Ο λαός έχει έναν μαγικό τρόπο να περνάει από γενιά σε γενιά, ιστορίες που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο είναι διδακτικές. Δεν έχει σημασία αν στην ολότητά τους είναι πραγματικές. Πολλές φορές δεν έχουν σημασία ακόμα και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίστηκαν. Αυτό που έχει αξία είναι να παραδειγματιστούν οι επόμενοι. Είτε με την καλή έννοια, είτε με την κακή.
Ένας από τους τρόπους για να «μεταβιβάζονται» στις επόμενες γενιές αυτές οι ιστορίες -πέρα από αυτά που χαρακτηρίζονται ως λαϊκά διηγήματα- είναι και τα τραγούδια. Ιστορίες δυνατές, έντονες, με την οσμή μιας άλλης εποχής, έφτασαν στη δική μας, μέσα από ήχους και στίχους.
Έρχονται στο σήμερα για να δείξουν τις συνθήκες του χθες και να αποτελέσουν παράδειγμα για το τι πρέπει να γίνεται και τι πρέπει να αποφεύγεται στο μέλλον. Είναι τα σημάδια του χρόνου προκειμένου να διαχωρίζεται το παλιό από το νέο.
Μια τέτοια ιστορία που έφτασε στις ημέρες μας μέσα από ένα τραγούδι είναι και αυτή του Μενούση ο οποίος τυφλωμένος από το πάθος του γίνεται αρχικά θύτης και στη συνέχεια θύμα μιας συκοφαντίας που σε εποχές μακρινές λάμβανε διαστάσεις δυσανάλογες της αξίας της και όριζε τις μοίρες των ανθρώπων.
Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς…
Η τραγική ιστορία του Μενούση έχει ως σημείο αναφοράς την Ήπειρο τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Τρεις φίλοι, δύο Έλληνες, ο Μενούσης κι ο Μπερμπίλης, και ένας τούρκος, ο Ρεσούλ-Αγάς έχουν συναντηθεί σε μια ταβέρνα, στο κρασόπουλο, για να πιούν και να γλεντήσουν.
Όταν το κρασί έχει αρχίσει και… παίρνει το πάνω χέρι, η κουβέντα φτάνει σε ένα από τα αγαπημένα θέματα των ανδρών. Τις όμορφες γυναίκες. Χωρίς να γίνεται σαφές ποιος από την παρέα των τριών ανδρών, κάποια στιγμή απευθύνεται στον Μενούση και του λέει για τη γυναίκα του. Το πόσο όμορφη και καλή είναι!
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό από μόνη της αυτή η αναφορά -χωρίς να ειπωθεί κάτι άλλο- είναι αρκετή για να ανάψει φωτιές. Ο Μενούσης θολώνει, θεωρεί -ίσως όχι άδικα- πως αυτά τα λόγια εμπεριέχουν υπονοούμενα για την ηθική της γυναίκας του. Εκνευρισμένος ρωτά να μάθει πού την είδε και πότε της μίλησε και βέβαια ποια ήταν η αντίδρασή της.
Οι απαντήσεις που λαμβάνει τον κάνουν να χάσει κάθε έλεγχο. Ο συκοφάντης που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει τον ρόλο του προβοκάτορα, του λέει πως την είδε στο πηγάδι να βγάζει νερό. Του τονίζει πως της μίλησε και εκείνη του απάντησε, πράγμα ασυγχώρητο για τα δεδομένα και τους κώδικες τιμής εκείνης της εποχής.
Ένας άνδρας μπορούσε να μιλήσει σε μια άγνωστη γυναίκα, το αντίστροφο απαγορευόταν… δια ροπάλου. Σα να μην έφταναν όλα αυτά ο «φίλος» του Μενούση διανθίζει την ιστορία του, τονίζοντας πως της έδωσε το μαντήλι του να το πλύνει, εκείνη δεν αρνήθηκε (ως όφειλε), το έπλυνε και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της.
Ο θολωμένος σύζυγος που ήδη αισθάνεται προδομένος από τη συμπεριφορά της συζύγου του, προκειμένου να πειστεί ζητά από τον άνδρα αποδείξεις και του ζητά να του πει τι φορούσε η γυναίκα. Εκείνος του απαντά και ο Μενούσης, που αναγνώρισε στην περιγραφή του ομοτράπεζού του τα ρούχα της γυναίκας του, τυφλωμένος πλέον από οργή, φεύγει από το κρασόπουλο και επιστρέφει σπίτι του.
Εκεί μέσα στο μεθύσι του αποφασίζει πως πρέπει να «ξεπλύνει» την ντροπή που είχε πέσει πάνω του από τη συμπεριφορά της γυναίκας του. Δίχως να έχει πλήρη συναίσθηση του τι κάνει, τη σφάζει με το μαχαίρι του και αποκαμωμένος πέφτει για ύπνο. Το πρωί όταν ξύπνησε και έχοντας περάσει πλέον η επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό του, βλέπει τη γυναίκα του νεκρή μέσα σε μία λίμνη αίματος. Τότε μόνο συνειδητοποιεί τι έκανε, καταλαβαίνει το λάθος του και αρχίζει να θρηνεί και να μοιρολογά την όμορφη γυναίκα του.
Η ζήλια, ο κώδικας τιμής και η θέση της γυναίκας
Η τραγική αυτή ιστορία έγινε δημοτικό τραγούδι. Οι παραλλαγές του πολλές. Ακόμα και τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλάζουν σε κάποιες από αυτές. Εκτός από τραγούδι, ωστόσο, η ιστορία του Μενούση επιχειρήθηκε να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη. Το 1969 κυκλοφόρησε η ταινία «Μενούσης, το καμάρι της Ηπείρου» του σκηνοθέτη Βασίλη Κονταξή με πρωταγωνιστές τους Κώστα Κακκαβά και Άννα Ιασωνίδου, που όμως δεν περιγράφει ακριβώς την ιστορία. Επιπλέον, την… αλήθεια αναζητά και η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2011).
Όπως ειπώθηκε νωρίτερα, ωστόσο, πολλές φορές δεν είχε τόσο σημασία αυτή κάθε αυτή η ιστορία, όσο το μήνυμα που κόμιζε στις επόμενες γενιές.
Κεντρικό σημείο της αναφοράς είναι η γυναίκα και κυρίως η θέση της στη κοινωνία. Η γυναίκα που έπρεπε καθημερινά να εφαρμόζει ένα κώδικα τιμής που επέβαλε να είναι σεμνή, χαμηλοβλεπούσα, να μην κυκλοφορεί μόνη της και όταν αυτό δεν γινόταν να αποφευχθεί να είναι σεμνή, να μην μιλάει σε κανέναν και αν είναι δυνατόν να μην επιτρέπει να γίνεται γνωστό ούτε καν το όνομά της.
Παράλληλα, ακόμα και αν κατηγορηθεί για κάτι δεν έχει το δικαίωμα της… υπεράσπισης του εαυτού της. Ο άνδρας είναι αυτός που δικάζει και καταδικάζει με συνοπτικές διαδικασίες. Και όπως αποδεικνύει το τραγούδι που μεταφέρει την ιστορία εκείνης της εποχής, όχι πάντα με τα σωστά κριτήρια.
Με βάση την παραπάνω εκδοχή η γυναίκα του Μενούση δολοφονήθηκε για κάτι που δεν έκανε, πέφτοντας θύμα μιας συκοφαντίας. Σύγχρονοι μελετητές, ωστόσο, σημειώνουν πως υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή. Να έπεσε, δηλαδή, η γυναίκα του Μενούση θύμα όχι της «απιστίας» ή της «ανηθικότητας» της αλλά θύμα ενός ιδιότυπου… νεωτερισμού. Όπως εξηγούν, δεν αποκλείεται η γυναίκα να αντιδρούσε στους αυστηρούς ηθικούς κανόνες και να αρνούνταν να ζει σε καθεστώς υποτέλειας. Μια απόφαση που εισήγαγε «καινά δαιμόνια» και όπως αποδείχθηκε της στέρησε τη ζωή.
Από την άλλη ο Μενούσης γίνεται θύτης αλλά ταυτόχρονα και θύμα αυτού του σκληρού κυρίως για τις γυναίκες κώδικά τιμής και καταστρέφει δυο ζωές. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Μενούσης ζήλεψε που η γυναίκα του -υποτίθεται πως- μίλησε με έναν άλλο άνδρα ή ένιωσε πως ατιμάστηκε από τη συμπεριφορά της. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρόκειται σαφώς για μια τραγική φιγούρα, που διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη ως ένας λαϊκός ήρωας στο μεταίχμιο του παλιού με τον νέο κόσμο.