Η πανδημία του κορονοϊού προκάλεσε και μια παράπλευρη απώλεια, έναν απόλυτο αιφνιδιασμό για τις αγορές και τους αναλυτές.
Και οι αναλυτές σπεύδουν τώρα να προειδοποιήσουν πως μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία.
Η ίδια η ιδέα εξάλλου πως ένα αγαθό μπορεί να πωλείται σε αρνητικές τιμές μοιάζει εξωφρενική, υποδεικνύοντας μια πλήρη αντιστροφή των ρόλων του αγοραστή και του πωλητή.
Μόνο που όταν μιλάμε για το πετρέλαιο, για το ίδιο το αίμα στις φλέβες της σύγχρονης οικονομίας, τέτοιες περιπέτειες δεν είναι ακριβώς καινούριες.
Όπως ζήσαμε όλοι, στις 20 Απριλίου 2020, σε εκείνη την εφιαλτική συνεδρίαση, η τιμή του αμερικανικού αργού, παράδοσης Μαΐου, καταποντίστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της κάτω από τα 0 δολάρια/βαρέλι.
Το αργό του Τέξας άγγιξε ακόμα και τα -40,32 δολάρια/βαρέλι. Η ιστορική πτώση ήταν άλλη μια σαφής απόδειξη της οικονομικής κρισιμότητας της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης του Covid-19.
Τι πυροδότησε όμως την πλήρη αντιστροφή τιμών και ρόλων; Το αδιάθετο πετρέλαιο στις δεξαμενές της Οκλαχόμα, εκεί που πηγαίνουν τα αποθέματα του αμερικανικού πετρελαίου.
Τα αποθέματα ήταν τώρα περισσότερα από την παραγωγή και η ζήτηση χαμηλή, λόγω της πανδημίας. Όσοι είχαν αποθέματα, πλήρωναν πια για να ξεφορτωθούν το αδιάθετο εμπόρευμά τους!
Όπως ήταν φυσικό, η πλήρης κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου έστειλε ρίγη ανατριχίλας στα πέρατα της οικουμένης. Και ήταν ένα σοκ επικών προδιαγραφών.
Παράγοντες της αγοράς μίλησαν ακόμα και για ανακατανομή δυνάμεων στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα, με την πλάστιγγα να γέρνει πλέον από τον αναπτυγμένο στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Το πετρέλαιο είχε ωστόσο πάντα τον τρόπο του να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην αγορά και να ανθίσταται στις προβλέψεις των ειδικών…
Οι Δυτικοί κάποιας ηλικίας θα θυμούνται ακόμα τις τρομακτικές αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου το 1973 και το 1979, με τα μποϊκοτάζ και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, που έκαναν Ευρώπη και Αμερική να τρέχουν και να μη φτάνουν.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρούν οι αναλυτές πως συνέβη σταδιακά και από τις αρχές του 2000, με τις τιμές του πετρελαίου να ανεβαίνουν προοδευτικά και να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ως και το 2014. Αυτούς τους τριγμούς δεν τους κατάλαβε μόνο ο δυτικός καταναλωτής, αλλά και ο αναπτυσσόμενος κόσμος, που χτυπήθηκε και περισσότερο.
Ποιος κέρδισε από αυτό; Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, που συγκέντρωσαν αμύθητα ποσά. Αναδυόμενες εταιρίες πετρελαίου, όπως η Petrobras της Βραζιλίας και η Petronas της Μαλαισίας, γιγαντώθηκαν στην παγκόσμια αγορά.
Όπως έκανε και η Ρωσία, επιστρέφοντας δυνατά ως σημαντική γεωπολιτική δύναμη χάρη στην ευρωστία εταιριών όπως οι Rosneft, Lukoil και Gazprom.
Κάθε αύξηση στην τιμή των ορυκτών καυσίμων αναδιατάσσει την παγκόσμια οικονομία, μόνο που αυτό λειτουργεί και αντίστροφα. Για τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών του κόσμου, η πρόσφατη πτώση στις τιμές του πετρελαίου είναι ευλογία.
Αναδυόμενες αγορές όπως η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες, η Αργεντινή, η Τουρκία και η Νότια Αφρική επωφελούνται περισσότερο, εκεί δηλαδή που οι εισαγωγές πετρελαίου αντικατοπτρίζουν ένα καλό ποσοστό των συνολικών εισαγωγών τους.
Η φτηνή ενέργεια μπορεί να αντισταθμίσει ένα ποσοστό από τις απώλειες του κορονοϊού. Την ίδια όμως στιγμή, οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου λειτουργούν ως συντριπτικό πλήγμα για τους παραγωγούς του.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το πετρέλαιο γνωρίζει κατάρρευση. Η πρώτη έλαβε χώρα το 1985, όταν η Σαουδική Αραβία άρχισε τον δικό της πόλεμο τιμών για να ξαναπάρει το μερίδιο αγοράς που είχε θυσιάσει στα πόδια των άλλων πετρελαιοπαραγωγών του OPEC.
Η δεύτερη σημειώθηκε το 1997, όταν η οικονομική κρίση που χτύπησε την Ασία οδήγησε τη ζήτηση σε κατακόρυφη πτώση. Μια τρίτη ήρθε τον Ιούνιο του 2014 και είχε να κάνει με τα αποθέματα των ΗΠΑ, που άλλαξαν μια για πάντα τις ισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Αυτή η κατρακύλα σταμάτησε προσωρινά τον Σεπτέμβριο του 2016, σε εκείνη την ιστορική συμφωνία OPEC και Ρωσίας να περιορίσουν αμφότεροι την παραγωγή τους. Τώρα ζούμε την τέταρτη πετρελαϊκή κρίση τιμών, έχοντας απέναντί μας τον πρωτόγνωρο καταποντισμό της ζήτησης λόγω κορονοϊού.
Οι συζητήσεις μάλιστα μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας κατέληξαν σε αδιέξοδο στις αρχές Μαρτίου. Η Ρωσία αρνήθηκε να περιορίσει την παραγωγή της και η Σαουδική Αραβία απάντησε διπλασιάζοντας την παραγωγή πετρελαίου και ρίχνοντάς το στην παγκόσμια αγορά με γενναίες εκπτώσεις.
Το τοπίο παραμένει θολό. Γιατί μπορεί οι αρνητικές τιμές του αμερικανικού αργού παράδοσης Μαΐου να οφείλονται πρωτίστως σε τεχνικούς λόγους αποθήκευσης, οι τιμές του παραμένουν ωστόσο σε ιστορικό χαμηλό και για τον Ιούνιο.
Όπως υπολογίζουν οι αναλυτές, οι σημερινές τιμές του πετρελαίου (προσαρμοζόμενες στον πληθωρισμό) είναι παρόμοιες με εκείνες που είδαμε τελευταία φορά στη δεκαετία του 1950, όταν τα αφεντικά της πετρελαϊκής αγοράς ήταν οι ΗΠΑ και η Βρετανική Αυτοκρατορία και οι χώρες του Περσικού Κόλπου ήταν απλώς νέοι παίκτες.
Είναι γεγονός ότι τείνουμε να θεωρούμε τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες ως εύρωστες οικονομίες, έχοντας λες την κάνουλα που γεννά λεφτά. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, πριν ακόμα γίνει ο κορονοϊός παγκόσμιο φόβητρο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούσε πως Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα χρωστούν στους πάντες ως το 2034.
Το Μπαχρέιν αποφεύγει για την ώρα την οικονομική κρίση με ζεστό χρήμα από τη Σαουδική Αραβία και το Ομάν είναι τόσο καταχρεωμένο που θα στραφεί σίγουρα για βοήθεια είτε στο Ριάντ είτε στο ΔΝΤ.
Μόνο που το οικονομικό προφίλ των χωρών του Κόλπου δεν είναι τυπικό των περισσότερων πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Εκεί που τα χρέη είναι μεγάλα μεν, διαχειρίσιμα δε.
Η Petrobras της Βραζιλίας, για παράδειγμα, έκλεισε το 2019 με χρέη 78,9 δισ. δολαρίων, ένα από τα μεγαλύτερα της αγοράς πετρελαιοειδών, κανείς όμως δεν πανικοβάλλεται.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την Petronas, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 15% των συνολικών εσόδων του δημοσίου της Μαλαισίας την τελευταία πενταετία. Οι οίκοι αξιολόγησης εμφανίζονται απαισιόδοξοι στις προβλέψεις τους, η εταιρία διατηρεί ωστόσο την αξιολόγηση A.
Κι αυτό γιατί είναι ανθηρές επιχειρήσεις με πλοκάμια στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η Βενεζουέλα, από την άλλη, δεν μπορεί να πει το ίδιο. Η κυβέρνηση του Μαδούρο υπέστη μεγάλες πιέσεις ήδη από το 2014 και την τότε πτώση της τιμής του πετρελαίου.
Ο Ισημερινός είναι η δεύτερη λατινοαμερικάνικη χώρα με τα πιεστικότερα προβλήματα. Η κυβέρνησή του πάγωσε πρόσφατα τη δόση των 800 εκατ. δολαρίων (από τα 65 δισ. δολάρια του εθνικού του χρέους), καθώς η πτώση της τιμής του πετρελαίου έφερε πίσω τις προβλέψεις του. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Αργεντινή.
Αυτό είναι το προφίλ των χωρών που πλήττονται κυρίως από την τωρινή πετρελαϊκή κρίση, πυκνοκατοικημένες χώρες η παραγωγική οικονομία των οποίων εξαρτάται άμεσα από το πετρέλαιο.
Αφήνοντας εκτός το Ιράν και την ιδιαίτερη κατάσταση που έχουν επιβάλει οι αμερικανικές κυρώσεις, το γειτονικό Ιράκ, που το 90% του ΑΕΠ του εξαρτάται από το πετρέλαιο, παλεύει ήδη για να πληρώσει τους δημόσιους υπαλλήλους του.
Εξαιρετικά ευάλωτη είναι επίσης η Αλγερία, που τα αποθέματα πετρελαίου της αντιπροσώπευαν άλλοτε το 1/3 του ΑΕΠ της και το 2018, σύμφωνα με το ΔΝΤ, εξαντλήθηκαν. Το Ταμείο περιμένει τα αποθέματά της να πέσουν κάτω από τα 13 δισ. δολάρια το 2021.
Το μόνο που τη σώζει, για την ώρα, είναι το γεγονός ότι δεν έχει εθνικό χρέος. Κάτι που δεν ισχύει για τους δύο μεγάλους υποσαχάριους πετρελαιοπαραγωγούς, Αγκόλα και Νιγηρία.
Το χρέος της Αγκόλας εκτοξεύτηκε από το 30% του ΑΕΠ της το 2012 στο 111% το 2019, κάτι που σημαίνει πως το 1/3 όσων βγάζει από τις εξαγωγές του πετρελαίου της πηγαίνει για αποπληρωμή των εθνικών δανείων.
Κι αυτό χωρίς την πρόσφατη πτώση της τιμής του πετρελαίου. Γι’ αυτό και τα δεκαετή ομόλογα της χώρας αξιολογήθηκαν εκ νέου προσφάτως στο χαμηλότατο CCC+ και θεωρούνται εξαιρετικά παρακινδυνευμένη επενδυτική κίνηση.
Τον προηγούμενο μόλις μήνα, το Bloomberg εκτίμησε πως η Νιγηρία ξεπέρασε τη Νότια Αφρική και έγινε η μεγαλύτερη αφρικανική οικονομία. Μια μεγάλη και διαφοροποιημένη οικονομία που συνεχίζει ωστόσο να βασίζεται στο πετρέλαιό της, που αντιπροσωπεύει τη μερίδα του λέοντος στο ΑΕΠ της.
Με το που ξέσπασε η νέα πετρελαϊκή κρίση, ο υπουργός Οικονομικών της Νιγηρίας χαρακτήρισε τη χώρα σε οικονομική «κατάσταση κρίσης» και η Standard & Poor’s έριξε την αξιολόγησή της στο Β-, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της δηλαδή.
Κάθε ταλάντευση στις τιμές του πετρελαίου σηματοδοτεί εποχές ανάπτυξης ή ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία. Οι περιπέτειες των τιμών στη δεκαετία του 1970 και η εθνικοποίηση της πετρελαιοβιομηχανίας στη Μέσης Ανατολής έφεραν το οριστικό τέλος της λεγόμενης αυτοκρατορικής εποχής.
Η δεκαετία του 1980 είδε τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ενεργειακής οικονομίας και το 2000 φάνηκε να ανοίγει την πόρτα σε μια νέα περίοδο «κρατικού καπιταλισμού», εκεί όπου η Κίνα έγινε ο κύριος μοχλός της ζήτησης και κολοσσοί όπως η Aramco και η Rosneft διαχειρίζονταν την προσφορά.
Ορόσημο εδώ ήταν το 2014, όταν η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου εμφάνισε προβλήματα σε αυτό το μοντέλο του πετρελαϊκού καπιταλισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας δεν είναι τόσο υψηλός όσο άλλοτε και η είσοδος της Αμερικής δημιούργησε προβλήματα στις προσπάθειες OPEC και Ρωσίας να ελέγξουν την αγορά.
Όπως έδειξε άλλωστε το πρόσφατο ναυάγιο στις απόπειρες να σταθεροποιηθούν οι τιμές του πετρελαίου στην πανδημία που διανύει η υφήλιος, δεν υπάρχει πραγματικός ρυθμιστικός παράγοντας στην αγορά του πετρελαίου. Ούτε και τάξη.
Η διπλωματία των συμβολαίων πετρελαίου είναι εύθραυστη και κανείς δεν ξέρει ποιος θέλει και τι. Οι αναλυτές αναρωτιούνται ακόμα τι πραγματικά προτιμά η αμερικανική κυβέρνηση, υψηλές ή χαμηλές τιμές;
Τι περιλαμβάνει όμως το μενού για το μέλλον; Με δεδομένο πόσο ανηλεείς είναι οι αγορές; Την ώρα που για χώρες όπως το Ιράκ, η Αλγερία και η Αγκόλα η κρίση είναι πραγματικά υπαρξιακή, κολοσσοί όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία θα εκμεταλλευτούν τη ρώμη τους για να επιβιώσουν της κατάστασης.
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα περιμένουν πολλούς από τους μικρότερους πετρελαιοπαραγωγούς να κάνουν ουρά για οικονομική βοήθεια. Ρυθμιστικός παράγοντας εδώ θα είναι αναμφίβολα η Κίνα, που από το 2004 έχει στα χέρια της πάνω από 152 δισ. δολάρια χρέους αφρικανικών, ασιατικών και λατινοαμερικανικών κρατών.
Το Πεκίνο κατέχει σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό του εξωτερικού χρέους Βενεζουέλας και Αγκόλας. Τι σκοπεύει να κάνει και τι τελικά θα κάνει είναι αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο για την οικονομία των δύο χωρών, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Την εκ νέου απορρύθμιση της οποίας φοβούνται περισσότερο οι αναλυτές των μεγαλύτερων οίκων αξιολόγησης. Στις εκθέσεις των οποίων εμφανίζονταν ανήσυχοι για το πόσο ευάλωτοι είναι αυτοί οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων πριν καν ξεσπάσει ο κορονοϊός.
Πώς θα ανταποκριθούν στις αρνητικές τιμές του πετρελαίου, στην ασύλληπτη αυτή συνθήκη όπου οι διαπραγματευτές πετρελαίου πληρώνουν τους επίδοξους αγοραστές για να αγοράσουν το πετρέλαιό τους;
Αυτοί οι ευάλωτοι παίκτες της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς σε Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, υποσαχάρια Αφρική και Λατινική Αμερική πρέπει να διαφοροποιήσουν τις εθνικές τους οικονομίες και να μη βασίζονται στα πετροδόλαρα αν είναι να επιβιώσουν.
Και να επιβιώσει μαζί τους και ο υπόλοιπος κόσμος.