Ο έντονος λυρισμός και ο ιδιαίτερος γλωσσικός πλούτος χαρακτήριζε το έργο του Άγγελου Σικελιανού, ενός εκ των μεγαλύτερων Ελλήνων παραδοσιακών ποιητών.
Γεννημένος στη Λευκάδα όπου και πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια, έφυγε για την Αθήνα το 1901 για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, καθώς τα ενδιαφέροντά του ήταν κυρίως λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε κυρίως Όμηρο και Πίνδαρο, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα, Αισχύλο κ.α.
Χρονιά σταθμός για την ζωή του το 1906, όποτε και γνώρισε την μετέπειτα σύζυγό του, εύπορη Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ,με την οποία απέκτησε έναν γιο, το Γλαύκο. Ένας μεγάλος και παράξενος έρωτας γεννήθηκε μεταξύ τους, ο οποίος μάλιστα πυροδότησε το πάθος των δύο για την Αρχαία Ελλάδα, δίνοντάς τους την δυνατότητα να φέρουν εις πέρας το μεγαλεπήβολο σχέδιο του ποιητή για την διοργάνωση των «Δελφικών Γιορτών».
Η γνωριμία του ζευγαριού και η μετακόμισή του στην Κόρινθο
Η Πάλμερ σπούδασε αρχαιολογία και χορογραφία σε Αμερική και Παρίσι, ενώ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1906 παρέα με τον Ρεϊμόνδο Ντάνκαν, σύζυγος του οποίου ήταν η Πηνελόπη Σικελιανού, αδερφή του μεγάλου Έλληνα ποιητή.
Η συνάντησή τους, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν μοιραία, καθώς ο Σικελιανός ερωτεύτηκε παράφορα την κατά 10 χρόνια μεγαλύτερή του παράξενα όμορφη γυναίκα. Και η Πάλμερ, ωστόσο, γοητεύτηκε βαθιά από τον Άγγελο Σικελιανό και το ατίθασο πνεύμα του, αλλά και τον αρχαίο ελληνικό τρόπο ζωής που βίωναν ο Ρεϊμόνδος με την Πηνελόπη.
Έτσι, σχεδόν δεκατρείς μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1907, το ζευγάρι ενώθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στο Μέιν των Η.Π.Α.
Αμφότεροι μυημένοι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους προσωκρατικούς φιλοσόφους –ο πατέρας της Εύα είχε ιδρύσει μια λέσχη καλώντας στο σπίτι τους εξέχουσες προσωπικότητες της διανόησης και έτσι η σύζυγος του Σικελιανού από πολύ μικρή ακόμα ηλικία μυήθηκε στην τέχνη και τη φιλοσοφία– επέστρεψαν στην Αθήνα, αναζητώντας τον τρόπο με τον οποίο θα κατάφερναν να αναβιώσουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Μετά από μια βόλτα στους στην περιοχή Συκιά, στην Kόρινθο, το ζευγάρι γοητεύτηκε από μια παραθαλάσσια τοποθεσία με απεριόριστη θέα προς τα νερά του Κορινθιακού Κόλπου. Το 1908 το οικόπεδο πέρασε στην ιδιοκτησία τους, καθώς το Ιβάκι –έτσι αποκαλούσε ο ποιητής την Πάλμερ κατά την προσωπική τους αλληλογραφία– καταγόμενη από εύπορη οικογένεια είχε την οικονομική άνεση να πραγματοποιήσει μια τέτοια αγορά. Μην ξεχνάτε, μάλιστα, πως ήταν η ίδια που χρηματοδοτούσε κάθε επιθυμία του ποιητή, μετατρέποντάς την με τα χρήματα σε πραγματικότητα –όποτε αυτό ήταν εφικτό.
Η βίλα όπου ο Σικελιανός φιλοξενούσε τους Καζαντζάκη, Καρυωτάκη, Παλαμά
Η κατασκευή της μονοκατοικίας έγινε σε σχέδια του ίδιου του ποιητή και ολοκληρώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Το κτίσμα δημιουργήθηκε με την μέθοδο της ισοδόμου λιθοδομής, ενώ τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ανταποκρίνονται κατά κάποιον τρόπο και στον τρόπο σκέψης του ποιητή, συγκεντρώνοντας διαφορετικές νοοτροπίες.
Έτσι ανάμεσα σε αυτές διακρίνονται τρεις τάσεις: η αρχαιοελληνική η οποία εκπροσωπείται από τους κίονες στην πρόσοψη, η βυζαντινή τεχνοτροπία που συναντάται στα παράθυρα και η ενετική η οποία διακρίνεται στα μπαλκόνια. Από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά για την δημιουργία της βίλας, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι μεταφέρθηκε πέτρα από την περιοχή των Αγίων Θεοδώρων.
Η συνολικής έκτασης 450 τ.μ. βίλα αποτελείται από τρεις ορόφους, το ισόγειο, το υπόγειο και τον πρώτο όροφο, ενώ στα βασικά χαρακτηριστικά της συγκαταλέγονται και οι μεγάλες βεράντες.
Από τα πιο αγαπημένα σημεία του ποιητή σε ολόκληρη την μονοκατοικία δεν ήταν άλλο από την βεράντα του ορόφου, όπου συναντιόταν το δωμάτιο και το γραφείο του, όπου καθόταν και έγραφε τα ποιήματά του, καθώς και ένα παγκάκι στην αυλή, που βρίσκεται εκεί μέχρι και σήμερα κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
Στη συγκεκριμένη βίλα ο ποιητής απολάμβανε την παρέα των φίλων του –έζησε αρκετά μεγάλα διαστήματα και χωρίς την Εύα– οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής. Ανάμεσά τους ο πολύ στενός του φίλος Νίκος Καζαντζάκης και οι Κωστής Παλαμάς και Κώστας Καρυωτάκης, ενώ δεν ήταν λίγα και τα καλοκαίρια που πέρασαν εδώ ο Παύλος και η Φρειδερίκη.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Καζαντζάκη, όταν το 1915 φιλοξενήθηκε εδώ ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης, οι δύο λόγιοι «μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη και Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν κι οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη. Μονάχα που εκείνος νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου».
Ενώ, όπως ισχυρίζεται ένας μάρτυρας, εδώ βρισκόταν ο Σικελιανός όταν ενημερώθηκε για την Μικρασιατική καταστροφή το ’22 και επί τρεις ημέρες κλείστηκε στο δωμάτιό του κλαίγοντας.
Με την τροπή που πήραν, τελικά, τα πράγματα η αρχή του τέλους για την βίλα στη Συκιά σήμανε το 1930. Λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο ποιητής με την σύζυγό του, το κτίριο βγήκε σε πλειστηριασμό και, έτσι, η ιδιοκτησία πέρασε στα χέρια του καθηγητή της Οικονομικής Σχολής Αθηνών, και γαμπρό του Ιωάννη Μεταξά, Ιωάννη Μαντζούφα.
Η μετέπειτα χρήση του οικήματος
Λίγα χρόνια αργότερα, κατά την διάρκεια της κατοχής η βίλα μετατράπηκε σε αρχηγείο των Ιταλών και των Γερμανών, ενώ την περίοδο του εμφύλιου πολέμου πέρασε στα χέρια των ανταρτών. Τελικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Τυπάλδου, η οποία ενέταξε το ακίνητο στις τουριστικές εγκαταστάσεις που διατηρεί στην περιοχή. Τη δεκαετία του 1980, η βίλα χαρακτηρίστηκε ως σημαντικό μνημείο της νεότερης πολιτιστικής κληρονομίας της χώρας και προστατεύεται από τη σχετική νομοθεσία.
Σήμερα, η βίλα που σηματοδότησε μία από τις πιο σημαντικές περιόδους στη ζωή του Σικελιανού και αποτέλεσε ορμητήριο του κοινού στόχου που είχε ο Άγγελος Σικελιανός με την αμερικανίδα πρώτη του σύζυγο, Έυα Πάλμερ, για καθιέρωση των δελφικών εορτών, έχει επισκευαστεί και αποτελεί τμήμα πολυτελούς παραθαλάσσιου resort στην περιοχή, με τους δύο κεντρικούς χώρους της να είναι ανοιχτοί προς τους επισκέπτες του. Σε αυτούς μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει τα βιβλία του ποιητή ή να παρακολουθήσει κάποια ταινία. Η είσοδος είναι δωρεάν καθώς η οικογένεια Τυπάλδου οραματίζεται να δώσει την ευκαιρία στον καθένα να παρατηρήσει από κοντά το μέρος όπου δημιουργήθηκε ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του ελληνικού πολιτισμού, από τον σπουδαίο αυτό ποιητή που βρέθηκε πέντε φορές προτεινόμενος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.