«Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει. Η αγωνία είναι ο θρίαμβός μας». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον αναρχικό Μπαρτολομέο Βαντσέτι ο οποίος τέτοιες ημέρες πριν από 90 χρόνια καθόταν στην ηλεκτρική καρέκλα, καταδικασμένος σε θάνατο για ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε έκανε. Την ίδια μοίρα είχε και ο Νικόλα Σάκο, επίσης αναρχικός, που θεωρήθηκε (από κοινού με τον Βαντσέτι) ως ο φυσικός αυτουργός μιας αιματηρής ληστείας που έγινε μερικά χρόνια νωρίτερα στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ.
Σχεδόν 50 χρόνια αργότερα αποδείχθηκε πως το μόνο «έγκλημα» των δυο αυτών ανθρώπων ήταν πως συμμετείχαν στο ραγδαία αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα που διεκδικούσε δικαιώματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Οι Σάκο και Βαντσέτι, μνημονεύονται ακόμα και σήμερα ως τα απόλυτα θύματα ενός καθεστώτος, στις ΗΠΑ, που αν και δρούσε στην αφάνεια, έχοντας ως προκάλυμμα τη δημοκρατία, δεν δίσταζε ούτε στιγμή να τιμωρήσει και να καταδικάσει τον οποιονδήποτε που όρθωνε το ανάστημά του ακόμα κι αν αυτός είναι αθώος.
Για τους δυο αναρχικούς, που επί της ουσίας καταδικάστηκαν για τις ιδέες τους, γράφτηκαν βιβλία και τραγούδια, γυρίστηκαν ταινίες και ντοκιμαντέρ, στήθηκαν μνημεία ενώ ακόμα και το κράτος των ΗΠΑ, μερικές δεκαετίες αργότερα παραδέχθηκε πως καταδικάστηκαν και θανατώθηκαν άδικα.
Οι Σάκο και Βαντσέτι μπορεί να γεννήθηκαν στην Ιταλία αλλά επί της ουσίας ήταν «γέννημα-θρέμμα» ενός τεράστιου μεταναστευτικού κύματος που έφτασε στις ΗΠΑ που τότε θεωρούνταν κάτι σαν τη… «Γη της Επαγγελίας».
Ένα καλό αφήγημα από το οποίο, ωστόσο, έλειπε ο… δράκος. Εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες επικρατούσε ένας εργατικός μεσαίωνας. Οι εργάτες δούλευαν περισσότερες από τις μισές ώρες τις ημέρας, σε άθλιες συνθήκες και για ένα κομμάτι ψωμί.
Τυχεροί όσοι δεν έχασαν τη ζωή τους ή δεν έχασαν κάποιο μέλος του σώματός τους μέσα στα σύγχρονα κάτεργα. Κάποιοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους, κάποιοι επέμεναν στωικά όλα τα βάσανα και κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να αντιδράσουν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους. Οργανώθηκαν σε κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αναρχικοί και κομμουνιστές ήταν τα πιο δυνατά και δραστήρια κομμάτια αυτού του κινήματος στο οποίο επίσης υπήρχαν και οι σοσιαλιστές.
Ο απόηχος της Οκτωβριανής Επανάστασης ασκούσε μεγάλη γοητεία σε πολλούς. Όχι, όμως και στη καθεστηκυία τάξη των ΗΠΑ που έβλεπε σε όλο αυτό έναν μεγάλο κίνδυνο ο οποίος έπρεπε να συντριβεί δίχως κανένα έλεος.
Ο -γεννημένος στην επαρχία Foggia της Ιταλίας- Σάκο μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 17 ετών και εργαζόταν ως τσαγκάρης. Ο Βαντσέτι, πλανόδιος ιχθυοπώλης είχε γεννηθεί στη Β. Ιταλία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 20 ετών. Αμφότεροι έφτασαν στις ΗΠΑ την ίδια χρονιά αλλά πέρασαν 9 χρόνια μέχρι να συναντηθούν, μέσα στις τάξεις του αναρχικού κινήματος.
Τον Απρίλιο του 1920, προετοιμάζοντας μια ακόμα μεγάλη απεργία οι Σάκο και Βαντσέτι, μαζί με άλλους συντρόφους τους, προχωρούσαν σε διάφορες προπαρασκευαστικές ενέργειες υπό άκρα μυστικότητα καθώς οι απεργίες, όταν δεν κρίνονταν παράνομες, χτυπιόνταν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τις δυνάμεις καταστολής.
Στις 15 εκείνου του μήνα οι δύο ταμίες ενός εργοστασίου υποδημάτων, περπατούσαν στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι στην πολιτεία της Μασαχουσέτης έχοντας μαζί τους δύο μικρά χρηματοκιβώτια με κάτι παραπάνω από 15.000 δολάρια.
Ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά τους ένοπλοι ληστές, οι οποίοι δίχως δισταγμό τους πυροβολούν, παίρνουν τα χρηματοκιβώτια και διαφεύγουν με όχημα που τους περίμενε λίγο πιο μακριά.
Λίγες ημέρες μετά η αστυνομία συλλαμβάνει τρία άτομα ενώ ένα ακόμα διαφεύγει. Οι δυο είναι οι Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο, μάλιστα, κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες.
Οι δυο αναρχικοί, νομίζοντας πως πρόκειται για μπλόφα της αστυνομίας, πέφτουν σε αντιφάσεις στην προσπάθειά τους να κρατήσουν μυστικές τις προπαρασκευαστικές ενέργειες που έκαναν για τη διοργάνωση της κινητοποίησης. Η οπλοκατοχή ήταν κάτι συνηθισμένο εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ δεδομένης της ραγδαίας αύξησης της εγκληματικότητας και γι’ αυτό άλλωστε οι αρχικές κατηγορίες που τους αποδόθηκαν ήταν για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» καθώς βρέθηκαν πάνω τους προκηρύξεις αναρχικού περιεχομένου. Η αιματηρή ληστεία, προστέθηκε αργότερα στο κατηγορητήριο και με αυτό παραπέμφθηκαν σε δίκη.
Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ακραία συντηρητικός που ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να στείλει τους δυο αναρχικούς στην ηλεκτρική καρέκλα και ταυτόχρονα να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους μετανάστες εργάτες. Της ίδιας λογικής ήταν και ο εισαγγελέας της έδρας.
Η δίκη γρήγορα εξελίχθηκε σε μια παρωδία. Μεταφραστής για να «βοηθάει» τους Σάκο και Βαντσέτι ήταν ο κουμπάρος του εισαγγελέα. Πρόεδρος των ενόρκων, επιλέχθηκε… τυχαία ο αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι. Γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο».
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921 αλλά είχε ήδη τελειώσει πολύ νωρίτερα. Οι μάρτυρες «κατάλαβαν» πως οι δράστες είναι μετανάστες Ιταλοί από το… περπάτημα. Χωρίς να γίνει κάποιου είδους εξέταση (βαλλιστική δεν υπήρχε τότε) κρίθηκε πως οι σφαίρες είχαν φύγει από το περίστροφο του Σάκο. Κανείς από τους μάρτυρες δεν αναγνώρισε ανεπιφύλακτα τους Σάκο και Βαντσέτι παρά το γεγονός πως -αντίθετα με ότι συνήθως συνέβαινε- δεν τους επιδείχθηκε μια σειρά ατόμων για να επιλέξουν τους δράστες, αλλά μόνο οι δυο αναρχικοί.
Και το κυριότερο; Το φθινόπωρο του 1925, ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. Το δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψιν του την κατάθεση αυτή!
Όταν πλέον έγινε ξεκάθαρο πως η δίκη κινούταν στη λογική της παραδειγματικής τιμωρίας ακόμα κι αν τα στοιχεία έδειχναν πως οι Σάκο και Βαντσέτι ήταν αθώοι, ξέσπασε ένα πρωτοφανές παγκόσμιο κίνημα αλληλεγγύης.
Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, αναρχικοί, κομμουνιστές και όχι μόνο, σε Ευρώπη και Αμερική βγήκαν στο δρόμο με στόχο να εμποδίσουν την εκτέλεση των δυο εργατών. Διαδηλώσεις, επιτροπές αλληλεγγύης, πορείες και διαμαρτυρίες ακόμα και συγκέντρωση υπογραφών (ξεπέρασαν τις 600.000) πραγματοποιήθηκαν αλλά η απόφαση του δικαστηρίου δεν άλλαζε.
Οι μάσκες έπεσαν όταν ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών».
Έτσι, μόλις 11 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22ας προς 23ης Αυγούστου του 1927, ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι.
«Γιε μου, να θυμάσαι: μην τα κρατάς όλα για εσένα. Πάντοτε να κάνεις ένα βήμα πίσω, ένα βήμα μόνο, για να βοηθάς τους πιο αδύναμους, να στέκονται πλάι σου. Οι πιο αδύναμοι που φωνάζουν για βοήθεια, οι ταπεινωμένοι, τα θύματα, αυτοί είναι οι φίλοι σου. Οι φίλοι σου και οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μας που αγωνίζονται. Ναι, και καμιά φορά πέφτουν. Πέφτουν, όπως ο πατέρας σου και ο σύντροφός του ο Μπαρτολομέο έπεσαν. Αγωνίστηκαν και έπεσαν χτες για την κατάκτηση της χαράς. Για την ελευθερία όλων. Στον αγώνα γιε μου, εκεί θα νιώσεις την αγάπη. Και στον αγώνα θα αγαπηθείς», έγραψε προς τον γιο του ο Νικόλα Σάκο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες τα τελευταία λόγια του Βαντσέτι στην ηλεκτρική καρέκλα ήταν: «είμαι ένας αθώος άνθρωπος. Ποτέ δεν διέπραξα έγκλημα», ενώ του Σάκο ήταν «Αντίο γυναίκα μου, αντίο παιδία μου. Ζήτω η Αναρχία»!
Τον Ιούλη του 1977, η Πολιτεία της Μασαχουσέτης, αναψηλαφώντας την υπόθεση των δύο εργατών αποφασίζει πως «οι Σάκο και Βαντσέτι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Ο τότε κυβερνήτης της Πολιτείας, ο ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκης, σε δημόσια δήλωσή του αναγνώρισε την αθωότητα των εκτελεσθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους, ως «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».