Αν ρωτούσες το FBI τη δεκαετία του 1930 ποιος είναι ο πλέον επικίνδυνος μαφιόζος όλης της Αμερικής, η απάντηση θα ήταν εξαιρετικά απλή: η Μα Μπάρκερ.
Αν απευθυνόσουν μάλιστα στον σκοτεινό διευθυντή του, τον Έντγκαρ Χούβερ, θα σου έλεγε πως είναι «ο πιο μοχθηρός, επικίνδυνος και εφευρετικός εγκληματικός εγκέφαλος της τελευταίας δεκαετίας».
Ποια ήταν όμως η μαμά της διαβόητης σπείρας Μπάρκερ-Κάρπις που επέβλεπε την όλη επιχείρηση όσο οι γιοι της λήστευαν τράπεζες, άρπαζαν κόσμο, δολοφονούσαν αβέρτα και τρομοκρατούσαν τις ΗΠΑ στις δεκαετίες του 1920 και του 1930;
Μια συμμορίτισσα μαμά που κατάφερε και κάτι ακόμα, εξίσου εξαιρετικό: να γίνει αγαπητή στο πλατύ κοινό, παίζοντας στα δάχτυλα όλα τα κλισέ δραματοποίησης της περιθωριακότητας.
Η Μα έκλεψε το συλλογικό φαντασιακό της Αμερικής, κάνοντας τον κόσμο να την αγαπά και να τη μισεί ταυτοχρόνως. Ήταν ένα από τα πλέον ιδιοσυγκρασιακά φαινόμενα της αμερικανικής κοινωνίας, μια μοχθηρή μαφιόζα που έφτασε να γίνει κάτι σαν λαϊκός ήρωας.
Ίσως φταίει που ήταν μια παραδοσιακή αμερικανική οικογένεια που οι δυστυχείς περιστάσεις έφεραν απλώς να μεταμορφωθεί σε συνδικάτο εγκλήματος. Αλλά η μαμά πάντα εκεί, να διαφεντεύει τις δουλειές της φαμίλιας. Ο μπαμπάς δεν άντεξε και έφυγε…
Ως Αριζόνα Κλαρκ γεννήθηκε το 1873 σε κωμόπολη του Μισούρι η γυναίκα που θα έμενε στα μαύρα κατάστιχα του εγκλήματος ως Μα Μπάρκερ. Ήταν κόρη μιας οικογένειας με σκοτσέζικες και ιρλανδικές ρίζες και, όπως μας λέει η έκθεση του FBI, τίποτα το αξιοσημείωτο δεν χαρακτήρισε την παιδική της ηλικία («συνηθισμένη»).
Ο θρύλος τη θέλει βέβαια να είδε ως νεαρό κορίτσι τον θρύλο της Άγριας Δύσης, Τζέσε Τζέιμς, και τη συμμορία του να περνούν από την πόλη, ενσταλάζοντας στην παιδική ψυχή της μια διάθεση για περιπέτεια και παρανομία.
Αλήθεια ή ψέματα κανείς δεν ξέρει, ξέρουμε όμως ότι ερωτεύτηκε πράγματι έναν φουκαρά μικροπαράνομο, κάποιον Τζορτζ Μπάρκερ. «Λίγο-πολύ άχρηστο» τον χαρακτηρίζει χωρίς περιστροφές το FBI.
Το 1892 τον παντρεύτηκε και άρχισε να χρησιμοποιεί ως μικρό όνομα το «Κέιτ». Έπιασαν ένα σπιτάκι σε άλλη κομητεία του Μισούρι και απέκτησαν 4 παιδιά. Χέρμαν, Λόιντ, Άρθουρ και Κλαρκ τα ονόμασαν και όλοι τους ζούσαν βουτηγμένοι στη φτώχεια. Ο πατέρας άλλαζε δουλειές, νόμιμες πια δουλειές, σαν τα πουκάμισα και δεν στέριωνε πουθενά.
Μεταξύ 1903-1904 μετακόμιζαν μάλιστα από σπίτι σε σπίτι. Μέχρι να τελειώσει ο Χέρμαν το Δημοτικό, ζούσαν πια στην Τούλσα της Οκλαχόμα. Και ως το Δημοτικό πρέπει να πήγαν σχολείο όλα τους, καθώς οι γονείς δεν νοιάζονταν να μάθουν τα παιδιά γράμματα, όπως μας λέει το έγγραφο του FBI, που τα χαρακτηρίζει «περισσότερο ή λιγότερο αναλφάβητα»…
Μεγαλώνοντας, ένα προς ένα τα παιδιά της Κέιτ στρέφονταν στην παρανομία και το έγκλημα. Το οποίο γινόταν συνεχώς μεγαλύτερο. Η πρώτη καταδίκη του μεγάλου της γιου, του Χέρμαν, ήρθε το 1915, όταν τον συνέλαβαν για ένοπλη ληστεία.
Στα επόμενα λίγα χρόνια, όλα τα αδέλφια Χέρμαν ήταν κανονικοί συμμορίτες. Δρούσαν στη δική τους γειτονιά της Τούλσα και άρχισαν να αποκτούν ένα πρώτο όνομα στο τοπικό συνδικάτο του εγκλήματος.
Η Μπάρκερ δεν είχε κανένα ηθικό πρόβλημα με τον δρόμο που είχαν πάρει οι γιοι της. Ούτε τους μάλωνε ούτε προσπαθούσε να τους μαντρώσει. Όλοι την είχαν ακούσει να ξεστομίζει τη μόνιμη επωδό της αν κάποιος της έκανε παράπονα για τα καμάρια της: «Αν οι καλοί άνθρωποι αυτής της πόλης δεν εκτιμούν τα αγόρια μου, τότε ξέρουν οι καλοί αυτοί άνθρωποι τι πρέπει να κάνουν».
Το περιστατικό που τα άλλαξε όλα ήρθε στις 29 Αυγούστου 1927. Ο Χέρμαν αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Η αστυνομία είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό εναντίον του επειδή είχε πυροβολήσει εξ επαφής αστυνομικό στο στόμα.
Μέχρι την επόμενη χρονιά, οι άλλοι τρεις Μπάρκερ ήταν στη φυλακή. Ο Λόιντ έγκλειστος στο Κάνσας, ο Άρθουρ στην Οκλαχόμα και ο Φρεντ σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα του Κάνσας.
Η Μα διώχνει κακήν-κακώς τον άντρα της από το σπίτι και για την επόμενη τριετία (1928-1931), μέχρι να βγει ο γιος της από τη στενή, ζούσε σε τραγικές συνθήκες ανέχειας.
Κάποιοι ερευνητές συμφωνούν πως ο Τζορτζ έφυγε οικειοθελώς από το σπίτι γιατί δεν άντεξε τη ζωή που είχαν επιλέξει τα παιδιά του, με τη σύμφωνη πάντα γνώμη της συζύγου του…
Τα πράγματα θα άλλαζαν όμως ξαφνικά για τη Μα την άνοιξη του 1931, όταν ο Φρεντ βγαίνει αναπάντεχα με αναστολή από τη φυλακή. Μαζί του έφερε στο πατρικό και έναν συγκρατούμενό του, κάποιον Άλβιν Κάρπις, καθόλου τυχαία.
Οι δυο τρόφιμοι είχαν αποφασίσει να επεκτείνουν βγαίνοντας τις εγκληματικές τους δραστηριότητες και το σπίτι της μαμάς ήταν ένα πρώτης τάξεως κρησφύγετο. Πριν μετατραπεί σε στρατηγείο μιας παραγωγικότατης συμμορίας της Ποτοαπαγόρευσης για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Το FBI τη χαρακτήριζε μάλιστα ακόμα πιο αδίστακτη και από τη σπείρα του Τζον Ντίλινγκερ, μιας και τα παιδιά της Μα δεν έκαναν μόνο κλοπές και ληστείες. Το φόρτε τους ήταν οι απαγωγές.
Και οι απαγωγές θεωρούνταν πολύ πιο κακές από τις ληστείες τραπεζών, μιας και πλέον το έγκλημα στρεφόταν απέναντι σε ανυπεράσπιστους πολίτες. Κι όχι παντοδύναμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1931, Φρεντ και Άλβιν λήστεψαν ένα πολυκατάστημα στο Μισούρι. Την επομένη πήγαν σε ένα συνεργείο για να αλλάξουν τα δυο σκασμένα λάστιχα. Εκεί τους βρήκε ο σερίφης Ρόι Κέλι, τον οποίο πυροβόλησε ο Φρεντ τέσσερις φορές. Δύο σφαίρες τον βρήκαν στην καρδιά.
Ως φονιάδες αστυνομικού, ήξεραν πως δεν έχουν πολύ χρόνο μπροστά τους. Ήταν πράγματι αυτό το γεγονός που πυροδότησε ένα ξέφρενο γαϊτανάκι εγκλήματος, που περιλάμβανε ληστείες, απαγωγές και φόνους.
Αυτή την εποχή, η μαμά χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά «συνεργός» από τις διωκτικές αρχές. Και τώρα καταζητείται, με την πολιτεία να προσφέρει 100 δολάρια αμοιβή για τη σύλληψή της.
Τον Σεπτέμβριο του 1932, με το που βγήκαν από τη φυλακή, Άρθουρ και Λόιντ προσχωρούν αμέσως στο οικογενειακό συνδικάτο. Μετακομίζουν στο Σικάγο και συνεχίζουν την εγκληματική τους δράση, έχουν όμως απέναντί τους κάποιον… Αλ Καπόνε.
Ο «Σημαδεμένος» πρότεινε ειρήνη και συμμαχία στη συμμορία, ο Άλβιν δεν ήθελε όμως με τίποτα να συνεργαστούν. Κι έτσι φεύγουν νύχτα από την πόλη.
Μετακομίζουν σε κωμόπολη της Μινεσότα, γνωστή για την ανομία και το παραδείσιο που προσέφερε σε κάθε λογής εγκληματία. Εδώ είναι που η σπείρα Μπάρκερ-Κάρπις θα αποκτήσει όλη τη διαβόητη φήμη της, με ένα σωρό ληστείες τραπεζών και απαγωγές.
Είναι βλέπετε στο απυρόβλητο και δεν φοβούνται κανέναν, έχοντας αποσπάσει την προστασία, αλλά και τη συνεργασία τελικά, του διεφθαρμένου αστυνομικού διοικητή της πόλης.
Τον Δεκέμβριο του 1932, η σπείρα λήστεψε άλλη μια τράπεζα στη Μινεάπολις, αυτή τη φορά όμως το περιστατικό κατέληξε σε λουτρό αίματος. Δύο αστυνομικοί και ένας πολίτης έχασαν τη ζωή τους. Οι κακοποιοί κατάφεραν να διαφύγουν και πλέον κανείς δεν θα ξανάμπαινε στα πόδια τους.
Τώρα έχουν στραφεί εξάλλου σε μια ακόμα πιο επικερδή και ασφαλή δουλειά: τις απαγωγές. Οι απαγωγές μάλιστα δυο γνωστών επιχειρηματιών της πόλης αποφέρουν πλουσιοπάροχα λύτρα 100.000 και 200.000 δολαρίων, αντίστοιχα.
Ο μόνος που τους χαλάει τη ζαχαρένια είναι το FBI. Με μια νέα τεχνική σήμανσης, μόλις είχε επιστρατευτεί, όπου μπορούσαν λέει να αναγνωρίζουν πια εγκληματίες με τη βοήθεια των δακτυλικών αποτυπωμάτων, το FBI τους συνδέει με την απαγωγή των επιχειρηματιών.
Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει οι κακοποιοί ήταν η προσωπική φιλία ενός από τα θύματα με τον αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ, ο οποίος θορυβήθηκε τόσο που έριξε σύσσωμο το FBI στο κατόπι τους.
Νιώθοντας τους ομοσπονδιακούς στο σβέρκο τους, οι καμιά 25αριά πια νοματαίοι της Μπάρκερ-Κάρπις εγκαταλείπουν τον μικρό παράδεισό τους και επιστρέφουν στο Σικάγο, θέλοντας να ξεπλύνουν τα λεφτά των λύτρων.
Τον Ιανουάριο του 1935, ο Άρθουρ συλλαμβάνεται από πράκτορες του FBI στο Σικάγο. Από έναν χάρτη που βρήκαν πάνω του έμαθαν για το νέο κρησφύγετο της σπείρας, χαμένο κάπου στις ερημιές της Φλόριντα.
Οι ομοσπονδιακοί περικύκλωσαν το σπίτι και κάλεσαν τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Τα ξημερώματα της 16ης Ιανουαρίου 1935, λίγο μετά τις 5:30 το πρωί, το FBI τους ζήτησε να παραδοθούν. Αυτό που δεν γνώριζαν οι πράκτορες ήταν πως τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας είχαν φύγει δυο μέρες νωρίτερα, αφήνοντας εντός της οικίας μόνο τη μαμά και τον γιο.
Ένα τέταρτο της ώρας μετά, η εντολή για παράδοση ακούστηκε ξανά και λίγα λεπτά μετά κάποιος φώναξε μέσα από το σπίτι: «Εντάξει, προχωρήστε». Οι ειδικές δυνάμεις κατάλαβαν πως οι ένοικοι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Λίγα λεπτά όμως μετά, τους γάζωσαν με πολυβόλα!
Και έγινε πραγματική μάχη. Τέσσερις ολόκληρες ώρες ανταλλαγής πυρών χρειάστηκαν ώστε να ηρεμήσει η κατάσταση στο σπίτι. Μια νεκρική σιγή είχε απλωθεί τώρα πάνω από την οικία. Όταν όρμησαν μέσα οι ομοσπονδιακοί, βρήκαν και τους δυο τους νεκρούς.
Μα και Φρεντ έφεραν σφαίρες στο σώμα τους και το αυτόματο πυροβόλο ακόμα στα χέρια τους.
Κεφαλή της φαμίλιας φέρεται σε όλα τα έγγραφα του FBI, αλλά και των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, να είναι η μαμά.
Ίσως αυτό να μην είναι πάντως απόλυτα αληθές. Ο Χούβερ είχε εξαπολύσει μια εκστρατεία δυσφήμησης της μαμάς, που σε κάποιους φάνταζε συνώνυμο λαϊκής ηρωίδας. Η προπαγάνδα του FBI στόχευε ενδεχομένως και σε κάτι άλλο, να δικαιολογήσει στα μάτια του κόσμου τη δολοφονία μιας ηλικιωμένης. Ο Χούβερ την ήθελε νεκρή, όχι πίσω από τα κάγκελα.
Εκεί που κάποτε ο κεφαλαιώδης ρόλος της Μα στις σκοτεινές επιχειρήσεις της φαμίλιας ήταν αναντίρρητος, ερευνητές στις μέρες μας κρατούν μικρότερο καλάθι.
Ο ίδιος ο Κάρπις εξάλλου είχε δηλώσει κάποια στιγμή πως η Μπάρκερ ήταν «απλώς μια παραδοσιακή νοικοκυρά … μια απλή γυναικούλα». Προσθέτοντας μάλιστα πως ήταν «προληπτική, εύπιστη, στρυφνή και, κοίτα να δεις, γενικώς νομοταγής. Δεν ήταν φτιαγμένη για μια θέση στη συμμορία Κάρπις-Μπάρκερ».
Αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, επανήλθε στο θέμα τονίζοντας: «Η πιο γελοία ιστορία στα χρονικά του εγκλήματος είναι πως η Μα Μπάρκερ ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τη συμμορία Κάρπις-Μπάρκερ».
Και συνεχίζει: «Δεν ήταν αφεντικό εγκληματιών, ούτε καν εγκληματίας η ίδια … Ήξερε πως ήμασταν κακοποιοί, αλλά η συμμετοχή της στην καριέρα μας περιοριζόταν σε μια απλή λειτουργία: όταν ταξιδεύαμε μαζί, ταξιδεύαμε ως μαμά με τα παιδιά της. Τι θα μπορούσε να μοιάζει πιο αθώο;».
Ήταν απλώς μια μητέρα που δυστύχησε να δει τα παιδιά της να παίρνουν τον κακό δρόμο; Μια μαμά που αποδέχτηκε την κατάσταση και πήγε με τα νερά τους; Ή μήπως ήταν ο νοσηρός εγκέφαλος πίσω από ένα τρομακτικό συνδικάτο εγκλήματος, την «εξυπνότερη και πιο επικίνδυνη συμμορία της Αμερικής», όπως την ήθελε ο Χούβερ;