Το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018 έχει ήδη ξεκινήσει, με τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή του πλανήτη να καθηλώνει τα βλέμματα όλων των ποδοσφαιρόφιλων του πλανήτη, αλλά και μεγάλο μέρος των φιλάθλων, έστω κι αν δεν είναι ο «βασιλιάς» των σπορ η πρώτη τους επιλογή. Από αυτό το… πάρτι στα γήπεδα της Ρωσίας θα απουσιάσουν δύο μεγάλα ονόματα του παγκοσμίου ποδοσφαιρικού στερεώματος, η τέσσερις φορές κορυφαία ομάδα του πλανήτη, Ιταλία, αλλά και η τρεις φορές φιναλίστ, Ολλανδία. Εκτός από τα δύο αυτά μεγαθήρια σε επίπεδο εθνικών ομάδων, από το τωρινό Μουντιάλ απουσιάζει και το δικό μας αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Το σύνολο του Μίκαελ Σκίμπε έφτασε μέχρι τα ευρωπαϊκά πλέι οφ, εκεί όπου αντιμετώπισε την Κροατία, αλλά η «παρέα» των Μόντριτς, Ράκιτιτς, Μάντζουκιτς και Πέρισιτς φάνηκε ότι -τουλάχιστον αυτήν την περίοδο- είναι ένα σκαλί πιο πάνω από τη «γαλανόλευκη» Εθνική. Μια ομάδα, άλλωστε, που δεν πάει και κάθε φορά σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου… Το αντίθετο μάλιστα. Όλες κι όλες, η Ελλάδα έχει παίξει τρεις φορές στην κορυφαία αυτή ποδοσφαιρική διοργάνωση. Η μια ήταν το όχι τόσο μακρινό 1994, στα γήπεδα των ΗΠΑ, η άλλη ήταν το 2010 στη Νότιο Αφρική, εκεί όπου πανηγύρισε και την πρώτη της νίκη σε Μουντιάλ (2-1 τη Νιγηρία) και η τρίτη ήρθε μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, στη Βραζιλία, εκεί όπου το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σημείωσε και την καλύτερή της επίδοση σε Παγκόσμιο Κύπελλο, καθώς έφτασε μέχρι τους «16» της διοργάνωσης. Μάλιστα, εάν δεν ήταν ο Κέιλορ Νάβας, στο παιχνίδι με την Κόστα Ρίκα που κρίθηκε στα πέναλτι, ίσως να πήγαινε και πιο μακριά. Από εκείνη την ομάδα, πολλοί γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές της -αλλά και αυτοί με λιγότερο σημαντικό ρόλο- σε ποιους συλλόγους αγωνίζονται σήμερα και με τι επέλεξαν να ασχοληθούν όσοι αποφάσισαν να κρεμάσουν τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια. Το ίδιο, σε έναν βαθμό συμβαίνει και με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του 2010. Ωστόσο, δεν ισχύει κάτι τέτοιο και για την ομάδα του 1994, εκείνη που -δυστυχώς- έμεινε στην ιστορία για το «4-4-2». Και φυσικά δεν εννοούμε το σύστημα που έπαιξε στα αμερικανικά γήπεδα, αλλά τις ήττες χωρίς έστω ένα γκολ από Αργεντινή (4-0), Βουλγαρία (4-0) και Νιγηρία (2-0). Ας ρίξουμε μια ματιά στο τι έκαναν μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο 1994 οι Έλληνες διεθνείς, αλλά και ο προπονητής τους…
Δημήτρης Σαραβάκος: Ο «μικρός» του ελληνικού ποδοσφαίρου, το 1994 άφησε τον Παναθηναϊκό για να μετακομίσει στην ΑΕΚ, ωστόσο επέστρεψε το 1996 στην ομάδα που αγάπησε, για να αγωνιστεί μέχρι το 1998, όταν και αποφάσισε να φύγει από το χορτάρι, για να ασχοληθεί με… την άμμο. Έπαιξε ποδόσφαιρο 5×5 στην άμμο, ενώ παράλληλα ανέπτυξε επιχειρηματικές δραστηριότητες και αρθρογραφούσε σε αθλητικές εφημερίδες. Το 2013 επέστρεψε στον Παναθηναϊκό ως διευθυντής ποδοσφαιρικού τμήματος, ενώ είναι ένας από τους ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βοηθά στα διοικητικά του «τριφυλλιού», στα δύσκολα τελευταία χρόνια για τον σύλλογο. Νίκος Νιόπλιας: Έμεινε στα γήπεδα μέχρι το 2004, όταν και αποφάσισε να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση με τη φανέλα της Χαλκηδόνας. Είχαν προηγηθεί ο Παναθηναϊκός και ο ΟΦΗ, ενώ από εκείνη την ομάδα είχε την πιο πετυχημένη παρουσία ως προπονητής. Αρχικά ανέλαβε την εθνική Κ-19, την οποία οδήγησε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2007 και στη συνέχεια ανέλαβε την εθνική Ελπίδων, ουσιαστικά με τους ίδιους παίκτες που είχε και στη Νέων. Τον Δεκέμβριο του 2009 αντικατέστησε τον Χενκ Τεν Κάτε στον Παναθηναϊκό, έχοντας ως βοηθό του τον Κριστόφ Βαζέχα. Μαζί κατέκτησαν το νταμπλ την περίοδο 2009-10, ενώ όταν αποχώρησε από τους «πράσινους», τον Ιούνιο του 2011 ανέλαβε την εθνική Κύπρου, από την οποία αποχώρησε τον Σεπτέμβριο του 2013. Τον Φεβρουάριο του 2015 ανακοινώθηκε η πρόσληψή του στον Ατρόμητο Αθηνών, αλλά αποχώρησε με το τέλος της σεζόν. Ακολούθησε τον Ιανουάριο του 2016 ο πάγκος του ΟΦΗ, από όπου αποχώρησε έναν χρόνο μετά. Νίκος Μαχλάς: Μετά τον ΟΦΗ, από τον οποίο ξεκίνησε την καριέρα του και πήρε μεταγραφή στη Φίτεσε το 1996, κατάφερε να κάνει τους Ολλανδούς να χορέψουν συρτάκι για πάρτη του. Τη σεζόν 1997-98 σκόραρε 34 γκολ σε 32 αγώνες και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ σε Ολλανδία και Ευρώπη, κερδίζοντας το «Χρυσό Παπούτσι». Το 1999 πήγε στον Άγιαξ, από τον οποίο πήγε δανεικός και στη Σεβίλλη, επέστρεψε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή, ξανάπαιξε στον ΟΦΗ, ενώ έκλεισε την καριέρα του στον ΑΠΟΕΛ. Στις 8 Ιουνίου του 2009 ανακοίνωσε την ανάμειξή του με τα κοινά του κρητικού συλλόγου, ακολουθώντας τα χνάρια του Αλκέτα Παναγούλια ως πρόεδρος. Τάσος Μητρόπουλος: Ο «Ράμπο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, που το 1994 αγωνιζόταν στην ΑΕΚ, έκανε πέρασμα και από τους τρεις «μεγάλους» της Αθήνας, καθώς στη συνέχεια αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό, έστω και για ελάχιστα ματς, ενώ συνέχισε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο σε Απόλλωνα, Ηρακλή και Βέροια, πριν επιστρέψει στον αγαπημένο του Ολυμπιακό, για να κλείσει την πλούσια καριέρα του. Μετά το τέλος της αγωνιστικής δράσης, έμεινε κυρίως στην επικαιρότητα για τις σχέσεις του αρχικά με την Έλενα Ναθαναήλ και στη συνέχεια με την Νένα Χρονοπούλου. Νίκος Τσιαντάκης: Η επιτομή της φράσης «ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’90». Με το χαρακτηριστικό του μουστάκι και την ακόμη πιο χαρακτηριστική χαίτη του, το Νο11 εκείνης της Εθνικής έχει αποτυπωθεί βαθιά στο μυαλό κάθε Έλληνα ποδοσφαιρόφιλου. Το 1994 μετακόμισε από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη για τον Άρη, ακολούθησε ο Ιωνικός, ο ΟΦΗ και ο Εθνικός Αστέρας, με τον οποίον ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα. Ο Τσιαντάκης κατάφερε το 2017 κάτι αρκετά αξιόλογο, καθώς με καθυστέρηση αρκετών ετών, στα 48 του χρόνια, πήρε το πτυχίο του από το Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπύρος Μαραγκός: Και ο Λευκαδίτης χαφ συνέχισε για αρκετά χρόνια το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, μετά το Μουντιάλ του 1994. έφυγε από τον Παναθηναϊκό το 1996 για τον ΠΑΟΚ, το 1998 πήγε στη Λευκωσία για λογαριασμό της Ομόνοιας, πριν επιστρέψει τον επόμενο χρόνο στον «δικέφαλο» του Βορρά, ενώ έκλεισε την καριέρα του στην Κύπρο, για λογαριασμό του ΑΠΟΕΛ. Συνέχισε ως τεχνικός στη Μεγαλόνησο, όπου εργάστηκε στη Δόξα Κατωκοπιάς. Επέστρεψε στην Ελλάδα για την Προοδευτική, πήγε στη Θήβα και στο Κορωπί, ενώ αργότερα ασχολήθηκε ως προπονητής Ακαδημιών, καθώς το 2008 ανέλαβε πόστο στον Παναθηναϊκό.