάσεις, και κατά πόσο αυτό θα αποβεί σωτήριο ή καταστροφικό και για τις δύο πλευρές;

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου

Με σκοπό να ακούσουμε τις υπάρχουσες απόψεις και όσο το δυνατόν να τις αποσαφηνίσουμε, θέσαμε τα ερωτήματα αυτά, σε πολιτικούς, εκκλησιαστικούς και επιστημονικούς εκπροσώπους. Αν και δεν μας απάντησαν όλοι, παρακάτω παραθέτουμε τις απόψεις όσων είχαν την τόλμη της γνώμης τους. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την συγκριτική παράθεση των απόψεων και των πεπραγμένων, βαραίνουν τον κάθε αναγνώστη.

Πεπραγμένα

«Σε μια εποχή που σε όλα διενεργούνται μεταρρυθμίσεις, πρέπει και εμείς να αναρωτηθούμε τί χρειάζεται να γίνει, όσον αφορά στις εσωτερικές δομές μας, ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να απαντήσουμε έμπρακτα σε κάθε πρόκληση που μας απευθύνεται με έμμεσο ή άμεσο τρόπο» φαίνεται να δήλωνε το 2013, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όπως αναμετέδιδε το πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων, ζητώντας για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη και παράλληλα θέτοντας μια σειρά από σημαντικά και ιδιαίτερα ευαίσθητα ερωτήματα για τον πυρήνα της εκκλησιαστικής διοίκησης.

Την ίδια χρονιά, και συγκεκριμένα 22 με 23 Ιανουαρίου, ο νυν Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Τάσος Κουράκης, διατύπωνε την άποψη, υπεραμυνόμενος μάλιστα αυτής, της κατάργησης της μισθοδοσίας των ιερέων από το κράτος, σε συνέδριο με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά», που διοργάνωνε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συμπλήρωνε μάλιστα την άποψή του με μια εναλλακτική πρόταση, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να επιβληθεί ειδικός φόρος, ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία από όσους πολίτες δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ούτως ώστε να πληρώνονται οι Ιερείς.

«Προτείνουμε να καταργηθεί η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Είναι προφανές ότι, όταν ζητούμε τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, δεν νοείται μισθοδοσία ιερέων οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. Θα έλεγα ότι εάν αυτό είναι δύσκολο να γίνει, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μια εναλλακτική πρόταση. Η εναλλακτική πρόταση είναι να επιβληθεί ειδικός φόρος σε όσους πολίτες δηλώνουν κατά την υποβολή της φορολογικής τους δήλωσης ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία. Σε αυτή την περίπτωση οι πολίτες θα πρέπει να είναι απολύτως ενημερωμένοι ότι η δήλωσή τους ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι συνεπάγεται την επιβολή αυτού του φόρου. Πρέπει να σας πω ότι αυτή η λύση δεν είναι καινοφανής, δεν την ανακάλυψε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πάρα πολλές αστικές δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μισθοδοτούν τους κληρικούς. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία) δεν τους μισθοδοτούν διόλου, έχουν όμως επιβάλει τον λεγόμενο “εκκλησιαστικό φόρο” , που τον καταβάλλουν οι δεδηλωμένοι πιστοί και τον αποδίδει το κράτος στις αντίστοιχες Εκκλησίες. Πρέπει να σας πω, ότι η Αγγλία περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο να συντηρεί με κρατική δαπάνη τους ναούς που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά μνημεία. Στη δε Γαλλία, όχι μόνον δεν μισθοδοτούνται οι κληρικοί, αλλά και η πάσης φύσεως επιχορήγηση προς τις Εκκλησίες απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα» ήταν οι τότε δηλώσεις του σημερινού Αναπληρωτή Υπουργού.

Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας συνιστά μία μεταφορική περιγραφή της απόστασης της σχέσης μεταξύ της οργανωμένης θρησκείας και του εθνικού κράτους.Αν και η ιδέα του διαχωρισμού έχει υιοθετηθεί σε αρκετά κράτη, οι βαθμίδες του διαχωρισμού διαφέρουν κατά περίπτωση κι εξαρτώνται από την ισχύουσα νομική δομή και την κρατούσα άποψη όσον αφορά στη σωστή σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής. Η βαθμίδα διαχωρισμού ανά τον κόσμο άλλωστε ποικίλλει τόσο, ώστε να συναντούνται από παραδείγματα απόλυτου διαχωρισμού, επιβεβλημένα από το Σύνταγμα, όπως λόγου χάρη στη Σιγκαπούρη, μέχρι την επιβολή μίας επίσημης θρησκείας με απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης, όπως στις Μαλδίβες.

Δυστυχώς το θέμα της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους στην Ελλάδα δεν αποδεικνύεται πρόσφατο. Κάθε φορά δε που έρχεται στο προσκήνιο, οι διάφορες φωνές που ακούγονται τείνουν να χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «λαϊκισμός, ψηφοθηρία, πελατειακές σχέσεις, σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, θρησκοληψία, θρησκευτικά αχρωμάτιστο κράτος,καταπάτηση των κανόνων Χριστιανικής Ηθικής, κατάργηση του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και πολλά άλλα.

Η πρώτη προσπάθεια καθορισμού των σχέσεων χρονολογείται με την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού κράτους. Η εκκλησία είναι κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του βασιλέως. Ο εναγκαλισμός όμως, φαίνεται πως είναι αρκετά ασφυχτικός αφού πολύ σύντομα το αίτημα αποσαφήνισης των σχέσεων και απεγκλωβισμού της εκκλησίας από το κράτος έρχεται από την εκκλησία εν έτει 1850. Έκτοτε οι φωνές κάνουν λόγο για το πολιτικό πελατειακό σύστημα που ανδρώνεται το 19ο αιώνα το οποίο δράττεται της ευκαιρίας και ελέγχει την ψήφο των λαϊκών μέσα από τον λόγο των κληρικών. Οι «κακές γλώσσες» δεν παύουν να αναφέρουν παραδείγματα Μητροπολιτών που εκλέγονται ή παύονται αναλόγως των κομματικών πεποιθήσεών τους.

Κραυγαλέο παράδειγμα μη διακριτών ορίων στις μεταξύ τους σχέσεις αποτελεί ο αφορισμός του Ελ . Βενιζέλου. Με τον εθνικό διχασμό, το Δεκέμβριο του 1916, η εκκλησία αναθεματίζει τον Ελ.Βενιζέλο. Στην Αθήνα, παρουσία της Ιεράς Συνόδου και χιλιάδων πιστών, γίνεται οργανωμένη τελετή στο χώρο του Πολυγώνου – σκάφθηκε ένας λάκκος και πάνω σε ομοίωμα του Βενιζέλου τοποθετήθηκε κρανίο ταύρου στο οποίο οι παρευρισκόμενοι πετούσαν πέτρες – στην οποία εκφωνείται  το ανάθεμα «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω». «Ανάθεμα εις τον προδότην» είναι ο πηχιαίος τίτλος της εφημερίδας Σκριπ της εποχής που περιγράφει το γεγονός.

Έτκοτε και μέχρι και σήμερα, το ζητημα έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, με τις συζητήσεις να γίνονται εντονότερες, και τις προτάσεις όπως η διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε ενδεχομενη ζήτηση διαχωρισμού, να βρίσκουν όλο και περισσότερους οπαδούς. Μάλιστα οι ζυμώσεις και οι κοινωνικές διεργασίες επί του θέματος είναι τέτοιες, που μέχρι και συλλογικότητες έχουν δημιουργηθεί. Μια εξ’ αυτών είναι το ΚΕΠΕΚ (Κίνηση Ελλήνων Πολιτών για την Εκκοσμίκευση του Κράτους), ένα, στην ουσία, think tank συμπολιτών, το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει ολοκληρωμένες προτάσεις για το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας μέσα στο επόμενο διάστημα.Συνυπολογιζοντας τα προηγούμενα εύλογα γεννάται το ερώτημα αν ο διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους, είναι εντέλει επιτακτική ανάγκη, και εκατέρωθεν προετοιμάζεται η χειραφέτηση της εκκλησίας καθώς και τί ακριβώς σημαίνει ή προϋοθέτει ο εν λόγω διαχωρισμός. Σε αυτές και άλλες απορίες  τοποθετήθηκαν ο βουλευτής Β’ Αθηνών, Άδωνις Γεωργιάδης, καθώς και ο δρ. Σωτήρης Μητραλέξης, διευθύνων εταίρος στο Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ) και διδάκτωρ φιλοσοφίας της Freie Universitat Berlin, ο οποίος πρόσφατα, μαζί με τους κυρίους Άγγελο Χρυσόγελου, Χρήστο Χατζημιχαήλ και Γιώργο Κοκκόλη, εξέδωσαν μελέτη του Ινστιτούτου με τίτλο«Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος: οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και η μελλοντική μετεξέλιξή τους».

– Εκπρόσωποι της εκκλησίας, έκαναν λόγο για προκλητική προβολή της αθεΐας μέσω της πολιτικής ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, την ίδια ώρα που η Ιερά Σύνοδος με ανακοίνωση της ενημέρωνε τους πιστούς πως κατά την επίσκεψή του κ. Τσίπρα ο Αρχιεπίσκοπος  διαβεβαιώθηκε «πως οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους με τη νέα κυβέρνηση θα είναι ουσιαστικότερες και πιο αναβαθμισμένες από ποτέ». Ποια είναι η δική σας γνώμη για το ζήτημα; Μπορεί να μεταφραστεί η πολιτική ορκωμοσία  ως το πρώτο βήμα ενός μελλοντικού διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, όπως ακούστηκε και σήμανε πράγματι μια προκλητική προβολή της αθεΐας;
Σ.Μ.: Η εκκλησία εκπροσωπείται από την Ιερά Σύνοδο (τις συνοδικές αποφάσεις της ιεραρχίας) και, ενίοτε, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ή την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε καμία απολύτως ανακοίνωση για την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, πόσω δε μάλλον καταγγελία της.
Επιφυλάσσομαι να απαντήσω στην δεύτερη ερώτησή σας, αφού όπως θα φανεί ακολούθως υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το τι σημαίνει «χωρισμός εκκλησίας-κράτους». Μιλάμε συνεχώς γι’ αυτό σαν να είναι αυτονόητο, ενώ μπορεί να σημαίνει τα πιο διαφορετικά πράγματα.
Α.Γ: Όχι, δεν νομίζω ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για τον διαχωρισμό. Ήταν μια προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού σύμφωνη με τα προσωπικά του πιστεύω, αλλωστε η κυβέρνηση δεν έδωσε μόνο πολιτικό όρκο όπως είδαμε. Ήταν μια κίνηση στα πλαίσια της ανεξιθρησκίας, κατοχυρωμένη από το Σύνταγμά μας και φυσικά προσωπική επιλογή. Δεν θεωρώ ότι υπήρξε προκλητική προβολή της αθεΐας, εγώ προσωπικά πιστεύω ότι θα ήταν περίεργο από τον κ. Τσίπρα να ορκιστεί με θρησκευτικό όρκο καθώς ο ίδιος έχει δηλώσει άθεος πολλές φορές, Θα ήταν δείγμα υποκρισίας. Αντιθέτως με ενόχλησε πάρα πολύ η παρουσία του στο Άγιον Όρος ή η παρουσία του στην τελετή των Φώτων, κατά την προεκλογική περίοδο, ήταν υποκριτική αφού πήγε μόνο για να μαζέψει ψήφους.

– Κατά πόσον η απομάκρυνση από παραδοσιακές αξίες, αλλά και το τυπικό του Ορθόδοξου δόγματος, συμβάλλει στο να χαθούν τα πολιτιστικά μας χαρακτηριστικά;
Σ.Μ.: Η πολύ προσωπική μου γνώμη είναι ότι τα «πολιτιστικά μας χαρακτηριστικά» είναι άρρηκτα δεμένα με την μετοχή σε σώμα εκκλησίας, με την ζωή της ενοριακής κοινότητας. Αλλιώς, κάθε «πολιτιστικό χαρακτηριστικό» μένει ένα απλό φολκλόρ—κι εμείς, φύλακες μουσείου. Ή καταλήγουμε σε ιδεοληψίες για το τί είναι Ελλάδα, άσχετες με αυτόν τον τόπο.
Το πρόβλημα ξεκινά όταν η παραπάνω διαπίστωση γίνει «πολιτικό πρόγραμμα», οπότε και η πολιτική εμπλέκεται στα εκκλησιαστικά για επιδιώξεις εξω-εκκλησιαστικές, ακόμα και όταν υφίστανται οι καλύτερες των προθέσεων. Η εκκλησία δεν μπορεί να νοηθεί ως «βιταμίνη παραδοσιακότητας/εθνικής ταυτότητας», και όταν κατανοείται περίπου έτσι από πολιτικές δυνάμεις, τότε προκύπτουν σοβαρά προβλήματα.
Οπότε, ενώ κατά την γνώμη μου η εκκλησιαστική μετοχή είναι εκ των ων ουκ άνευ για κάθε συζήτηση «πολιτιστικών χαρακτηριστικών», αυτή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο πολιτικής, πολιτειακών θεσμών ή του κράτους. Γιατί τότε πεθαίνει. Επαφίεται, εκ των πραγμάτων, στην προσωπική συνείδηση του καθενός.
Α.Γ.: Δεν νομίζω πως μπορούμε να απομακρυνθούμε. Το 90%, ίσως και περισσότερο, του ελληνικού λαού είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι εκκλησίες μας είναι γεμάτες. Αν επισκεφτείτε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, οι εκκλησίες είναι άδειες, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι γεμάτες. Κάθε Έλληνας, δύο τρεις φορές το χρόνο, θα βρεθεί στην εκκλησία. Νομίζω λοιπόν ότι είμαστε πολλοί δεμένοι με την Εκκλησία για να αμφισβητηθεί αυτός ο δεσμός.

– Ένας διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας εντέλει χρειάζεται; Κι αν ναι, πάνω σε ποιες βάσεις θα μπορούσε να επιτευχθεί, τί θα μπορούσε να αλλάξει;
Σ.Μ.:Τι ακριβώς σημαίνει χωρισμός εκκλησίας-κράτους; Η συντριπτική πλειονότητα των ζητημάτων που θίγονται για την επίκληση της αναγκαιότητας χωρισμού εκκλησίας-κράτους δεν έχουν, συνήθως, καμιά σχέση με το ενδεχόμενο ενός θεσμικού χωρισμού. Χωρισμός σημαίνει διαστολή αρμοδιοτήτων και εξουσιών, κάτι που ούτως ή άλλως, εν πολλοίς συμβαίνει. Να αναφέρω ένα παράδειγμα: συχνά αναφέρεται ο χωρισμός ως θεραπεία του συμπτώματος της πολιτικής επιρροής της εκκλησίας εν συνόλω ή συγκεκριμένων ιεραρχών. Όμως, ένας χωρισμός οποιουδήποτε τύπου δεν θα επηρέαζε το συγκεκριμένο φαινόμενο ούτε στο ελάχιστο: πάλι θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε πολίτης, με ιερωσύνη ή χωρίς, να πολιτικολογεί, και πάλι θα μπορούσαν οι ποιμένες να επηρεάσουν πολιτικά το ποίμνιό τους… Το αν αυτή η επιρροή είναι εκκλησιαστική ή ανορθόδοξη είναι διαφορετική συζήτηση: το σημαντικό εδώ είναι να φανεί πως τέτοια ζητήματα δεν έχουν καμία σχέση με το θέμα χωρισμού εκκλησίας-κράτους και δεν θα άλλαζαν με αυτόν, αφού αποτελούν ζητήματα σχέσεων εκκλησίας-κοινωνίας, τα οποία δεν ρυθμίζονται με νομοσχέδια και τροπολογίες.

Το ίδιο ισχύει και για άλλα ζητήματα, όπως οι εικόνες στον δημόσιο χώρο (η ανάρτηση των οποίων, για την ακρίβεια του Εσταυρωμένου, δικαιώθηκε στην Ιταλία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – Lautsi κατά Ιταλίας). Ακόμα και το οικονομικό, ακόμα και η μισθοδοσία, διαστέλλεται κανονικά ως θέμα από τις γενικές σχέσεις εκκλησίας-πολιτείας, αφού αφορά συγκεκριμένα κάθε φορά περιουσιακά ζητήματα άσχετα με το «αξιακό» ζήτημα του ποιες πρέπει να είναι οι σχέσεις. Οπότε σε κάθε συζήτηση για χωρισμό εκκλησίας-κράτους πρέπει να αποσαφηνίζεται το τι εννοεί -ακριβώς- ο καθένας με αυτό, ειδάλλως διατρέχουμε τον κίνδυνο να συζητάμε διαφορετικά θέματα και να καταλήγει η συζήτηση απλώς αρένα για πολέμους αξιών.

Πάντως, η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ριζικά, ριζικά διαφορετική από αυτό που παρουσιάζεται στον ελληνικό δημόσιο λόγο, όπου παρουσιαζόμαστε ως το «Ιράν των Βαλκανίων». Στην πραγματικότητα, εδώ έχουμε περίπου το ευρωπαϊκό business as usual ως προς αυτό το θέμα – κάτι που δεν είναι, βέβαια, αφ’ εαυτού λόγος για να μην αλλάξουν τα πράγματα. Όταν η παραπλανητική εικόνα δεν εκπορεύεται από ανθρώπους που απλώς δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, τότε εκπορεύεται από ανθρώπους που γνωρίζουν το κοσμικό κράτος της Γαλλίας (μια ακραία κατάσταση μέσα στην Ευρώπη) και νομίζουν ότι ολόκληρη η ήπειρος λειτουργεί όπως ο τόπος των παρισινών σπουδών τους.

Όταν λέμε «σχέσεις εκκλησίας-κράτους», ξέρουμε ποιο είναι το κράτος. Ποια είναι όμως η εκκλησία; Στην Ελλάδα έχουμε πέντε και ενίοτε διοικητικά άσχετες μεταξύ τους εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες: την Εκκλησία της Ελλάδος, την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, τις πατριαρχικές και μόνο διοικητικά ελλαδικές Νέες Χώρες, το Άγιον Όρος, τις απευθείας υπαγόμενες στον Θρόνο μητροπόλεις της Δωδεκανήσου.

Μιλάμε για αρχιεπίσκοπο Αθηνών και «πάσης Ελλάδος», μα αυτό είναι απλώς ψευδές: δεν έχει καμία αρμοδιότητα στα Χανιά, στην Ρόδο ή στις Καρυές, ας πούμε. Οπότε, η εκκλησιαστική ενοποίηση της επικράτειας είναι το πρώτο ζητούμενο για να μπορούμε να μιλάμε για «σχέσεις εκκλησίας-κράτους». Αλλά αυτή η ενοποίηση δεν μπορεί να γίνει στην κατεύθυνση μιας ακόμα πιο κρατικής εκκλησίας, στην κατεύθυνση της γιγάντωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος ώστε να «καταπιεί» τις λοιπές δικαιοδοσίες, στραγγαλίζοντας το Πατριαρχείο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ιστορικό έγκλημα και τελεσίδικη παράδοση της εκκλησίας στο κράτος.

Α.Γ: Δεν πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός. Είναι συμφέρον για το Κράτος μας να έχει μαζί του την Εκκλησία. Θεωρώ ότι αν γινόταν ποτέ διαχωρισμός, κερδισμένη θα ήταν η Εκκλησία, η οποία άλλωστε υπήρχε χωρίς το ελληνικό Κράτος και θα μπορεί να υπάρξει και στο μέλλον χωρίς αυτό. Το Κράτος είναι εκείνο που έχει πολλά να κερδίσει αν έχει στενούς δεσμούς με την Εκκλησία. Η Εκκλησία συνέχει το ελληνικό σώμα, την κοινότητα. Εγώ είμαι πολύ αντίθετος στον διαχωρισμό.

-Πρέπει να αναθεωρηθεί ο καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και εάν ναι προς ποια κατεύθυνση;
Σ.Μ.:Ο καταστατικός αυτός χάρτης αφορά μόνον την Εκκλησία της Ελλάδος, δηλαδή μία μόνο από τις πέντε δικαιοδοσίες της ελληνικής επικράτειας. Δεν νοείται να ρυθμίζει νόμος του κράτους (συμφωνημένος, βέβαια, με την εκκλησία), πχ, το ποια τυπικά προσόντα οφείλει να έχει ο επίσκοπος, μεταμορφώνοντάς τον σε κρατικό υπάλληλο. Το μείζον πρόβλημα, όμως, είναι ο ίδιος ο κατακερματισμός της εκκλησίας στην Ελλάδα.

Κατά τη γνώμη μου, το προσφορότερο μοντέλο εκκλησιαστικής ενοποίησης της ελληνικής επικρατείας σε κατεύθυνση διαφορετική από αυτήν της κρατικά προσδιορισμένης και ελεγχόμενης εκκλησίας, το προσφορότερο μοντέλο απελευθέρωσης της εκκλησίας από το κράτος, μοιάζει να είναι η ανακήρυξη μιας ενιαίας ημι-αυτόνομης εκκλησίας για την ελληνική επικράτεια με δική της σύνοδο και προκαθήμενο, αλλά και αρραγή την σχέση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως—μιαν εκκλησία στο μοντέλο της Εκκλησίας της Κρήτης, χωρίς τον κρατικό προσδιορισμό δια της νομοθεσίας που ακόμα και αυτή συνεπάγεται.

Ο συνδυασμός της (α) ενιαίας εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας για τον ελλαδικό χώρο, (β) της ιδίας συνόδου ιεραρχών, (γ) του ενός και ιδίου προκαθημένου πραγματικά πάσης Ελλάδος, (δ) της ζωτικής σχέσεως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (ε) της αποτίναξης ενός μορφώματος κρατικής εκκλησίας αναγνωρισμένης και από τους ιεράρχες της ως δυσμόρφου και των συμπαρομαρτούντων στοιχείων της θα σήμαινε, ίσως, την πλήρωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για μιαν απελευθέρωση της εκκλησίας από το κράτος στην Ελλάδα σήμερα. Όσον αφορά στις ικανές προϋποθέσεις, διότι δεν επαρκούν οι αναγκαίες, αυτές ενδεχομένως θα ήσαν θέμα χρόνου κατόπιν ενός τέτοιου δημιουργικού σοκ εκκλησιαστικής εξυγιάνσεως, μετά από δύο εκατονταετηρίδες κρατικού και κρατικιστικού εν Ελλάδι εκκλησιαστικού βίου.

Α.Γ. : Για ποιο λόγο; Δεν γνωρίζω αν από την πλευρά της Εκκλησίας θεωρούν πως χρειάζεται, εγώ είμαι πολιτικός δεν μπορώ να ξέρω αν χρειάζεται ή αν πρέπει η Εκκλησία να κάνει αλλαγές στο δικό της Καταστατικό Χάρτη.

-Οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν πέρυσι τους θρησκευτικούς, με τη δυναμική του φαινομένου στα χρόνια της κρίσης να είναι προφανής. Αυτό είναι ένα ζήτημα αξιών ή οικονομικής επιβάρυνσης;
Σ.Μ.:Νομίζω πως είναι αμιγώς ζήτημα οικονομικό. Μολαταύτα, το ίδιο το γεγονός ότι λαμβάνουν χώρα εκκλησιαστικοί γάμοι άσχετοι με την μετοχή σε ενορία δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα, με πρώτο την εμπορευματοποίηση. Όταν κάποιος δεν ζητεί εκκλησιαστικό γάμο στην ενοριακή κοινότητα-οικογένεια όπου συμμετέχει κάθε εβδομάδα, αλλά εμφανίζεται, εντελώς άγνωστος μεταξύ αγνώστων, σε έναν ναό «υποκατάστημα» για να ζητήσει μια «θρησκευτική υπηρεσία», είναι επόμενο το ότι αυτή παρέχεται με τους όρους της «παροχής υπηρεσιών». Αποκομμένος ο γάμος από την ενοριακή ζωή, κάνει το μυστήριο «τριτογενή τομέα παραγωγής»…

Α.Γ:
Νομίζω πως έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους. Ο πολιτικός γάμος δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα, ο θρησκευτικός έχει κάποιες δεσμεύσεις που δημιουργούν έξοδα, οπότε νομίζω πως είναι καθαρά γέννημα της οικονομικής κρίσης και δεν είναι συνέπεια ιδεολογική. Ξέρω πάρα πολλούς φίλους, που έκαναν πολιτικό γάμο κι όταν τους το επέτρεψαν τα οικονομικά τους, προχώρησαν σε θρησκευτικό.

– Ο λόγος που εγείρονται αντιδράσεις από τους κόλπους της εκκλησίας κάθε φορά που γίνεται λόγος για διαχωρισμό ή χειραφέτηση της εκκλησίας ποιος είναι; Υπάρχει φόβος μήπως πληγούν οι σχέσεις με το Πατριαρχείο;
Σ. Μ.: Θεωρώ πως ο μόνος λόγος που εγείρονται αντιδράσεις είναι πως κάθε κουβέντα για «χωρισμό» δεν κατανοείται από εκκλησιαστικούς παράγοντες ως διαστολή ρόλων, αρμοδιοτήτων, εξουσιών, αλλά σαν μια επιθετική κίνηση με στόχο την περιθωριοποίηση και την απίσχνανση της εκκλησίας, περίπου σαν έναυσμα για… σύγχρονους διωγμούς. Με σαφώς παράνομες δημεύσεις περιουσιών εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ κ.λπ. Και ορθά κατανοείται έτσι, αφού ακριβώς έτσι την εννοούν όσοι συνήθως έχουν εύκολη την αναφορά του θέματος – δηλαδή, έχουμε δύο λάθη στην σειρά, το δεύτερο ως πρέπουσα μα και λανθασμένη απάντηση στο πρώτο… Όπου και τα δύο είναι άσχετα με το θέμα μας. Την διαστολή αρμοδιοτήτων και εξουσιών, την αποκρατικοποίηση της εκκλησίας στον βαθμό που αυτή τυγχάνει κρατική.

Α.Γ:
Πιστεύω ότι υπάρχουν ιδεολογικές εμμονές στην Ελλάδα, ανθρώπων των οποίων ο προοδευτισμός επιβάλλει αυτού του είδους τον διαχωρισμό αλλά και την μίμηση πρακτικών άλλων ευρωπαϊκών κρατών, που όμως έχουν τελείως διαφορετική παράδοση από την δική μας, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία. Η Ορθόδοξη παράδοση, η Ορθοδοξία, είναι διαφορετικό πράγμα από τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό, βλέπει με διαφορετικό τρόπο τη σχέση της εκκλησίας και του κράτους. Παρόλα αυτά δεν νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα στις σχέσεις.

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr