Στοιχεία μεγάλων υποθέσεων περιμένουν με υπομονή να ταυτοποιηθούν και να φέρουν στο φως την αλήθεια που οι δράστες κατάφεραν να κρύψουν καλά.
Πειστήρια φυλαγμένα σε συρτάρια έτοιμα να αποκαλύψουν τα κρυμμένα μυστικά ειδεχθών εγκλημάτων ή τρομοκρατικών ενεργειών που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και έγιναν πρώτο θέμα σε εφημερίδες, ηλεκτρονικές σελίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς.
Σιωπηλοί μάρτυρες έτοιμοι να μιλήσουν και να φωνάξουν την αλήθεια.
Γιατί… ακόμη και στο τέλειο έγκλημα πάντα υπάρχει το απρόσμενο λάθος που περιμένει να βγει στο φως της αλήθειας και στην Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας το γνωρίζουν καλά.
Με την κάμερα του Newsbeast.gr μπήκαμε στα άδυτα του ελληνικού CSI, στην υπηρεσία που χτυπάει η καρδιά της αστυνομικής έρευνας όσον αφορά στην εξιχνίαση εγκλημάτων και μιλήσαμε με τους ανθρώπους που καθημερινά με σύμμαχο την τεχνολογία καλούνται να ξετυλίξουν το κουβάρι πολύκροτων υποθέσεων.
Περιηγηθήκαμε και καταγράψαμε τα εργαστήρια του επιβλητικού πενταώροφου κτηρίου των 32.000 τ.μ. στη Λεωφόρο Αθηνών που τα τελευταία χρόνια έχουν γραφτεί ορισμένες από τις σημαντικότερες σελίδες στη μάχη κατά του εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Ειδεχθείς δολοφονίες όπως της μικρής Άννυς από τον πατέρα της, όπου στα εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών κατόρθωσαν να εντοπίσουν μέσω ειδικού συστήματος κηλίδες αίματος από το σημείο της σφαγής της στο διαμέρισμα, μέχρι και ταυτοποιήσεις όπλων εγκληματικών ή τρομοκρατικών επιθέσεων έχουν εξιχνιαστεί σε αυτά τα εργαστήρια.
Πρώτη μας στάση το τμήμα πυροβόλων όπλων που κυριολεκτικά μοιάζει με ένα μικρό μουσείο καθώς φυλάσσονται όπλα τρομοκρατικών οργανώσεων όπως της 17Ν, του Επαναστατικού Αγώνα αλλά και κάλυκες από τα τρομοκρατικά χτυπήματα της Σέχτα επαναστατών.
Στο τμήμα πυροβόλων όπλων ερευνώνται εξονυχιστικά όλα τα όπλα, κάλυκες ή θραύσματα που εντοπίζονται σε μια σκηνή εγκλήματος μετά από μια εγκληματική ή τρομοκρατική ενέργεια. Στον ειδικό βλητικό θάλαμο στα υπόγεια του κτηρίου αξιωματικοί των εγκληματολογικών εργαστηρίων πραγματοποιούν δοκιμαστικές βολές με τα όπλα που κατάσχονται από την ΕΛ.ΑΣ. με σκοπό να πάρουν από το κάθε όπλο τα δείγματά του… τα αποτυπώματα του δηλαδή.
«Κάθε όπλο αφήνει το δικό του δείγμα, το δικό του αποτύπωμα. Με τις δοκιμαστικές βολές παίρνουμε από το κάθε όπλο το αποτύπωμα αυτό, το εισάγουμε στο αρχείο και κατόπιν μπορούμε να το ταυτοποιήσουμε και να δούμε αν έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια άλλη εγκληματική ενέργεια ή αν είναι «καθαρό».
Όλα τα όπλα περνάνε από εδώ είτε είναι τουφέκια, ραβδωτά ή κυνηγετικά. Ουσιαστικά από εδώ, από αυτόν τον θάλαμο ξεκινάνε όλα» μας εξηγεί ο κ. Κωνσταντακόπουλος Δημήτρης, αστυνομικός υποδιευθυντής και τμηματάρχης του 4ου τμήματος της Δ.Ε.Ε. που είναι το εργαστήριο πυροβόλων όπλων.
Μάλιστα για τις ανάγκες του ρεπορτάζ και προκειμένου να διαπιστώσουμε και να καταγράψουμε την διαδικασία αυτή, οι αξιωματικοί του τμήματος πραγματοποίησαν δοκιμαστικές βολές με καλάσνικοφ σε ειδική δεξαμενή που περιείχε νερό αλλά και με κυνηγετική καραμπίνα.
Επόμενη μας στάση το τμήμα εξερευνήσεων της Δ.Ε.Ε. όπου σε μια βάση δεδομένων φυλάσσονται τα χιλιάδες αποτυπώματα που λαμβάνει η ελληνική αστυνομία από όσους συλλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες.
Εδώ οι ειδικοί καλούνται να εξετάσουν τα αποτυπώματα που λαμβάνουν από κάθε σκηνή εγκλήματος και να ταυτοποιήσουν τον δράστη. Βασική προϋπόθεση είναι φυσικά ο δράστης να έχει συλληφθεί έστω και μια φορά στο παρελθόν ώστε τα αποτυπώματά του να έχουν καταχωρηθεί στη βάση δεδομένων της ΕΛ.ΑΣ.
«Κάθε αποτύπωμα είναι μοναδικό και μπορεί να δείξει τον δρόμο προς την επίλυση υποθέσεων που αλλιώς θα παρέμεναν στο σκοτάδι. Σε κάθε αποτύπωμα πρέπει να εντοπίσουμε τουλάχιστον 12 χαρακτηριστικά σημεία επάνω του ώστε αυτό να κριθεί κατάλληλο για χρήση στη διαδικασία ταυτοποίησης» μας εξηγεί ο αναπληρωτής τμηματάρχης του τμήματος εξερευνήσεων κ. Κοπιτσής Παναγιώτης ο οποίος μας ξενάγησε στο εργαστήριο της σήμανσης όπου βρίσκονται οι υπολογιστές με την βάση δεδομένων των αποτυπωμάτων και μας εξήγησε τι σημαίνει διερεύνηση σκηνής εγκλήματος και ποια η διαδικασία που ακολουθείται από τα ειδικά συνεργεία της υπηρεσίας.
Ένα αποτύπωμα πρώτα συλλέγεται σωστά από την σκηνή του εγκλήματος με τον παραδοσιακό τρόπο του πινέλου και της ειδικής σκόνης που περιέχει διάφορα στοιχεία. Κατόπιν οι ερευνητές με ειδικές ταινίες αντιγραφής αποτυπωμάτων «αιχμαλωτίζουν» το αποτύπωμα το οποίο και μεταφέρουν για εξέταση και ανάλυση στο εργαστήριο.
Αφού εντοπίσουν τουλάχιστον 12 χαρακτηριστικά σημεία επάνω του, το εισάγουν στο αυτόματο σύστημα αναγνώρισης αποτυπωμάτων όπου ο υπολογιστής «σαρώνει» τη βάση αποτυπωμάτων και μέσα σε λίγη ώρα δίνει έναν αριθμό ατόμων – περίπου 10-, που πιθανόν να αποτελούν τον κάτοχο του επίμαχου αποτυπώματος. Ωστόσο την τελευταία λέξη έχει ο ειδικός ερευνητής που θα πραγματοποιήσει τον τελικό έλεγχο του αποτυπώματος.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση όπου το αποτύπωμα δεν ταυτοποιείται ούτε από την βάση δεδομένων ούτε από τον ερευνητή καθώς ο κάτοχός του δεν είναι σεσημασμένος άρα τα αποτυπώματά του δεν βρίσκονται καταχωρημένα. Τα λεγόμενα «ορφανά αποτυπώματα» όπως χαρακτηρίζονται από τους αστυνομικούς της σήμανσης.
Στην περίπτωση αυτή, ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι ερευνητές επαναλαμβάνουν τον έλεγχο στη βάση δεδομένων η οποία εμπλουτίζεται καθημερινά και πιθανόν κάποια στιγμή να τους δώσει αποτέλεσμα ταυτοποίησης.
Η Δ.Ε.Ε συστήθηκε το 1919 και λειτούργησε στην Αθήνα το πρώτο «Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικής Σημάνσεως».
Το προσωπικό της αποτελείται από γραφολόγους, δακτυλοσκόπους, εξερευνητές, εξεταστές ψηφιακών πειστηρίων, βιολόγους, χημικούς, ειδικούς πληροφορικής, φυσικούς.
Όλοι μετεκπαιδεύονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στον ραγδαία εξελισσόμενο τομέα των Εγκληματολογικών Επιστημών.