Σε έναν πόλεμο κάθε νίκη είναι σημαντική. Ακόμη κι αν αυτή έρθει στο «ταπεινό» σκάκι. Και μπορεί μια τέτοια επιτυχία στις ημέρες μας να φαίνεται αμελητέα και να αποτελεί αφορμή αστεϊσμού μεταξύ των οπαδών -στον δικό τους… πόλεμο-, αλλά στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου η επικράτηση ενός Αμερικανού επί ενός Σοβιετικού, σε έναν τομέα που οι «εχθροί από την Ανατολή» ήταν κυρίαρχοι, σήμαινε πολλά παραπάνω.
Ο λόγος για τη μάχη μεταξύ του Μπόμπι Φίσερ και του Μπόρις Σπάσκι, η οποία ολοκληρώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1972 και ονομάστηκε -χωρίς δόση υπερβολής- το «Παιχνίδι του Αιώνα». Μάλιστα, εκείνη η αναμέτρηση πάνω από τη σκακιέρα, τη συγκεκριμένη εποχή (το 1972), είχε ένα πολύ σημαντικότερο διακύβευμα ακόμη και από αντιπαραθέσεις σε πραγματικά πεδία μαχών. Αφορούσε την τιμή των δύο υπερδυνάμεων και την αγχωτική προσπάθειά τους για να «αποδειχθεί» ποιος λαός είναι πιο έξυπνος. Για να είμαστε πιο ακριβείς, κυρίως οι ΗΠΑ επιδίωκαν κάτι τέτοιο, καθώς η Σοβιετική Ένωση είχε διαρκώς στα χέρια της τα σκακιστικά σκήπτρα από το 1948. Σίγουρα, όμως, ούτε οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν να χάσουν αυτό που με τις διαρκείς επιτυχίες τους φάνταζε δεδομένο. Κι όμως, το «παιδί-θαύμα» από το Μπρούκλιν έφερε τη μεγάλη ανατροπή. Που αποδείχθηκε ότι δεν θα ήταν η μόνη…
Ο προάγγελος του «πολέμου» με φόντο το σκάκι
Η μοίρα είναι συνήθως πολύ παιχνιδιάρα. Το «Παιχνίδι του Αιώνα» τελείωσε την ίδια ημέρα που άρχισε το «USA vs USSR radio chess match», το 1945, όταν μέσω ραδιοφώνου οι δύο χώρες επιχείρησαν κάτι πολύ προχωρημένο για την εποχή: οι δέκα καλύτεροι σκακιστές τους ήρθαν αντιμέτωποι, έστω κι αν τους χώριζαν πάρα πολλά χιλιόμετρα. Τότε οι σχέσεις των δύο πλευρών ήταν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, καθώς μόλις είχε λήξει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο είχαν κοινό εχθρό τις χώρες του Άξονα. Είναι αξιοσημείωτο ότι από πλευράς ΗΠΑ Εβραίοι σε καταγωγή σκακιστές ήταν οι εννέα στους δέκα, ενώ για τη Σοβιετική Ένωση οι έξι. Τελικά, με 15,5 νίκες έναντι 4,5 οι Σοβιετικοί επικράτησαν και αυτό ήταν κάτι που προκάλεσε τον ενθουσιασμό της Μόσχας, αλλά όχι μόνο…
Αυτό το νέο προκάλεσε αίσθηση και στην παγκόσμια σκακιστική κοινότητα, καθώς οι ΗΠΑ είχαν κερδίσει τέσσερις σερί Σκακιστικές Ολυμπιάδες, μεταξύ 1931 και 1937. Ωστόσο, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε πάρει μέρος σε αυτές τις διοργανώσεις και ήδη ετοιμαζόταν να σαρώσει τα πάντα. Το πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει και επέβλεπε ο Νικολάι Κριλένκο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έδινε «καρπούς» και από το τέλος του Β’ ΠΠ και έπειτα οι Σοβιετικοί θα κυριαρχούσαν.
Από οικογένεια με «ύποπτο» παρελθόν
Ο Μπόμπι Φίσερ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1943 σε εβραϊκή οικογένεια. Ως πατέρας του είναι δηλωμένος ο Χανς-Γκέραλντ Φίσερ, ένας διάσημος Γερμανός βιολόγος και μητέρα του η Ρεγκίνα Βέντερ Φίσερ, με το ζευγάρι να γνωρίζεται προπολεμικά στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Ιατρικής στη Μόσχα. Παρόλα αυτά, πολλά χρόνια αργότερα, ήρθαν στο φως στοιχεία που ισχυρίζονταν ότι βιολογικός πατέρας του Μπόμπι ήταν ένας διάσημος Ούγγρος μαθηματικός (επίσης εβραϊκής καταγωγής), ο Πάουλ Νεμένι. Μάλιστα, λέγεται ότι έστελνε κάθε μήνα το έμβασμά του στην οικογένεια Φίσερ για την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών, μέχρι την ημέρα που πέθανε το 1952.
Το… σοβιετικό παρελθόν των γονιών του «ανάγκασε» το FBI να ερευνά για πολλά χρόνια οτιδήποτε αφορούσε τους Φίσερ, καθώς υπήρχαν «βάσιμες υποψίες» για κομμουνιστικές διασυνδέσεις. Πάντως, ο Μπόμπι δεν χώνευε ιδιαίτερα τους Σοβιετικούς, τουλάχιστον μέχρι την ημέρα που ξεκίνησε να τους αντιμετωπίζει σε αγώνες. Η ενασχόλησή του με το σκάκι ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, με την αδελφή του να του το κάνει δώρο σε ηλικία πέντε ετών, όταν μετακόμισαν στο Μπρούκλιν. Ο μικρός έπαθε εμμονή με το επιτραπέζιο παιχνίδι και ξενυχτούσε πολλά βράδια, παίζοντας με φανταστικούς αντιπάλους. Όταν μάλιστα του έπαιρναν τα πιόνια για να κοιμάται και λίγο, σκάρωνε παιχνίδια με το μυαλό του.
Το αστέρι του έλαμψε από νωρίς
Το ταλέντο και η εμμονή του Μπόμπι δεν άφησαν αδιάφορους τους γονείς του. Η Ρεγκίνα επισκέφθηκε έναν γνωστό δάσκαλο του επιτραπέζιου παιχνιδιού και εκείνος τον έβαλε ακόμη πιο βαθιά στον μαγικό του κόσμο. Από την ηλικία των δέκα ετών κέρδιζε όποιον έβρισκε απέναντί του, ανεξαρτήτως ηλικίας. Συμμετείχε σε αγώνες που είχε μέχρι και 80 αντιπάλους, ενώ στα 15 του έγινε ο νεότερος γκρανμέτρ μέχρι εκείνη τη στιγμή και ο νεότερος συμμετέχοντας σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στα 20 κέρδισε τον τίτλο στις ΗΠΑ με 11/11 νίκες, το καλύτερο αποτέλεσμα στην ιστορία του θεσμού.
Στο ενδιάμεσο, αν και είχε ένα απίστευτα εύστροφο μυαλό, παράτησε το σχολείο και επικεντρώθηκε στο επιτραπέζιο παιχνίδι. Παράλληλα, μελετούσε συνεχώς για να εξελίξει το παιχνίδι του, έκανε περιοδείες και έπαιζε με αντιπάλους από όλο τον κόσμο, ενώ δεν έδινε σημασία σε πράγματα που ενδιέφεραν τους συνομήλικούς του. Δεν είχε φίλους, ούτε κοπέλα και μοναδική του παρέα ήταν τα πιόνια. Αυτή ήταν η ζωή του, με μεγάλο του στόχο να είναι η κατάκτηση του παγκοσμίου πρωταθλητή.
Η μεγάλη πρόκληση στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου
Η στιγμή που ο Φίσερ έψαχνε από μικρό παιδάκι, ήρθε το 1972. Αφού τελείωσε έναν «μαραθώνιο» νικών επί πολλών αντιπάλων, έφτασε στον τελικό με τον σπουδαίο Σοβιετικό σκακιστή, Μπόρις Σπάσκι. Οι Αμερικανοί διψούσαν για τη νίκη και με τη συνηθισμένη υπερβολή που τους διακατέχει, έγραφαν για «το φτωχό παιδί από το Μπρούκλιν, που θα στεκόταν αντιμέτωπο με όλη τη Σοβιετική Ένωση». Μάλιστα, ο ίδιος είχε δηλώσει πως είναι μια μάχη μεταξύ «ενός πραγματικά ελεύθερου κόσμου, κόντρα στους ψεύτες, κλέφτες και υποκριτές Ρώσους». Αυτό ήταν! Ο Μπόμπι είχε ήδη γίνει το αγαπημένο παιδί των συμπατριωτών του.
Το σκηνικό στο Ρέικιαβικ ήταν έτοιμο για το μεγάλο γεγονός. Όμως, ο ίδιος δεν συμφωνούσε με τους όρους της αναμέτρησης και έκανε τους διοργανωτές να απηυδήσουν. Μάλιστα, άλλαξε τα αεροπορικά του εισιτήρια και καθυστέρησε κάποιες ημέρες να φτάσει στην Ισλανδία. Χρειάστηκε ένα τηλεφώνημα από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, καθώς και ένα τεράστιο χρηματικό έπαθλο -εάν νικούσε- από κάποιον επιχειρηματία για να τον πείσουν. «Τα ιδανικά μου είναι το σκάκι και το χρήμα. Θέλω να γίνω πάμπλουτος. Όλοι το θέλουν, αλλά κανείς δεν το παραδέχεται», είχε δηλώσει κάποτε με κυνικό τρόπο.
Με τα πολλά, ο Φίσερ πήρε μέρος στον τελικό. Μέσα στους όρους που έθεσε, ήταν αυτός και ο Σπάσκι να παίξουν με απόσταση από το κοινό και να επικρατεί απόλυτη ησυχία. Με τον Σοβιετικό να τους δέχεται, το παιχνίδι πραγματοποιήθηκε και χρειάστηκαν 21 ολόκληρες παρτίδες για να ολοκληρωθεί. Το ημερολόγιο έγραφε 1 Σεπτεμβρίου 1972, όταν ο Σοβιετικός αναγνώρισε την ανωτερότητα του αντιπάλου του και αποφάσισε να αποσυρθεί από τη διεκδίκηση του τίτλου. Το τελευταίο παιχνίδι του Αμερικανού τον είχε «λυγίσει», αλλά δεν δίστασε να χειροκροτήσει τον αντίπαλό του.
Έγινε αμέσως εθνικός ήρωας…
Μέχρι και σήμερα οι ειδικοί δεν έχουν βρει το λάθος που έκανε ο Σπάσκι στην καθοριστική 21η παρτίδα. Πολλοί ειδικοί του παιχνιδιού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απλώς ο Φίσερ έκανε το τέλειο παιχνίδι. Η επιστροφή του τότε 29χρονου Αμερικανού στη Νέα Υόρκη έγινε μετά βαΐων και κλάδων. Τα παιδιά της πατρίδας του άρχισαν να ασχολούνται με ένα παιχνίδι που… δεν ήξεραν ότι υπάρχει. Αλλά, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του και το γεγονός ότι δεν συμβιβαζόταν με την πραγματικότητα που ήταν διαμορφωμένη γύρω του, τον μετέτρεψαν στη συνέχεια σε παρία.
Σε ερώτηση για το ποιον θεωρούσε κορυφαίο στο σκάκι, είχε απαντήσει: «Δεν μου αρέσει να είμαι αλαζόνας. Όμως, θα ήταν ανόητο να μην πω την αλήθεια: εμένα», είχε πει. Αλλά, οι υπεύθυνοι του πνευματικού αυτού αθλήματος δεν μπορούσαν να του «συγχωρέσουν» τα πάντα, παρά την εκτίμηση στο ταλέντο του. Το 1975 η Διεθνής Ομοσπονδία του αφαίρεσε τον τίτλο, επειδή αρνήθηκε να αγωνισθεί στη Μανίλα με τον Σοβιετικό διεκδικητή, Ανατόλι Καρπόφ, για να ανακηρύξει τον αντίπαλό του παγκόσμιο πρωταθλητή.
Κατέληξε παρίας και φανατικός αντισημίτης
Από τότε, ο Φίσερ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και το όνομά του απασχόλησε την επικαιρότητα ξανά το 1981, όταν συνελήφθη ως ύποπτος για ληστεία τράπεζας στην Καλιφόρνια. Ήτα φιλοχρήματος, αλλά δύσκολα θα έφτανε σε τέτοιο σημείο και έτσι γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος ως θύμα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Πάντως, για ένα διάστημα ήταν προφυλακισμένος.
Τα επόμενα χρόνια έζησε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου αφοσιώθηκε στην συγγραφή βιβλίων για το σκάκι, ενώ παρά την εβραϊκή καταγωγή του, εκτόξευε συνεχώς βέλη εναντίον των Εβραίων. Μάλιστα, ζήτησε από τους εκδότες της Εβραϊκής Εγκυκλοπαίδειας να αφαιρέσουν το σχετικό λήμμα, επειδή «ποτέ δεν υπήρξα Εβραίος».
Το 1992 έγινε «κόκκινο πανί» για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, όταν αποφάσισε να πάρει μέρος στην άτυπη ρεβάνς εναντίον του Σπάσκι, στο Βελιγράδι. Μάλιστα, οι Αρχές της χώρας του απάγγειλαν κατηγορίες, επειδή το χρηματικό που έλαβε συνιστούσε παραβίαση του εμπάργκο που είχε επιβληθεί στη Γιουγκοσλαβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Δεν επέστρεψε ποτέ ξανά επί αμερικανικού εδάφους, μετακόμισε σε Ουγγαρία και Ιαπωνία, ενώ το 2005 εγκαταστάθηκε στο Ρέικιαβικ, την πόλη που έγινε παγκόσμια γνωστός, παίρνοντας και την ισλανδική υπηκοότητα. Απέκτησε τέτοιο μένος εναντίον της χώρας που γεννήθηκε, που συνέντευξή του μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δήλωσε χαρούμενος για το γεγονός.
Το άστρο του έσβησε στις 17 Ιανουαρίου του 2008, σε νοσοκομείο της ισλανδικής πρωτεύουσας από ηπατική ανεπάρκεια. Μαζί έσβησε και μια ολόκληρη εποχή, στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τους σινεφίλ, η ζωή του έχει αποτελέσει θέμα για δύο ντοκιμαντέρ και δύο ταινίες, με τελευταία το «Θυσιάζοντας ένα πιόνι», στην οποία τον ενσάρκωσε ο «Spiderman», Τόμπι Μαγκαυάιρ.