Ο George Junius Stinney Jr. κατέχει μία θλιβερή πρωτιά. Ήταν ο νεαρότερος άνθρωπος που εκτελέστηκε στις ΗΠΑ τον 20ο αιώνα. Μόλις στα 14 του χρόνια, με μία δίκη-εξπρές, χωρίς κανένα στοιχείο σε βάρος του και με μία υποτιθέμενη «ομολογία» η οποία δεν εμφανίστηκε γραπτώς ποτέ και πουθενά. Η υπόθεσή του, μια υπόθεση-ντροπής για τον πολιτισμό, είχε τόσα κενά και τόσα μελανά σημεία, που εβδομήντα χρόνια μετά άνοιξε εκ νέου και η αρχική καταδίκη του ανακλήθηκε. Ήταν όμως πολύ αργά για το αγόρι.
Ο Stinney καταδικάστηκε σε λιγότερο από δέκα λεπτά, σε δίκη που κράτησε μία μέρα και με ενόρκους μόνο λευκούς, για τον φόνο των δύο λευκών κοριτσιών. Παρά την αναφορά περί ομολογίας, δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο γραπτά, κι έτσι δεν υπήρχε και καμία ομολογία να παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Επίσης δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Δεν του δόθηκε το δικαίωμα έφεσης, καταδικάστηκε σε θάνατο και δόθηκε εντολή να οδηγηθεί στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η ταινία «Carolina Skeletons» του 1991 βασίστηκε στην ιστορία του Stinney, αποτυπώνοντας με τρόπο ρεαλιστικό και σκληρό την εκτέλεση και τις τελευταίες του στιγμές. Όσο σκληρός ήταν πράγματι ο τρόπος που αντιμετώπισε μια ολόκληρη κοινωνία -και μία εποχή- ένα 14χρονο παιδί.
Από τη στιγμή της καταδίκης του 14χρονου Stinney, το ερώτημα της ενοχής του, η εγκυρότητα της «ομολογίας» του και αυτή καθ’ αυτή η διαδικασία που οδήγησε στην εκτέλεσή του αποτέλεσαν αντικείμενο σφοδρής κριτικής.
Ομάδα δικηγόρων και ακτιβιστών εξέτασε την υπόθεση για λογαριασμό της οικογένειά του και το 2013 η οικογένεια Stinney ζήτησε να γίνει νέα δίκη. Τον Δεκέμβριο του 2014, 70 χρόνια μετά, η καταδίκη του αναιρέθηκε, καθώς κρίθηκε πως δεν του είχε προσφερθεί δίκαιη δίκη, δεν είχε υπεράσπιση και παραβιάστηκαν συνταγματικά δικαιώματά του. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, δεν αποκλείεται ο Stinney να διέπραξε πράγματι το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε, ωστόσο η δίωξη και η δίκη του κρίθηκαν άκυρες. Θεωρήθηκε πως ο 14χρονος εξαναγκάστηκε σε ομολογία και συνεπώς ακόμα κι αν υπήρξε δεν γίνεται αποδεκτή. Η δικαστής, που κλήθηκε να επανεξετάσει την υπόθεση, χαρακτήρισε την εκτέλεση ενός 14χρονου παιδιού «σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία».
Γεννημένος τον Οκτώβριο του 1929, ο Αφροαμερικανός Stinney ζούσε στο Alcolu της Νότιας Καρολίνας, μια μικρή πόλη της μεσαίας τάξης, όπου οι γειτονιές των λευκών και των μαύρων χωρίζονταν από τις ράγες του τρένου. Ήταν μία τυπική πόλη του αμερικανικού νότου, με ξεχωριστά σχολεία και ξεχωριστές εκκλησίες για τους κατοίκους, ανάλογα το χρώμα τους, όπου λευκοί και μαύροι δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή.
Ο Stinney ζούσε με τον πατέρα και τη μητέρα του και τα τέσσερα αδέλφια του. Ο πατέρας του George ο πρεσβύτερος εργαζόταν στο εργοστάσιο ξυλείας της πόλης και η οικογένεια ζούσε σε σπίτι που τους παρείχε ο εργοδότης του.
Η τελευταία φορά που κάποιος είδε την 11χρονη Betty June Binnicker και την 7χρονη Mary Emma Thames ήταν στις 22 Μαρτίου του 1944. Περνούσαν με τα ποδήλατά τους, πηγαίνοντας να μαζέψουν λουλούδια. Μπροστά από το σπίτι της οικογένειας Stinne, ρώτησαν τον George και την αδελφή του Aime εάν ήξεραν που θα έβρισκαν πασιφλόρες. Κι αυτή ήταν η μοναδική αποδεδειγμένη επαφή του 14χρονου με τα κορίτσια, που όμως στάθηκε αρκετή για να οδηγήσει στην καταδίκη του. Παρότι η Aime κατέθεσε πως ήταν μαζί του όταν έγιναν οι φόνοι.
Όταν η ώρα πέρασε και τα κορίτσια δεν είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους, άρχισαν οι έρευνες, στις οποίες μάλιστα συμμετείχε και ο πατέρας Stinney. Βρέθηκαν τελικά νεκρά το επόμενο πρωί, στην πλευρά της πόλης όπου ζούσαν οι Αφροαμερικανοί, σε ένα χαντάκι γεμάτο νερά και λάσπες. Είχαν χτυπηθεί με κάποιο αυτοσχέδιο μεταλλικό «όπλο» στο πρόσωπο και το κεφάλι, με τις αναφορές για το «όπλο» να ποικίλουν. Ο ιατροδικαστής είχε αποφανθεί πως ήταν κάτι αμβλύ με στρογγυλό κεφάλι, στο μέγεθος σφυριού. Είχαν σοβαρά τραύματα στο κεφάλι ενώ δεν είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά.
Στις 24 Μαρτίου 1944 ο σερίφης της πόλης ανακοίνωσε τη σύλληψη του αγοριού, ως υπόπτου για τον διπλό φόνο, από κοινού με τον μεγαλύτερο αδελφό του Johnny, ο οποίος τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Ο George παρέμεινε υπό κράτηση και μάλιστα δεν του επετράπη να δει τους γονείς του μέχρι το πέρας της δίκης και τελικά της καταδίκης του. Σύμφωνα με την έγγραφη δήλωση του αστυνομικού που τον συνέλαβε, ο George Junius είχε ομολογήσει στις Αρχές την πράξη του και έδειξε στους αστυνομικούς πού είχε κρύψει ένα κομμάτι μετάλλου, το οποίο βρέθηκε, όπως αναφέρεται στη δήλωση, σε κοντινή απόσταση από το ποδήλατο των κοριτσιών. Δεν υπάρχει όμως καμία έγγραφη ομολογία υπογεγραμμένη από τον 14χρονο.
Η δασκάλα του παιδιού υποστήριξε πως ο George είχε μπλέξει σε καυγάδες στο σχολείο του και σε μία περίπτωση είχε γρατζουνίσει ένα κορίτσι με μαχαίρι, ισχυρισμός που απορρίφθηκε από την αδελφή του πολλά χρόνια μετά. Μια λευκή γυναίκα της περιοχής, που θυμόταν το αγόρι από την παιδική του ηλικία, υποστήριξε πως είχε απειλήσει να σκοτώσει την ίδια και τη φίλη της την ημέρα πριν τον φόνο, και πως ήταν γνωστός bully.
Μετά τη σύλληψη του 14χρονου, ο πατέρας του απολύθηκε από τη δουλειά του και η οικογένεια χρειάστηκε να αφήσει το σπίτι που της παρείχε ο εργοδότης του, ενώ φοβόταν για την ασφάλειά της. Οι γονείς του George δεν τον ξαναείδαν πριν τη δίκη του, ενώ ο γιος τους ήταν υπό κράτησε επί 81 ημέρες σε φυλακή 80 χιλιόμετρα μακριά για τον φόβο λιντσαρίσματος. Ανακρίθηκε ολομόναχος, χωρίς την παρουσία των γονιών του ή δικηγόρου.
Όλη η διαδικασία σε βάρος του Stinney, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής των ενόρκων, κράτησε μόλις μία ημέρα. Το κράτος του όρισε δικηγόρο τον Charles Plowden, έναν εφοριακό που φιλοδοξούσε να εκλεγεί σε κάποια θέση στην περιοχή. Ο Plowden δεν αντέκρουσε κανέναν από τους τρεις αστυνομικούς, που υποστήριξαν πως ο 14χρονος ομολόγησε τους δύο φόνους, παρότι αυτό ήταν το μόνο στοιχείο εναντίον του και παρότι παρουσιάστηκαν δύο εκδοχές της προφορικής ομολογίας του. Σύμφωνα με τη μία, ο Stinney δέχθηκε την επίθεση των κοριτσιών όταν επιχείρησε να βοηθήσει το ένα, που είχε πέσει στο χαντάκι, και τελικά τις σκότωσε ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Σύμφωνα με τη δεύτερη, είχε ακολουθήσει τα κορίτσια και τους επιτέθηκε, πρώτα στην Mary Emma και μετά στη Betty June. Δεν υπήρχε ωστόσο κανένα απτό στοιχείο που να τον συνέδεε με τους φόνους, κάποιο εύρημα ή σύνδεση. Ούτε γραπτή ομολογία, παρά η αναφορά του αστυνομικού, πως είχε ομολογήσει.
Οι ένορκοι στη δίκη του ήταν όλοι λευκοί. Στην αίθουσα του δικαστηρίου είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από χίλιοι λευκοί αλλά κανένας μαύρος. Ο κατήγορος κάλεσε τρεις «μάρτυρες», τον άνθρωπο που εντόπισε τα πτώματα και τους δύο γιατρούς που έκαναν τη νεκροψία, και ο δικηγόρος του 14χρονου κανέναν. Ούτε εξέτασε τους μάρτυρες κατηγορίας, ούτε υπερασπίστηκε με οποιονδήποτε τρόπο το αγόρι. Η όλη διαδικασία κράτησε 2,5 ώρες. Στη συνέχεια οι ένορκοι διαβουλεύτηκαν για δέκα λεπτά και έκριναν τον George Stinney ένοχο. Ο δικαστής τον καταδίκασε στην εσχάτη των ποινών, δεν υπάρχει πρακτικό της δίκης ούτε ασκήθηκε έφεση.
Η οικογένεια του Stinney, η εκκλησία αλλά και το National Association for the Advancement of Colored People απευθύνθηκαν στον κυβερνήτη Olin D. Johnston ζητώντας του να παρέμβει. Άλλοι του ζήτησαν να αφήσει την εκτέλεση να προχωρήσει, όπως κι έγινε. Σε μία από τις αιτήσεις για χάρη, ο κυβερνήτης απάντησε: «Μπορεί να σας ενδιαφέρει να πληροφορηθείτε πως ο Stinney σκότωσε το μικρότερο κορίτσι για να βιάσει το μεγαλύτερο. Μετά σκότωσε το μεγαλύτερο και βίασε τη σορό της. Είκοσι λεπτά μετά επέστρεψε κι επιχείρησε να τη βιάσει και πάλι, αλλά το σώμα της ήταν πολύ κρύο. Κι όλα αυτά τα παραδέχθηκε ο ίδιος». Η νεκροψία είχε βέβαια δείξει πως τα κορίτσια δεν είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά και δεν υπήρχε κανένα εύρημα που να τα συνδέει με το αγόρι. Και δεν υπήρξε ποτέ γραπτή ομολογία του 14χρονου, που να δηλώνει οτιδήποτε από τα παραπάνω…
Ο 14χρονος George Stinney εκτελέστηκε στις 7:30 το απόγευμα της 16ης Ιουνίου 1944. Με ύψος 1,55 και βάρος 40 κιλά, ήταν τόσο μικρόσωμος που οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δυσκολεύτηκαν να τον βάλουν στην ηλεκτρική καρέκλα και να τοποθετήσουν όπως προβλεπόταν τα καλώδια. Η μάσκα, που προοριζόταν για ενηλίκους, δεν του έκανε. Μόλις χτυπήθηκε από τα πρώτα βολτ, η μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπό του έπεσε. Ο Stinney κηρύχθηκε νεκρός έπειτα από τέσσερα λεπτά. Από την ημέρα των φόνων μέχρι την εκτέλεσή του είχαν περάσει 83 ημέρες.
Το 2004, ο ιστορικός George Frierson, που μεγάλωσε στο Alcolu, διάβασε ένα άρθρο στην εφημερίδα για την υπόθεση Stinney και άρχισε την έρευνα. Η δουλειά του τράβηξε την προσοχή δύο δικηγόρων της Νότιας Καρολίνας, των Steve McKenzie and Matt Burgess. Με τη συμβολή πολλών ακόμη, άρχισαν να ψάχνουν ιστορικά ντοκουμέντα, να βρίσκουν μάρτυρες και στοιχεία προκειμένου να αποκαταστήσουν τον George Stinney. Το 2013 προσέφυγαν στη δικαιοσύνη ζητώντας νέα δίκη.
«Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως ο Stinney ήταν αθώος για τα εγκλήματα για τα οποία εκτελέστηκε το 1944. Η απόφαση βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ένα ‘στοιχείο’, τη μη καταγεγραμμένη και μη υπογεγραμμένη ‘ομολογία’ ενός 14χρονου παιδιού, το οποίο στερήθηκε συμβουλευτικής η γονεϊκής καθοδήγησης και του οποίου ο δικηγόρος δεν κάλεσε μάρτυρες και δεν έκανε τίποτα για το δικαίωμά του να ασκήσει έφεση» αναφέρει ο McKenzie σε σημείωμά του για την επανάληψη της δίκης.
Στην ακροαματική διαδικασία, το 2014, τα αδέλφια του George κατέθεσαν πως ήταν μαζί τους την ώρα των φόνων ενώ ένας συγκρατούμενος του 14χρονου είπε πως του είχε αφηγηθεί ότι εξαναγκάστηκε σε ομολογία. Υπήρξαν και αντιδράσεις από συγγενείς των δολοφονημένων κοριτσιών, που επέμεναν πως αυτός ήταν ο ένοχος.
Η δικαστής πάντως δεν προέκρινε τη λύση της νέας δίκης αλλά αναίρεσε και ακύρωσε την καταδίκη του Stinney. Σημειώνοντας πως δεν αποκλείεται ο 14χρονος να διέπραξε το έγκλημα αυτό, επισήμανε πως σε ό,τι αφορά τη νομική διαδικασία «κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ότι ένα 14χρονο παιδί κατηγορήθηκε, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε μέσα σε 80 ημέρες. «Στην ουσία» κατέληγε «δεν έγιναν και πολλά γι’ αυτό το παιδί όταν η ζωή του κρεμόταν σε μια κλωστή».