Ο γιος μιας φαμίλιας ιταλών εμιγκρέδων κατάφερε να αναρριχηθεί στα υψηλότερα κλιμάκια της αμερικανικής μαφίας σφραγίζοντας με την εγκληματική ζωή του τα παγκόσμια χρονικά του οργανωμένου εγκλήματος.
Λίγοι «νονοί» απόλαυσαν ποτέ τη δόξα, την αίγλη και τις πολιτικές διασυνδέσεις του Καπόνε, στον οποίο πιστώνεται εν πολλοίς η πρωτόγνωρη γενίκευση του οργανωμένου εγκλήματος εκεί στην εποχή της Ποτοαπαγόρευσης.
Το μεγαλοαφεντικό του υποκόσμου του Σικάγου την πάτησε όμως από κει που πραγματικά δεν περίμενε, γινόμενος τρόφιμος τελικά στο Αλκατράζ το 1931 για φορολογικές ατασθαλίες.
Όχι βέβαια προτού συγκεντρώσει προσωπική περιουσία 100 εκατ. δολαρίων (το 1930!) και απλώσει σύσσωμη την πολιτική και δικαστική εξουσία στα πόδια του.
Αν και η θρυλική ιστορία του έχει απαθανατιστεί πλήθος φορών στο σινεμά και τη λογοτεχνία, οι περισσότερες πτυχές της συνεχίζουν να καλύπτονται από την αχλή του σκοτεινού του μύθου…
Η γέννηση του «Σημαδεμένου»
Ο Αλφόνσο «Αλ» Γκαμπριέλε Καπόνε γεννιέται στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης μέσα σε οικογένεια ιταλών μεταναστών: ο πατέρας του έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας τον μπαρμπέρη, έχοντας καταφτάσει στον Νέο Κόσμο με τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά, τον δίχρονο Βιντσέντζο και το βρέφος Ραφαέλε, το 1894.
Το φτωχικό σπιτικό του Μπρούκλιν ήταν χτισμένο σε κακόφημη συνοικία, δίπλα στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, αν και η θεοσεβούμενη φαμίλια παρέμενε νομοταγής. Καμία ένδειξη δεν υπήρχε στα παιδικά του χρόνια ότι ο μικρός Αλφόνσο θα γινόταν κάποια μέρα αρχιγκάγκστερ και Νο 1 δημόσιος κίνδυνος!
Ήταν πιθανότατα το αυστηρό σχολικό περιβάλλον, ένα καθολικό ίδρυμα, που με τους ξυλοδαρμούς και τη βία εκτροχίασαν τον ψυχισμό του αγοριού, το οποίο παρά το γεγονός ότι φάνταζε πολλά υποσχόμενος μαθητής, στα 14 του αποβλήθηκε επειδή ξυλοκόπησε τη δασκάλα του και δεν επέστρεψε ποτέ.
Τότε ήταν που θα γνωρίσει τον διαβόητο γκάγκστερ Τζόνι Τόριο, τον μέντορά του στο έγκλημα, αυτόν που θα του διδάξει τη χρησιμότητα της νόμιμης βιτρίνας όταν λειτουργείς παράνομες επιχειρήσεις. Ο ίδιος είχε μετατρέψει την εγκληματική βιομηχανία του σε αξιοσέβαστο επιχειρηματικό κολοσσό και έβαλε τον έφηβο Καπόνε στη συμμορία των πιτσιρικάδων του (James Street Boys), η οποία σύντομα θα αναρριχηθεί στη συμμορία των Five Points!
Το 1917 ο 18χρονος Καπόνε βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο του μαφιόζου Φράνκι Γέιλ. Εκεί ήταν και ένα μικροαφεντικό της τοπικής μαφίας, κάποιος Φρανκ Γκαλούτσιο, συνοδεύοντας την όμορφη αδερφή του. Ο Καπόνε, γυναικάς από τα γεννοφάσκια του, πλησίασε την εξαιρετικά καλλίγραμμη κοπέλα και με στεντόρεια φωνή έκανε ένα κομπλιμέντο για τα οπίσθιά της! Ο μαφιόζος, με το που άκουσε το σχόλιο, έβγαλε μαχαίρι. Ο Καπόνε ζήτησε μεν συγγνώμη, αλλά ο θιγμένος αδελφός τού έκανε τρεις ανεξίτηλες χαρακιές στο πρόσωπο.
Ο Καπόνε τη γλίτωσε φτηνά: μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου χρειάστηκε 30 ράμματα. Τα σημάδια τον συντρόφευαν σε όλη του τη ζωή. Εξαιτίας τους πήρε το παρατσούκλι «Σημαδεμένος», κάτι που ο ίδιος απεχθανόταν φυσικά, γι’ αυτό και στις φωτογραφίες έδειχνε πάντα τη δεξιά πλευρά του προσώπου του, ώστε να κρύβονται τα σημάδια από τον φακό. Όποτε χρειαζόταν να αναφερθεί στις ουλές, έλεγε ότι τραυματίστηκε σε μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου…
Ο Τόριο είχε εντωμεταξύ επεκτείνει τις σωματεμπορικές δραστηριότητές του στο Σικάγο και το 1919 κάλεσε τον Καπόνε κοντά του. Ήταν πιθανότατα ο αδίστακτος Καπόνε (ή ο Φράνκι Γέιλ, κατά άλλη εκδοχή) που έβγαλε το αφεντικό του Τόριο από τη μέση, τον «νονό» Τζιμ Κολόσιμο, το 1920, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την ηγεμονία του Τόριο στο οργανωμένο έγκλημα του Σικάγου.
Με την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης, νέες ευκαιρίες πλουτισμού αναδείχθηκαν στον υπόκοσμο και η παράνομη απόσταξη, εμφιάλωση και διακίνηση αλκοόλ αποδείχθηκαν ακαταμάχητα στον εγκληματικό κόσμο. Το 1925 ο Τόριο αποσύρθηκε από τον θρόνο του και νέος τσάρος της εγκληματικής σκηνής του Σικάγου ήταν τώρα ο Καπόνε, διευθύνοντας μια αυτοκρατορία τζόγου, πορνείας και αλκοόλ. Αφού ξέκανε και μια σειρά από αντίπαλες φαμίλιες, ήταν τώρα το αδιαφιλονίκητο αφεντικό του υποκόσμου.
Την εποχή αυτή, σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, παντρεύεται την ιρλανδικής καταγωγής Mae Coughlin και μαζεύεται ανοίγοντας βιβλιοπωλείο! Δεν ήταν όμως βιβλιοπώλης και σύντομα επέστρεψε στο έγκλημα, πιάνοντας και πάλι δουλειά ως το δεξί χέρι του Τζόνι Τόριο, που είχε εντωμεταξύ επιστρέψει στην ενεργό δράση.
Ο αναπάντεχος θάνατος του πατρός Καπόνε ήταν για τον γιο το σημείο χωρίς επιστροφή. Χωρίς την πατρική επίβλεψη, ο Αλ ήταν πια ανενόχλητος να αφοσιωθεί στο οργανωμένο έγκλημα χωρίς ανάγκη να καλύπτει τις έκνομες δραστηριότητές του. Παρά τη διαβόητη φήμη του, ο Καπόνε δεν οπλοφορούσε ποτέ, αν και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τουλάχιστον δύο σωματοφύλακες. Ταξίδευε μόνο τη νύχτα και ινκόγκνιτο, περιορίζοντας τις ημερήσιες μετακινήσεις του μόνο όταν ήταν εντελώς απαραίτητο.
Με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ο Αλ έγινε ισότιμος συνεργάτης του Τόριο και επέβλεπε πια τις δραστηριότητες του Four Deuces, του εγκληματικού στρατηγείου του Τόριο…
Τα διαβόητα εγκλήματα
Με τη βοήθεια των δύο αδελφών του, Φρανκ (Βιντσέντζο) και Ραλφ (Ραφαέλε), ο Καπόνε άπλωσε τα πλοκάμια του στην αστυνομία και την πολιτειακή κυβέρνηση του Σικάγου και πλέον λειτουργούσε τις παράνομες επιχειρήσεις του (οίκοι ανοχής, χαρτοπαικτικές λέσχες και κρυμμένα μπαρ) σχεδόν ανενόχλητος.
Στις εκλογές απήγαγε σωρηδόν εργαζομένους του αντίπαλου κόμματος και απειλούσε ανοιχτά τους ψηφοφόρους, αποκτώντας τελικά θέση στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης, όχι βέβαια προτού ο αδερφός του Φρανκ σκοτωθεί σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την αστυνομία. Τη μόνη φορά που έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία του και σκότωσε μικροκακοποιό σε δημόσια θέα (μέσα σε μπαρ) στάθηκε τυχερός, καθώς οι λιγοστοί αυτόπτες μάρτυρες κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Η υπόθεση του έφερε πάντως τη φήμη που δεν ήθελε και όλοι πια έτρεμαν τον «Σημαδεμένο».
Μετά την απόπειρα δολοφονίας του μέντορά του Τζόνι Τόριο, το φιλάσθενο μεγαλοαφεντικό αποσύρθηκε πλέον οριστικά αφήνοντας το σύνολο των παράνομων επιχειρήσεών του στον Καπόνε. Τότε ήταν που ο Καπόνε βγήκε από το θαλάμι του και άρχισε να ζει τη μεγάλη ζωή, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες. Νοίκιασε σουίτα στο περίφημο ξενοδοχείο Metropole Hotel, σύχναζε στην όπερα και έπιασε φιλίες με τον Τύπο, καθώς τώρα επιδίωκε τη δημοσιότητα και την κάλυψη των εφημερίδων.
Ο πάντοτε κομψοντυμένος Καπόνε, στον αντίποδα κάθε άλλου γκάγκστερ που απέφευγε τη δημοσιότητα, ήθελε να περάσει πια ως αξιοσέβαστος επιχειρηματίας που επιδιδόταν σε αγαθοεργίες και φιλανθρωπίες. Αν και πλέον στο στόχαστρό του έβαλε την παράνομη απόσταξη ουίσκι και με τη βοήθεια του καλού του φίλου Φράνκι Γέιλ στη Νέα Υόρκη, άρχισε να φέρνει στο Σικάγο τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, ξεπαστρεύοντας στην πορεία τον ανταγωνισμό (όπως η διαβόητη σφαγή στο Adonis Club κατά τη διάρκεια χριστουγεννιάτικου πάρτι).
Το λαθρεμπόριο του ουίσκι τον έκανε ζάμπλουτο, αν και η κατά λάθος δολοφονία του εισαγγελέα Billy McSwiggin από τα πρωτοπαλίκαρά του έφεραν για άλλη μια φορά στο κατόπι του τον νόμο, αν και πάλι τη γλίτωσε. Η κατακραυγή του κόσμου τον έκανε πάντως να κρατήσει χαμηλό προφίλ για ένα διάστημα, καθώς η βία του οργανωμένου εγκλήματος καλυπτόταν πια καθημερινά από τον Τύπο. Κάθε πολύκροτη πάντως αστυνομική και εισαγγελική διερεύνηση εναντίον του απέτυχε και ο ίδιος πέρασε μερικούς μήνες κρυμμένος, καθώς η απογοήτευση των αρχών οδήγησε σε πολλές αστυνομικές εφόδους στα κρησφύγετά του.
Σε μια κίνηση ενδεικτική του πόσο δικτυωμένος ήταν, ο Καπόνε παραδόθηκε κάποια στιγμή στην αστυνομία, ξέροντας ότι δεν είχαν τίποτα εναντίον του. Ελεύθερος και πάλι, κατάφερε να ξεγελάσει και να ντροπιάσει τις αρχές του Σικάγου, φαντάζοντας τώρα σωστός λαϊκός ήρωας!
Ο Καπόνε, σε κάτι που μόνο ως τραγική ειρωνεία μπορεί να λογιστεί, ανέλαβε τότε τον ρόλο του ειρηνοποιού, μεσολαβώντας στις άλλες εγκληματικές οργανώσεις ώστε να περιορίσουν τη βία και τα μακελειά. Κατέφερε μάλιστα να φέρει την ειρήνη στο εγκληματικό Σικάγο για δύο ολόκληρους μήνες, όταν κανένα περιστατικό βίας δεν συνέβη!
Από την εποχή αυτή (1927) είχε όμως ήδη μπει στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο λαθρέμπορας όφειλε να πληρώνει φόρους για τις παράνομες δραστηριότητές του (παρά το περίεργο της απόφασης, ήταν ο μόνος τρόπος να βάλουν οι αρχές στο χέρι τους μαφιόζους). Με την απόφαση ανά χείρας, το νεοσύστατο και μικρό Special Intelligence Unit της Εφορίας του Σικάγου, με υπεύθυνο τον Elmer Irey, ήταν έτοιμο να κυνηγήσει τον Καπόνε.
Ο «νονός» κατέφυγε οικογενειακώς στο Μαϊάμι και αγόρασε μια τεράστια έκταση, την οποία άρχισε να ανακαινίζει ριζικά. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην εφορία να παρακολουθήσει στενά τα έξοδα του Καπόνε, συνάγοντας έτσι το εισόδημά του. Αν και ο Καπόνε παραήταν έξυπνος γι’ αυτά, κάνοντας τις συναλλαγές του σε μετρητό. Παρά ταύτα, κάποιες αγορές έγιναν με επιταγές, αποτελώντας πειστήριο για το τεράστιο εισόδημά του.
Με τον Καπόνε όμως εκτός Σικάγου, σύντομα η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο και τα ξεσπάσματα βίας ήταν τώρα καθημερινό φαινόμενο. Οι άλλες φαμίλιες του έκλεβαν τη δουλειά και ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Φράνκι Γέιλ ήταν τώρα απέναντί του. Ώρα λοιπόν να μιλήσουν τα πολυβόλα…
Η Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου
«Αυτοί οι φόνοι ξεπερνούν ό,τι μπορεί να κατανοήσει μια πολιτισμένη πόλη. Η σφαγή εφτά ανθρώπων μέρα μεσημέρι εγείρει την ερώτηση για το Σικάγο: Είναι πράγματι αβοήθητο;». Έτσι υποδέχτηκε η εφημερίδα «Chicago Tribune» τη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου στο φύλλο της επόμενης μέρας, 15η Φεβρουαρίου 1929, αναμεταδίδοντας απλώς την ερώτηση που ήταν πια στα στόματα όλων των πολιτών.
Ήταν μέσα σε ένα γκαράζ στη βόρεια πλευρά του Σικάγου ανήμερα της γιορτής των ερωτευμένων του 1929 (Πέμπτη, 14 Φεβρουαρίου 1919, ώρα 10:30 το πρωί) που εφτά πρωτοπαλίκαρα του ιρλανδικής καταγωγής γκάγκστερ Τζορτζ «Μπαγκς» Μόραν, συνεργάτη του Γέιλ και Νο 1 εχθρού του Καπόνε, εκτελέστηκαν από άντρες ντυμένους αστυνομικούς. Ο Μόραν τη γλίτωσε από σπόντα, καθώς κατέφτασε στο γκαράζ αργοπορημένος, είδε το περιπολικό και την έκανε επιτόπου.
Η διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, όπως θα έμενε γνωστή, έστεκε πια νέο μνημείο αχρειότητας και θηριωδίας στα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ, παραμένοντας ακόμα και σήμερα ένα από τα ζοφερότερα δείγματα μαφιόζικης δράσης. Όσο για την ιστορική σημασία του χτυπήματος, δεν ήταν άλλο από τη στέψη του Καπόνε στον θρόνο του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου!
Κανείς δεν κατηγορήθηκε ή καταδικάστηκε ποτέ για τη μαζική δολοφονία. Αν και δεν διέθεταν επαρκή στοιχεία για να τον φέρουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τόσο αστυνομία όσο και κοινή γνώμη ήξεραν ποιος ήταν ο υπαίτιος του μακελειού, ο «αρχινονός» Αλ Καπόνε. Και παρά το γεγονός ότι η Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου τον είχε μετατρέψει σε αδιαφιλονίκητο αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου, σηματοδότησε ταυτοχρόνως και την ηχηρή του πτώση.
Κι αυτό γιατί έφερε στο κατόπι του τις ομοσπονδιακές αρχές. Το χτύπημα, η «μεγαλύτερη σφαγή στα χρονικά του οργανωμένου εγκλήματος του Σικάγου», όπως το ήθελε δικαιολογημένα ο Τύπος, παραήταν εκκωφαντικό για να μπορέσει να το θάψει με τον πλούτο και τις διασυνδέσεις του ο αρχιμαφιόζος…
Η πτώση και η σύλληψη
Η σφαγή που στέρησε εφτά ζωές ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 1929 σκαρφάλωσε στα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου ήδη από το επόμενο πρωινό. Σοκαρισμένη η κοινή γνώμη από τη βαρβαρότητα της εκτέλεσης αλλά και το απροκάλυπτο του χτυπήματος, έφερε μεγάλη πίεση στους αξιωματούχους της αστυνομίας, οι οποίοι έπρεπε τώρα πάση θυσία να ξεδιαλύνουν την υπόθεση. Η απήχηση της σφαγής στον κόσμο και η γενική κατακραυγή της κοινής γνώμης για τις αρχές ανάγκασαν μάλιστα σε δραστικές έρευνες.
Στον απόηχο του χτυπήματος, ο Καπόνε είχε μπει πλέον στο στόχαστρο του αμερικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1929 ρώτησε τον υπουργό των οικονομικών του, Andrew Mellon: «Έπιασες αυτόν τον Καπόνε ή ακόμα; Θέλω αυτόν τον άντρα στη φυλακή»!
Ήταν ο ίδιος ο υπουργός που κήρυξε τη σταυροφορία εναντίον του μαφιόζου συγκεντρώνοντας ό,τι μπορούσε να βρει για τη φοροδιαφυγή του «νονού». Ο Eliot Ness, ένας δυναμικός νέος πράκτορας του Γραφείου Ποτοαπαγόρευσης των ΗΠΑ, επιστρατεύτηκε να τον κυνηγήσει και παρά το γεγονός ότι όλοι αμφέβαλλαν αν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί κατηγορητήριο εναντίον του, η κυβέρνηση εμφανιζόταν αισιόδοξη ότι θα μπορούσε να τον συλλάβει για φορολογική απάτη.
Ο Καπόνε δεν παρουσιάστηκε ενώπιον της ομοσπονδιακής εξεταστικής επιτροπής τον Μάρτιο του 1929, κι έτσι στην επόμενη κλήτευση συνελήφθη και καταδικάστηκε για ασέβεια προς το δικαστήριο. Αφού βγήκε με εγγύηση, συνελήφθη εκ νέου στη Φιλαδέλφεια τον Μάιο με κατηγορίες για οπλοκατοχή, αφού τον τσάκωσαν με «σιδερικό» πάνω του την ώρα που έβγαινε από κινηματογραφική αίθουσα. Αφού πέρασε 9 μήνες στη στενή, αφέθηκε τελικά ελεύθερος λόγω καλής διαγωγής (16 Μαρτίου 1930).
Τότε ήταν που οι εφημερίδες άρχισαν να τον αποκαλούν «Νο 1 δημόσιο κίνδυνο» και οι ομοσπονδιακές αρχές ήταν τώρα σύσσωμες στο κατόπι του. Μυστικός πράκτορας εντάχθηκε στις παράνομες δραστηριότητές του και παρά το γεγονός ότι κατέληξε με σφαίρα στο κεφάλι, πρόλαβε να ενημερώσει τον Elmer Irey για τις ατασθαλίες του «Σημαδεμένου». Πλέον οι δύο λογιστές του κακοποιού, Leslie Shumway και Fred Reis, ήταν στα ασφαλή χέρια της αστυνομίας και ήταν απλώς θέμα χρόνου να τελειώσουν οι μέρες του Καπόνε ως αρχιγκάγκστερ.
Ταυτοχρόνως, η αστυνομία άρχισε να χαλά το συνδικάτο του, κατάσχοντας αποστακτήρια, εξοπλισμό και καταστρέφοντας το πολύτιμο αλκοόλ, προκαλώντας του ζημίες εκατομμυρίων…
Η δίκη του Καπόνε
Το ημερολόγιο έγραφε 13 Μαρτίου 1931 όταν το ομοσπονδιακό δικαστήριο ολοκλήρωσε την έρευνά του για τα οικονομικά του γκάγκστερ μεταξύ 1925-1929, κατηγορώντας τον πια για 22 υποθέσεις φοροδιαφυγής. Ο Καπόνε και 68 μέλη της σπείρας του κατηγορήθηκαν για 5.000 ξεχωριστές παραβιάσεις του νόμου, τόσο φορολογικές όσο και στο πλαίσιο της Ποτοαπαγόρευσης.
Οι δικηγόροι του Καπόνε ήρθαν σε μυστική συμφωνία με την κυβέρνηση και ο «νονός» δήλωσε ένοχος ώστε να φάει 2-5 χρόνια. Όταν όμως οι υπόγειες διαπραγματεύσεις έφτασαν στον Τύπο, η δημόσια κατακραυγή ανέτρεψε την κατάσταση και ο πάντα αλαζόνας Καπόνε ήρθε πια αντιμέτωπος με τη σκληρή αλήθεια: δεν είχε καμία συμφωνία στα χέρια του.
Στις 6 Οκτωβρίου 1931, 14 ντετέκτιβ συνόδευσαν τον «Σημαδεμένο» στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, με τον Καπόνε να εμφανίζεται για άλλη μια φορά αισιόδοξος. Είχε λαδώσει τους ενόρκους και ήξερε ότι θα έπεφτε στα μαλακά, αν και όταν μπήκε ο δικαστής στην αίθουσα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να διατάξει την αλλαγή των ενόρκων! Ο Καπόνε και οι δικηγόροι του πάγωσαν.
Έπειτα από εννιάωρη συνεδρίαση των ενόρκων στις 17 Οκτωβρίου 1931, το σώμα τον κήρυξε ένοχο για 7 υποθέσεις φοροδιαφυγής. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 11 χρόνια φυλάκισης, πρόστιμο 50.000 δολαρίων και άλλα 30.000 δολάρια για δικαστικά έξοδα. Για εγγύηση ούτε λόγος…
Φυλακή και θάνατος
Τον Αύγουστο του 1934, ο Αλ Καπόνε μεταφέρθηκε από τις πολιτειακές φυλακές της Ατλάντα στον διαβόητο βράχο του Αλκατράζ του Σαν Φρανσίσκο. Οι μέρες που απολάμβανε προνόμια στη φυλακή είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και πλέον δεν διατηρούσε καμία επαφή με τον έξω κόσμο.
Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί από τη σύφιλη που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια και πλέον ήταν σχεδόν ημιπαράφρονας. Η ποινή του έπεσε στα 6,5 χρόνια και βγήκε λόγω καλής διαγωγής τον Νοέμβριο του 1939.
Μετά την αποφυλάκισή του και με την υγεία του σε κακό χάλι, αποσύρθηκε στο παλάτι του στο Palm Island της Φλόριντα έχοντας πάντα στο πλευρό του τη γυναίκα και τους γιους του. Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 25 Ιανουαρίου 1947, χτυπημένος από καρδιακό επεισόδιο, όντας πια σκιά του παλιού κακού εαυτού του.
Ήταν 48 ετών και δεν επέστρεψε ποτέ στην παλιά ταραχώδη ζωή του…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr