Η 21η Αυγούστου 2018 ήταν η τελευταία ημέρα των μνημονίων. Μία ημερομηνία ιστορική και καθοριστική για όλους, καθώς με τυπικό (και για κάποιους ουσιαστικό) η χώρα βγήκε από τη μέγγενη των μνημονιακών πολιτικών εποπτείας.
Η 21η Αυγούστου όμως ταυτόχρονα ήταν και η πρώτη μέρα της μετά μνημονίων εποχής. Μιας εποχής όπου περιλαμβάνει εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετηθούν και μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί και πρέπει να προχωρήσουν.
Αυτή η περίοδος των 9 ετών ωστόσο, που ήταν αυτά που βρισκόμασταν εντός προγραμμάτων επιτήρησης και δανεισμού, αλλά και τα τελευταία έτη πριν το 2010 όπου τα σημάδια της κρίσης άρχισαν να φαίνονται πολύ έντονα, άφησαν βαθιά λαβωμένο το «επιχειρείν» στην Ελλάδα. Μία ενασχόληση έτσι και αλλιώς ριψοκίνδυνη.
Άλλωστε δεκάδες χιλιάδες μικρές, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να βάλουν λουκέτο υπό το βάρος χρεών και του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα ορισμένες μεγάλες αλυσίδες πολυεθνικών εταιριών μπορεί να έφυγαν από την Ελλάδα, όσοι έμειναν όμως κατάφεραν να βγουν κερδισμένοι, αφού για κάθε έναν του κλάδου που κλείνει, οι πολυεθνικές μετρούν κέρδη.
Σε αυτά τα δέκα και βάλε χρόνια της ύφεσης πολλοί εγχώριοι επιχειρηματικοί κολοσσοί έβαλαν λουκέτο με χιλιάδες εργαζόμενους να χάνουν τις δουλειές τους, προμηθευτές να φεσώνονται και φορείς του κράτους να ζημιώνονται με τεράστια ποσά.
Ας δούμε μερικά από τα πολύ ηχηρά κλεισίματα που κλόνισαν τον κόσμο της εργασίας και της επιχειρηματικότητας.
Raxevsky
H εταιρεία σύμβολο, κάποτε, της δυτικοποίησης και εξευρωπαϊσμού της ελληνικής αγοράς γυναικείων ενδυμάτων, η Raxevsky έπεσε θύμα της εξέλιξης της βιομηχανίας, κακών επιλογών και του σφοδρού ανταγωνισμού από ξένες πολυεθνικές.
Η εταιρεία είναι η τελευταία, χρονικά, περίπτωση από αυτές που θα μας απασχολήσουν καθώς σύμφωνα με μία ανακοίνωση των εργαζομένων αλλά και τις εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας με τα μαγαζιά να αδειάζουν οι τίτλοι τέλους έπεσαν στις 26/2 του τρέχοντος έτους.
Παρά την προ διετίας προσπάθεια εξυγίανσης μέσα από το πτωχευτικό δίκαιο, που της επέτρεψε να ρυθμίσει σε πολλές δόσεις τις υποχρεώσεις της προς τράπεζες και Δημόσιο, η Raxevsky έκλεισε αφήνοντας χρέη προς εργαζομένους και πιστωτές.
Ηδη από το 2012 η λειτουργική κερδοφορία της ήταν αρνητική ενώ πολλά από τα καταστήματα λειτουργούσαν με κόστος που ξεπερνούσε σημαντικά τις αντίστοιχες πωλήσεις. Η ταυτόχρονη αδυναμία πληρωμής των προμηθευτών άρχισε να επηρεάζει τις πωλήσεις οι οποίες έπεσαν δραματικά. Το 2016 η Raxevsky προσέφυγε στο πτωχευτικό δίκαιο αιτούμενη επιμήκυνση έως και 16 ετών για την εξόφληση των υποχρεώσεων της αλλά και ενδιάμεση χρηματοδότηση.
Όπως ανέφεραν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ωστόσο δεν καταβλήθηκαν τα κεφάλαια της ενδιάμεσης χρηματοδότησης που φέρεται να είχε συμφωνήσει η εταιρεία το 2016 με τις τράπεζες. Τραπεζικοί κύκλοι, όμως, εξηγούν πως οι στόχοι του επιχειρηματικού σχεδίου που πήρε την έγκριση της Δικαιοσύνης ουδέποτε επετεύχθησαν και γι’ αυτό τον λόγο δεν κατεβλήθη το σύνολο της συμφωνηθείσας χρηματοδότησης.
Χαλυβουργική
Η Χαλυβουργική ήταν μία εκ των ιστορικότερων εταιρειών στον κλάδο με ζωή άνω των 80 ετών. Μία ζωή πολυτάραχη ωστόσο, ειδικά στα τελευταία χρόνια της λειτουργίας της.
Ξεκίνησε ως εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, στην οδό Πειραιώς 197, με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί.
Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα, όπου το 1953 άρχισε η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων των 20 τόνων και το 1961 θεμελιώθηκε η πρώτη υψικάμινος στη χώρα.
Το 2001 ξεκίνησε επενδυτικό πρόγραμμα ριζικού εκσυγχρονισμού των παραγωγικών μονάδων, ύψους 250 εκατ. ευρώ που ολοκληρώθηκε το 2006. Η Χαλυβουργική είχε σημαντική συμμετοχή σε έργα υποδομής ενώ στις καλές της μέρες έφτασε να αριθμεί 2.500 υπαλλήλους.
Οι λόγοι που έσβησε η πρώτη υψικάμινος που σηκώθηκε ποτέ στην Ελλάδα, είναι αρκετοί και αλληλοδιαπλεκόμενοι. Από τη μία η μείωση της ζήτησης, από την άλλη οι ενδοοικογενειακές διαμάχες, το αποτέλεσμα είναι να κοπεί το ρεύμα στην ιστορική βιομηχανία.
Το κύκνειο άσμα για τον κολοσσό της χαλυβουργίας στη χώρα γράφτηκε στις 18 Δεκεμβρίου όταν και η ΔΕΗ διέκοψε την ηλεκτροδότηση των εγκαταστάσεων στην Ελευσίνα αποτέλεσμα του μη διακανονισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους 31,8 εκατ. ευρώ.
Ηλεκτρονική Αθηνών
Η ιστορία της πασίγνωστης εταιρείας ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών ξεκινά το 1950. Τότε το ξεκίνημα υπήρξε ως ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Από το 1989 και μετά την εξαγορά της από τον Ιωάννη Στρούτση μπήκε στην σύγχρονη εμπορική της υπόσταση.
Το 1999 η εταιρεία εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όμως από την 1η Οκτωβρίου 2012 είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση της μετοχής της.
Η επίσημη πτώχευση της εταιρείας έγινε μέσα σε πέντε ημέρες τον Απρίλιο του 2016 όταν και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κήρυξε την εταιρεία σε κατάσταση πτώχευσης και κλείνοντας έτσι τα 45 καταστήματα της αλυσίδας πανελλαδικά.
Η εταιρεία απέδωσε το «λουκέτο» στο γεγονός ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που περιελάμβανε και νέο τραπεζικό δανεισμό ακυρώθηκε μετά τις δραματικές εξελίξεις εκείνου του αρκετά δύσκολου καλοκαιριού και την επιβολή των capital controls. Η πορεία της οικονομίας, η περαιτέρω αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, τα capital controls σε συνδυασμό με την στάση των δανειστριών τραπεζών είναι οι λόγοι που οδήγησαν την εταιρεία στο λουκέτο.
Sprider Stores
H εταιρεία Sprider Stores ιδρύθηκε το 1971 από τους Αθανάσιο και Σπύρο Αργυρό, ενώ το 1999, το 80% εξαγοράστηκε από τον όμιλο Χατζηιωάννου.
Σιγά σιγά ξεκίνησε και η επέκτασή της και τα υποκαταστήματα στην Αθήνα και την επαρχία άνοιγαν το ένα το άλλο. Σε αρκετά μικρό χρονικό διάστημα έγινε «η μεγαλύτερη ελληνική πολυεθνική αλυσίδα “Οικονομικής Μόδας”, όπως ανέφερε και η ιστοσελίδα της.
Στα τέλη Αυγούστου του 2013 η Sprider Stores είχε 44 μαγαζιά στην Ελλάδα, 3 στη Ρουμανία και ένα στη Βουλγαρία, έχοντας ήδη κλείσει από την αρχή της χρονιάς 45 καταστήματα. Το οριστικό λουκέτο ήρθε την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
Η Sprider στην ακμή της είχε αναπτυχθεί σημαντικά, ανοίγοντας δεκάδες καταστήματα σε όλη την Ελλάδα και μπαίνοντας μάλιστα και στο Χρηματιστήριο Αθηνών το 2004.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας τότε κάποιοι από τους λόγους του λουκέτου ήταν «η αδιάλλακτη στάση και η άρνηση των τραπεζών, να συνεχίσουν την υφιστάμενη έως τώρα χρηματοδότηση. Παράλληλα, η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει πλήξει σημαντικότατα και τον κλάδο μας, ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, οι καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς στις κεντρικές αποθήκες και εγκαταστάσεις της εταιρείας, η άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να μας αποζημιώσουν έστω και μερικώς, αλλά και η αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε προμηθευτής της Sprider Stores».
Softex
Εταιρεία που έμεινε χαραγμένη στη συνείδηση των καταναλωτών ως μία από τις προεξέχουσες στον χώρο της χαρτοποιίας.
Tο ξεκίνημα της Softex, μας φέρνει πίσω στο 1936 όπου ιδρύθηκε από την οικογένεια Κεφάλα και στο 1937 που ξεκίνησε να λειτουργεί στο Βοτανικό. Η πορεία της από την αρχή ήταν ανοδική εκτινάσσοντας την παραγωγή χαρτιού από 1.250 τόνους το 1950 σε 59.000 τόνους το 1968.
Με συνεχή δάνεια και μεγάλες επενδύσεις μέχρι το 1974 η βιομηχανία θα έχει πλέον 9 μηχανές χαρτιού, ενώ οι 88 εργατοϋπάλληλοι του 1945, θα φθάσουν τους 1.030 το 1969, και οι 1.250 τόνοι χαρτιού του 1950 θα φθάσουν τους 59.000 περίπου το 1968 και τους 94.000 το 1972. Η πτώχευση της χαρτοβιομηχανίας ήρθε σε μια εποχή με έντονη κρατική παρέμβαση και πέρασε στον έλεγχο του Δημοσίου. Εξέλιξη που δεν βελτίωσε ιδιαίτερα την κατάστασή της.
Το 1999 μεταβιβάστηκε στην ιταλική πολυεθνική Bolton Group. Ούτε όμως αυτή η κίνηση απέδωσε καρπούς καθώς μέχρι το 2015 η εταιρεία είχε βάλει λουκέτο αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες εργαζόμενους. Είχε προηγηθεί στον ίδιο κλάδο και το κλείσιμο της Diana το 2012, ύστερα από 32 χρόνια λειτουργίας.
Η Softex σαν επωνυμία είναι η μόνη από τις περιπτώσεις που καταπιαστήκαμε, που με άλλη σύσταση και νέα διοίκηση άνοιξε ξανά εν μέσω κρίσης. Η Intertrade Hellas, ιδρύοντας μια νέα εταιρεία με το όνομα Softex, ανέλαβε την ανάπτυξη του brand name της Softex ρίχνοντας και πάλι το όνομα στην ελληνική αγορά.
ΑΓΝΟ
Ανάλογη ήταν η τύχη μιας ιστορικής γαλακτοβιομηχανίας, της ΑΓΝΟ, που έβαλε λουκέτο οδηγώντας στην ανεργία 375 εργαζομένους.
Η γαλακτοβιομηχανία οδηγήθηκε σε αυτή την κίνηση το 2012, καθώς τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζε, είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στην καταβολή των πληρωμών προς τους παραγωγούς και τους εργαζόμενούς της.
Μέσα στα επόμενα χρόνια και από διάφορες δικαστικές διαμάχες του ιδιοκτήτη με πιστωτές, το κράτος και εργαζόμενους, η εταιρεία παραμένει ανενεργή και σε καθεστώς πτώχευσης, με τον τελευταίο πλειστηριασμό τον Νοέμβριο του 2018 να καταλήγει άκαρπος.
Σούπερ Μάρκετ «Ατλάντικ»
Την περίοδο της κρίσης ο χώρος των σούπερ μάρκετ δέχτηκε ένα καίριο πλήγμα. Όπως και οι περισσότεροι τομείς επιχειρηματικότητας στη χώρα άλλωστε.
Το μεγαλύτερο λουκέτο, που προκάλεσε αναστάτωση σε ολόκληρη την αγορά με την κατάρρευση ήταν αυτό της αλυσίδας Ατλάντικ.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1980 και το 1985 είχε 5 καταστήματα με τζίρο 16,7 εκατ. ευρώ ενώ το 2009 έκλεισε με τζίρο 573 εκατ. ευρώ.
Διέθετε 151 καταστήματα Ατλάντικ, είχε 21 cash & Carry και 545 καταστήματα franchise. Τα προβλήματα για την γνωστή αλυσίδα ξεκίνησαν το 2010 και η αυλαία έπεσε οριστικά το καλοκαίρι του 2011.
Fokas
H Fokas ήταν η μετεξέλιξη της εταιρείας ενδυμάτων «Βεργόπουλος» που είχε ιδρυθεί το 1936 από τρία αδέρφια, τον Απόστολο, τον Λέανδρο και τον Οδυσσέα Φωκά.
Η εταιρεία μετονομάστηκε το 1958 και το 1978 εγκαινίασε το πολυκατάστημα της οδού Τσιμισκή 7.500 τμ. Το 1990 η Φωκάς συνέχισε να επεκτείνεται και προχώρησε σε συμφωνία με την Esprit ενώ το 2000 η εταιρεία σχεδίαζε την είσοδο της στο Χρηματιστήριο.
Η επέλαση του μνημονίου ωστόσο ήταν σαρωτική και το 2014 οδήγησε μία από τις ισχυρότερες εταιρείες ένδυσης και υπόδησης στην πτώχευση τον Μάρτιο του 2014 αφήνοντας πολλά εκατομμύρια χρέη σε προμηθευτές, τραπεζες και εργαζόμενους.