Η δεκαετία του ’90 από το ξεκίνημα της κιόλας, έδειξε την πρόθεση της ότι ήρθε για να μείνει στην ιστορία. Η διάθεση για μεγάλες αλλαγές ήταν διάχυτη, ενώ έντονη ήταν και η ανάγκη να αποδείξουμε ότι… «ανήκομεν εις το lifestyle της Δύσης».
Η ιδιωτική τηλεόραση και τα lifestyle περιοδικά που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια κι έπαιρναν τη θέση των περιοδικών που υπήρχαν μέχρι τότε στις προθήκες των περιπτέρων, έφεραν νέα δεδομένα στον Έλληνα εκείνης της εποχής, που έμοιαζε πανέτοιμος να ζήσει το δικό του «αμερικανικό όνειρο» στην ελληνική του εκδοχή.
Η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από την υπερβολή, τη μεγαλομανία, το νεοπλουτισμό και τη διάθεση για ξόδεμα. Άλλωστε, «λεφτά υπήρχαν»!
Στην επαρχία ήταν ανεπιτήδευτοι… ξε-βλαχέματος
Πριν λίγο καιρό, ο Πέτρος Κωστόπουλος είχε δηλώσει ότι με τα περιοδικά του «ξε-βλάχεψε» σε μεγάλο βαθμό ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, που εκείνη την εποχή έψαχνε την Ευρώπη. Δεν γνωρίζω πού ακριβώς αναφερόταν, αλλά στο κομμάτι της διασκέδασης, σίγουρα η επαρχία ακολουθούσε – σε μεγάλο βαθμό – τους δικούς της κανόνες, που ήταν ανεπιτήδευτοι… ξε-βλαχέματος.
Η αλήθεια είναι ότι σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας το ’90, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η μουσική κυριαρχούσε. Και αν ο προορισμός της είναι να ενώνει, στον τρόπο που διασκέδαζε ο κόσμος, δίχαζε. Από τη μία τα κλαμπάκια, τα κυριλέ νυχτερινά κέντρα, τα after-άδικα, τα πάρτι σε αποθήκες και από την άλλη τα «σκυλάδικα» και τα μπαράκια για ενήλικους. Και, όταν, λέμε ενήλικους, εννοούμε και κυρίους μεγάλης ηλικίας.
Αν έχεις μεγαλώσει στην επαρχία τα χρόνια εκείνα, σίγουρα θα έχεις να θυμάσαι ή ακούσει διάφορες ιστορίες και απίστευτα περιστατικά. Ας πούμε, από εκείνα που είχαν την πλάκα τους, ήταν η σκηνή όπου ο γιος πηγαίνει με φίλους στα μπαράκια αυτά κι απ’ έξω βλέπει παρκαρισμένο το αγροτικό του πατέρα του και να στρίβει.
Και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα με τα αγροτικά, αλλά και τις κούρσες (που λέμε και στο χωριό μου) παρκαρισμένα έξω από τα μπαράκια αυτά έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη όσων έχουν μεγαλώσει στην επαρχία. Όπως και στη δική μου.
«Προσεχώς καινούργια κορίτσια»
Κάθε τετράγωνο τα χρόνια εκείνα, είχε κι από ένα «μπαράκι με κορίτσια», όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν. «Μαύρος γάτος», «Χαρά», «Τετ α τετ», «Στορκ» ήταν κάποια από τα ονόματα που έπαιζαν. Στη δική μου περιοχή, υπήρξε περίοδος, που τα μαγαζιά αυτά ξεπερνούσαν τα 50! Άλλα στεγάζονταν σε κυριλέ χώρους και άλλα ήταν συνοικιακά, βαμμένα μπλε, πράσινα ή άσπρα με ασβέστη. Και απ’ έξω κάθε τόσο κρέμαγαν ένα ανορθόγραφο πολλές φορές μήνυμα γραμμένο σε χαρτόνι ή σε κομμάτι από κούτα γάλα εβαπορέ (συνήθως): «Προσεχώς, καινούργια κορίτσια».
Και να, η χαρά των πελατών για τα καινούργια κορίτσια που θα έρθουν από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Στο εσωτερικό, δεν περίμενες και καμιά κυριλέ σάλα. Αν και υπήρχαν μαγαζιά κυριλέ με strip show, όμως, θραύση έκαναν τα συνοικιακά.
Το target group των θαμώνων στα μαγαζιά που χόρευαν τα κορίτσια, δεν ήταν συγκεκριμένο. Από τη μία υπήρχαν οι παρέες των νεαρών αγοριών, που πήγαιναν περισσότερο για πλάκα. Και από την άλλη, ήταν οι μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες, που δεν έβρισκαν ενδιαφέρον στην κάπνα των καφενείων, που τότε επέμεναν να είναι χρωματισμένα και χωρισμένα σε πράσινα και μπλε.
Εξάλλου, μέσα από την κάπνα των μπαρ, ξεπρόβαλαν οι εντυπωσιακές (τις περισσότερες φορές) κοπέλες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Και ήταν αυτό το καλύτερο κίνητρο για μια «μπαρότσαρκα». Στις φυλές των θαμώνων, υπήρχε και εκείνη των «καψούρηδων». Δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που έβρισκαν τον έρωτα στο πρόσωπο μίας δίμετρης Ρωσίδας ή Ουκρανής. Κι έπιαναν κάθε βράδυ στασίδι στα μπαράκια και ξόδευαν με άνεση και αλόγιστα τα λεφτά.
Άλλοι, οι πιο άβγαλτοι, μαράζωναν σε ένα τραπεζάκι κι έπνιγαν την καψούρα τους στο ποτό, ελπίζοντας να βρούνε την ανταπόκριση. Έψαχναν κι αυτοί να ζήσουν το δικό τους ρομάντζο. Κάποιοι ήταν τυχεροί κι έζησαν το δικό τους happy end… ανέξοδα. Κάποιοι άλλοι, στο τέλος της βραδιάς δανείζονταν από την παρέα λεφτά για να πάρουν ταξί και υπήρξαν και περιπτώσεις, που «σκότωσαν» ακόμη και κτήμα με ελιές γιατί το κορίτσι είχε έξοδα! Και είναι γεγονός ότι τα χρόνια εκείνα, «γεροντοπαλίκαρα» αποκαταστάθηκαν, αλλά και γάμοι διαλύθηκαν!
«Ηλία ρίχ’ το»
Τη δεκαετία του ’90, στην επαρχία τα περίφημα «σκυλάδικα» έζησαν μεγάλη άνθιση και στιγμές. Και οι πιο «ζημιάρηδες» τύποι, αλλά κι εκείνοι που είχαν μεγάλα σεκλέτια, έζησαν ανεπανάληπτες στιγμές, μέσα στους ασφυκτικούς από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ χώρους, όπου η κάπνα από τα τσιγάρα (και τα πούρα για τους πιο… μπρούκληδες επαρχιώτες) πότιζε τα ρούχα σου.
Εδώ, τα κέντρα ήταν λογιών, λογιών. Υπήρχαν τα πιο κυριλέ, τα μεσαίας κατηγορίας και τα γ’ (γου, όπως έλεγαν) κατηγορίας, που βρίσκονταν συνήθως σε κάποιο επαρχιακό δρόμο, με αυτοσχέδιο πάρκινγκ τα διπλανά χωράφια. Σε αυτά, γίνονταν και οι μεγαλύτερες ζημιές. Εδώ, ο θαμώνας «έπνιγε» το σεκλέτι του στο αλκοόλ κι έκανε το κομμάτι του στα πόδια της τραγουδίστριας.
Αν έχεις δει τις ταινίες-αριστουργήματα του Νίκου Παναγιωτόπουλου και του Παντελή Βούλγαρη, «Αυτή η νύχτα μένει» και «Όλα είναι δρόμος», αντίστοιχα, μπορείς να κάνεις εικόνα όσα συνέβαιναν εκεί. Και οι δύο αυτές ταινίες αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο την πραγματικότητα στα «σκυλάδικα» της επαρχίας.
Ο «πατέρας» του κάγκουρα πρώτο τραπέζι πίστα
Τον τύπο τον κάγκουρα τον γνωρίζεις. Αλλά και η εποχή εκείνη είχε τους δικούς της «κάγκουρες», που δεν γνώριζαν από ηλικία και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα… ζημιάρηδες! Και οι περισσότερες ζημιές, οι καλές, γίνονταν στα περίφημα «σκυλάδικα».
«Πάει να καταθέσει την επιδότηση». Αν έχεις ζήσει στην επαρχία, αποκλείεται να μην έχεις ακούσει αυτή την ατάκα. Και σίγουρα, θα έχεις ακούσει τώρα, στην εποχή της κρίσης να σχολιάζουν ότι «οι επιδοτήσεις φαγώθηκαν στα σκυλάδικα». Όπως και ότι τότε, «σκοτώθηκαν» χωράφια.
Η αλήθεια είναι ότι στα μέρη αυτά σπαταλήθηκαν αλόγιστα πολλά λεφτά. Τα πεντοχίλιαρα κάποιοι τα είχαν… πετσετάκια, που έφευγαν με τη σέσουλα και γίνονταν ραβασάκια, για τα μάτια κυρίως της τραγουδίστριας, αλλά κι έτσι… για το κομμάτι. Άλλοι, πάλι, είχαν μεγάλα σεκλέτια και τα έσβηναν μέσα από τις διάφορες υπερβολές.
Με «φορτωμένη» την τσέπη κατέβαιναν στα μπουζούκια, με άδεια έφευγαν τις περισσότερες φορές, όταν είχε πια χαράξει. Στο μεταξύ, είχαν γίνει μεγάλες ζημιές. Τα πανέρια με τα λουλούδια εκτοξεύονταν με ρυθμούς φωτοβολίδας και σκέπαζαν με τη μια τη μικρή πίστα, που μπορεί να μην είχε σχέση με εκείνες τις μεγάλες της Αθήνας, αλλά στις ντάνες δεν συναγωνιζόταν εύκολα.
Και μπορεί το σπάσιμο των πιάτων να ήταν φαινόμενο κυρίως των προηγούμενων δεκαετιών, όμως, τα «σκυλάδικα» της εποχής δεν γνώριζαν από απαγορεύσεις και ξεπερασμένες μόδες. Τα ίδια είχαν δημιουργήσει τη δική τους μόδα, τους δικούς τους κανόνες διασκέδασης.
Και η διασκέδαση εδώ, δεν γνώριζε από καλούπια, όρια και… εξευρωπαϊσμούς! Έτσι, και πιάτα έσπαγαν και μπουκάλια έσπαγαν και καρέκλες (στο τσακίρ κέφι) και λεκάνες τουαλέτας έσπαγαν, άμα βρίσκονταν ξέμπαρκες πίσω στο υπόστεγο του μαγαζιού.
Και την επόμενη ημέρα, ως «κάγκουρες» που σέβονταν τον εαυτό τους καμώνονταν για τα κατορθώματά τους. Κι εννοείται ότι φούσκωναν και το λογαριασμό της «ζημιάς» γιατί την εποχή εκείνη το χρήμα άμα το είχες και το έδειχνες και το σπατάλαγες.
Όπως στα μπαράκια με τα κορίτσια από το πρώην ανατολικό μπλοκ, έτσι και στα «σκυλάδικα» ο έρωτας δεν έλειπε. Όλο και κάποιος θαμώνας ερωτευόταν την τραγουδίστρια και κάθε βράδυ (γιατί εκείνη την εποχή τα μαγαζιά δεν γνώριζαν από… σχόλη) έπιανε πρώτο τραπέζι πίστα, κάνοντας ο, τι μπορούσε για να την εντυπωσιάσει.
Ενδεχομένως, να ακούγεται υπερβολή, όμως, τα «σκυλάδικα» είχαν κλείσει αρκετά επαρχιώτικα σπίτια. Οι αλόγιστες ζημιές, οι τακτές επισκέψεις σε αυτές, ο έρωτας με τραγουδίστρια και τα κουτσομπολιά της επόμενης ημέρας (καθότι κλειστή κοινωνία) είχαν δημιουργήσει τριγμούς σε γάμους, που άλλοι τους ξεπέρασαν και άλλοι δεν τα κατάφεραν.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις
Η εποχή με τις «ζημιές» έχει περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η φθορά συνέπεσε με την οικονομική κρίση και η αλόγιστη δαπάνη εκείνων των χρόνων είναι, πλέον, αφοριστική. Ο τρόπος διασκέδασης έχει αλλάξει. Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν κλείσει και αν βρεις κάποιο ανοιχτό, θα δεις απ’ έξω ένα, δυο αυτοκίνητα.
Κάποιοι από τους «ζημιάρηδες» της εποχής επέστρεψαν στα καφενεία, περνώντας το βράδυ με αναλύσεις για την οικονομική κρίση. Και κάπου, κάπου «σπάνε» τη μονοτονία, με ιστορίες από τα παλιά, κάνοντας και τα σχετικά πειράγματα.