Όποια επαγγελματική διαδρομή κι αν διαλέξουμε (ή μας διαλέξει), τις καλύτερες ιστορίες πάντα θα έχουμε να τις διηγηθούμε από εκείνες τις δουλειές που κάναμε από ανάγκη. Σερβιτόροι, ντελιβεράδες, υπάλληλοι σε μαγαζιά της κακιάς ώρας, όλες αυτές τις δουλειές που κάναμε όταν ήμασταν νέοι για να βγάλουμε ένα χαρτζιλίκι, και μετά από λίγα χρόνια σκεφτόμαστε αυτά που μας συνέβησαν και γελάμε.
Η δική μου τέτοια εργασιακή εμπειρία ήταν πριν από οκτώ χρόνια. Και δεν ήμουν σερβιτόρος ή ντελιβεράς, αλλά πλασιέ. Ναι, από αυτούς τους ενοχλητικούς που χτυπάνε τα κουδούνια. Μη βαράτε, μπορώ να τα εξηγήσω όλα.
Κρίση, κρίση, κρίση
Ήταν το καλοκαίρι του 2010. Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πει κάτι ακαταλαβίστικα από το Καστελόριζο, τα οποία συνοψίζονταν στη φράση «σόρι παιδιά, την πατήσαμε». Και νωρίτερα κι από αυτό, η ελληνική οικονομία είχε ήδη αρχίζει να κλυδωνίζεται επικίνδυνα, καθώς κανείς δεν ήξερε αν αύριο θα είχαμε ευρώ ή δραχμή, αν αύριο θα είχε τη δουλειά του, αν αύριο θα ξημέρωνε ο ήλιος ή θα ξεχνούσε να βγει και θα μέναμε στο σκοτάδι.
Σε αυτό το όχι ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον έπρεπε εγώ, άνεργος τότε, να βρω δουλειά, ένα εγχείρημα που αποδείχθηκε τρομερά δύσκολο, καθώς πολλοί απέλυαν και λίγοι προσελάμβαναν. Οι συνεντεύξεις για δουλειά, όταν υπήρχαν, ήταν σκέτες καταστροφές. Το κορνιζαρισμένο πτυχίο στον τοίχο με κοιτούσε με παράπονο, καθώς πλέον η αξία του δεν ξεπερνούσε αυτήν ενός κορνιζαρισμένου χαρτιού υγείας.
Μετά από πολλούς μήνες απογοήτευσης, ήμουν πια έτοιμος να κάνω σχεδόν οποιαδήποτε δουλειά. Και όταν με κάλεσαν για συνέντευξη από μία εταιρεία που ζητούσε άτομα για «marketing-πωλήσεις», πήγα. Όχι με πολλές ελπίδες, αλλά δεν είχα και τίποτα να χάσω.
Συνέντευξη με έναν κόλακα
Ήταν ένα ασυνήθιστο interview. Δεν ήμουν μόνος μου απέναντι σε κάποιο στέλεχος μίας εταιρείας, αλλά μαζί με άλλους τέσσερις σε ένα στρογγυλό τραπέζι με τον ίδιο τον διευθυντή της εταιρείας, έναν νεαρό, πρόσχαρο τύπο, ο οποίος έμοιαζε σαν να του είχαν καρφιτσώσει στο πρόσωπο ένα χαμόγελο που δεν έφευγε με τίποτα. Και δεν υπήρχαν οι συνηθισμένες τυπικούρες, αλλά ένα χαλαρό κλίμα, λες και δεν είχα πάει σε συνέντευξη για δουλειά, αλλά σε καφετέρια για φρέντο καπουτσίνο.
Εκεί λοιπόν το αφεντικό μας εξήγησε τι ήταν η δουλειά, γιατί κανείς δεν ήξερε μέχρι τότε περί τίνος επρόκειτο – η αγγελία έλεγε απλά ότι ζητούνταν άτομα, ανεξαρτήτως πτυχίου, με ευχάριστη προσωπικότητα και όρεξη για δουλειά, και τότε δεν ήξερα ότι αυτοί οι δύο όροι στην εργοδοτική αργκό μεταφράζονται σε «ψάχνω για ξέρετε-τι». Όχι τηλεφωνικές πωλήσεις, ούτε εμπορικοί αντιπρόσωποι. Πλασιέ. Φυσικά δεν είπε ποτέ αυτήν τη λέξη – η λέξη που χρησιμοποιούσε ήταν «συνεργάτες», γιατί κανένας πλασιέ που σέβεται τον εαυτό του δεν αυτοαποκαλείται ποτέ «πλασιέ». Άλλον αέρα έχεις όταν είσαι «συνεργάτης», έστω κι αν κάνεις τη δουλειά του πλασιέ.
Θυμάμαι ότι μετά από το τέλος της συνέντευξης, όταν βγήκαμε από τα γραφεία της εταιρείας και μπήκαμε στο ασανσέρ, σκάσαμε και οι πέντε αυθόρμητα στα γέλια. Προφανώς κανείς δεν περίμενε ότι θα έφτανε κάποια στιγμή στη ζωή του να περνάει από συνέντευξη για να γίνει πλασιέ. Άνθρωποι με πτυχία και δεξιότητες, με όνειρα και φιλοδοξίες, γελούσαν για να μην κλάψουν.
Η ιστορία θα τελείωνε εκεί αν δε μου τηλεφωνούσαν για να πάω και σε δεύτερη συνέντευξη. Και αφού δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, πήγα. Και εκεί έμαθα περισσότερες λεπτομέρειες για τη δουλειά: θα πηγαίναμε από πόρτα σε πόρτα για να προωθούμε μία εταιρεία σταθερής τηλεφωνίας. Για κάθε πώληση θα πληρωνόμασταν 25 ευρώ – δεν υπήρχε μισθός, μόνο τα έσοδα από τις πωλήσεις. Τα οποία φυσικά δεν θα ήταν καθόλου άσχημα αν κάποιος κατάφερνε να κάνει αρκετές πωλήσεις. Με δύο πωλήσεις τη μέρα, θα έβγαζα 1.200 ευρώ σε ένα μήνα.
Κατά βάθος, βέβαια, ήξερα ότι δεν είχα και πολλές ελπίδες να βγάλω ποτέ αυτά τα λεφτά. Εγώ, ένας συνεσταλμένος μπούλης που ντρεπόταν να φωνάξει τη σερβιτόρα στην καφετέρια που είχε φέρει τσάι αντί για καφέ, θα έβγαινα στους δρόμους και θα χτύπαγα κουδούνια αγνώστων για να τους πουλήσω μία υπηρεσία που ήδη είχαν, με την υπόσχεση ότι αυτή που είχα εγώ είναι καλύτερη; Ήταν εντελώς κόντρα ρόλος για μένα, σαν να βάζεις τη Μόνικα Μπελούτσι να υποδυθεί μία άσχημη γεροντοκόρη, ή σαν να βάζεις τον Βιν Ντίζελ να παίξει μία φοιτήτρια θεολογίας. Αλλά ήμουν διατεθειμένος να τον παίξω, αν η εναλλακτική μου ήταν να σαπίζω όλη μέρα σε ένα δωμάτιο, ξενυχτώντας με τις επαναλήψεις των σίριαλ της μεταμεσονύχτιας τηλεοπτικής ζώνης του λυκόφωτος.
Εργασία και χαρά
Η εκπαίδευση από την οποία πέρασα δεν ήταν τίποτα το δύσκολο. Έπρεπε να μάθω απ’ έξω ένα «ποιηματάκι», το οποίο θα έλεγα στον κάθε υποψήφιο πελάτη με το που άνοιγε την πόρτα. Σκοπός του «ποιήματος» ήταν να καταλήξει σε μία αυτοπρόσκληση στο εσωτερικό του σπιτιού, όπου η πρώτη μάχη θα είχε κερδηθεί και η πώληση θα ήταν πλέον πιο εύκολη. Κι αυτό γινόταν ζητώντας ένα ποτήρι νερό, το οποίο οι περισσότεροι δεν αρνούνταν, μια και έξω είχε καύσωνα.
Από τη στιγμή που έχεις μπει μέσα στο σπίτι, τα πράγματα είναι απλά: έχοντας μάθει «νεράκι» τις προσφορές της εταιρείας, εξηγείς στον υποψήφιο πελάτη γιατί τον συμφέρει να τις εκμεταλλευθεί, δείχνοντάς του πόσα χρήματα μπορεί να γλιτώσει, και αυτός ενθουσιασμένος σε αγκαλιάζει, σε φιλάει και σου προξενεύει την κόρη του. Εντάξει, όχι ακριβώς έτσι, αλλά αν άκουγες τον διευθυντή να μιλά, αυτό καταλάβαινες.
Προϋπόθεση για όλα αυτά; Να είμαι ντυμένος στην τρίχα και να χαμογελάω συνέχεια. Με το δεύτερο δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά το ντύσιμο ήταν ένα θέμα για κάποιον που είχε συνηθίσει να φοράει t-shirts με στάμπες και τζιν. Αναγκάστηκα να επιστρατεύσω ένα πουκάμισο και ένα λινό παντελόνι που φορούσα μόνο σε γάμους και δανείστηκα μία γραβάτα από τον πατέρα μου – τον ανάγκασα να μου τη δέσει κιόλας, γιατί δεν ήξερα. Ακόμα δεν ξέρω.
Η μέρα μου ξεκινούσε παίρνοντας το μετρό για τα γραφεία της εταιρείας. Εκεί, υπό τους ήχους των πιο καυτών καλοκαιρινών hits στη διαπασών, κάναμε μία εμψυχωτική συνεδρία, όπου ο ένας έλεγε στον άλλο πόσο καλός και φοβερός είναι, πόσες πωλήσεις θα κάνει σήμερα, πόσο αστράφτει το χαμόγελό του και άλλα τέτοια. Έμοιαζε σαν ομάδα υποστήριξης, από αυτές που παίρνει ο καθένας το λόγο και λέει «είμαι ο τάδε και είμαι καλά», αλλά με περισσότερο μπρίο.
Και μετά φεύγαμε, πάλι με το μετρό, για τις περιοχές όπου θα κινούμασταν. Ξεκινούσαμε το πρωί, σταματούσαμε στις 15:30 για να κάνουμε διάλειμμα, και συνεχίζαμε το απόγευμα. Ως μαθητευόμενος πλασιέ συνόδευα άλλους, πιο «ψημένους» και έβλεπα πώς λειτουργούσαν. Δεν τους έφερα και πολύ γούρι, γιατί σπάνια γινόμουν μάρτυρας μίας πώλησης. Κι όμως, αυτοί έμοιαζαν πολύ ικανοποιημένοι, με αυτό το καρφιτσωμένο χαμόγελο που τίποτα δεν το πτοούσε.
Μετά από περίπου μία εβδομάδα, ήμουν πια έτοιμος να ανοίξω τα δικά μου φτερά και να ξεδιπλώσω το ανύπαρκτο ταλέντο μου στις πωλήσεις. Ξεκίνησα από το Αιγάλεω, όπου μου πήρε τρεις μέρες μέχρι να κάνω την πρώτη μου πώληση, σε μία άγια γυναίκα που μακάρι να είναι καλά όπου και να ‘ναι. Αυτή έμελλε να είναι και η μοναδική μου πώληση.
Το άδοξο φινάλε
Ακολούθησαν κάποιες μέρες «άδειες» από πωλήσεις, με τους συναδέλφους μου να με εμψυχώνουν κάθε μέρα και να με διαβεβαιώνουν ότι σύντομα το σερί θα σπάσει. Ήμουν και γκαντέμης: μια μέρα πέτυχα σε ένα σπίτι έναν μακρινό θείο που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε, αλλά δεν μπόρεσα να του πουλήσω την υπηρεσία, γιατί την είχε ήδη… Στο μεταξύ, είχα μεταφερθεί στην Αγία Παρασκευή, η οποία αποδείχθηκε πιο «ζόρικη» από το Αιγάλεω.
Εκείνη τη μέρα, κάπου στις 18:00 το απόγευμα, βρέθηκα σε μία πολυκατοικία ψηλά στην Αγία Παρασκευή, και ως όφειλα άρχισα να βαράω τα κουδούνια. Μετά από δυο-τρεις ευγενικές απορρίψεις, βρέθηκα αντιμέτωπος με τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, μία αρχετυπική διαχειρίστρια, εύσωμη, 50άρα, με ρόμπα και πασουμάκια. Και με πολλά νεύρα. Αφού με «στόλισε» με διάφορα κλασικά και πρωτότυπα κοσμητικά επίθετα (χωρίς προφανή λόγο, πέρα από το ότι ήμουν ένας ενοχλητικός πλασιέ), με έβαλε στο ασανσέρ, κατέβηκε μαζί μου στο ισόγειο και με πέταξε έξω με μία σπρωξιά στην πλάτη.
Ήταν ένα απαίσιο συναίσθημα. Δεν ήταν απλώς άσχημη η συμπεριφορά της. Ήταν άκρως ταπεινωτική. Με κοιτούσε με το ίδιο μίσος που θα κοιτούσε μία τροφαντή κατσαρίδα στο μπαλκόνι της και με την ίδια αηδία που θα έβλεπε ένα ψόφιο ποντίκι στο σάντουιτς της. Ήταν μία συμπεριφορά που δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο. Πήγα κάπου ήσυχα να βάλω τα κλάματα με την ησυχία μου και μόλις ηρέμησα έστειλα ένα SMS στον διευθυντή για να τον ενημερώσω ότι η λαμπρή καριέρα μου στις πωλήσεις είχε μόλις τελειώσει. Δεν πήγα καν να πάρω τα 25 μου ευρώ για εκείνη την πώληση στο Αιγάλεω. Χάρισμά τους. Τελικά αυτή η δουλειά μου είχε κοστίσει, αντί να μου αποφέρει εισόδημα, αν υπολογίσεις τα χρήματα που ξόδευα κάθε μέρα για εισιτήρια στο μετρό.
Όμως δεν ήταν όλα μαύρα. Για κάθε οργίλο τύπο που θα μου έκλεινε κατάμουτρα την πόρτα υπήρχε και ένας που θα με έβαζε από μόνος του στο σπίτι του και θα μου έδινε νερό ή χυμό για να συνέλθω από τη ζέστη (κι ας μην είχε καμία διάθεση να αγοράσει τίποτα). Υπήρχε κι εκείνη η συμπαθητική γιαγιά που πιάσαμε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και κατέληξα να μείνω εκεί για δύο ώρες. Υπήρχε εκείνη η δημοσιογράφος που έφριξε βλέποντας έναν εκκολαπτόμενο δημοσιογράφο να χτυπάει κουδούνια για να βγάλει τα προς το ζην (και τελικά, ούτε καν αυτά). Υπήρχαν ευγενικοί άνθρωποι που αναγνώριζαν πως, όσο ενοχλητικό κι αν το να σου κουβαλιέται ξαφνικά μπροστά στην πόρτα σου ένας άγνωστος, εν τέλει κι αυτός τη δουλειά του προσπαθεί να κάνει. Μία δουλειά που απαιτεί να φεύγεις κάθε μέρα από το άνετο σπιτάκι σου και να πηγαίνεις όχι σε ένα δροσερό γραφείο ή σε ένα μαγαζί, αλλά σε αφιλόξενα, ανεξερεύνητα τοπία.
Και βέβαια υπήρχαν και αυτά τα παιδιά που ενώ έτρωγαν τη μία πόρτα μετά την άλλη, συνέχιζαν απτόητα να χτυπάνε κουδούνια ελπίζοντας να καταφέρουν να κάνουν μία πώληση. Πάντα χαμογελώντας, πάντα αξιοπρεπή. Γιατί καμία δουλειά δεν (πρέπει να) είναι ντροπή. Καμία.