Στην καριέρα τους μπήκε άδοξο τέλος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κατάφεραν να απασχολήσουν την κοινή γνώμη με το ποδοσφαιρικό τους ταλέντο και με όσα έκαναν εντός γηπέδων. Την παρακάτω λίστα συνθέτουν οι τραγικές ιστορίες αθλητών που έκαναν τον γύρο του κόσμου. Από την ιστορία του τερματοφύλακα της Βραζιλίας μετά το Μουντιάλ του 1950 μέχρι το αυτογκόλ του Εσκομπάρ, που του στοίχισε τη ζωή, βλέπουμε την τραγική πλευρά του ποδοσφαιρικού θεάματος.
Μοασίρ Μπαρμπόσα
«Σε περίπτωση ανθρωποκτονίας η μεγαλύτερη ποινή που προβλέπει ο νόμος στη Βραζιλία είναι τα 30 χρόνια. Εγώ πληρώνω εδώ και πενήντα χρόνια για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα» είπε ο τερματοφύλακας Μοασίρ Μπαρμπόσα για το ματς με την Ουρουγουάη στον τελικό γύρο για το Μουντιάλ του 1950. Στις 16 Ιουλίου του 1950, μέσα σε ένα πανηγυρικό κλίμα σιγουριάς ότι η Βραζιλία θα είναι η επόμενη πρωταθλήτρια κόσμου, διοργανώνονταν παρελάσεις στους δρόμους της χώρας. Ο δήμαρχος του Ρίο αποκαλούσε ήδη τους ποδοσφαιριστές πρωταθλητές και οι 180.000 περίπου βραζιλιάνοι που πήγαν στο Μαρακανά περίμεναν να βρεθούν στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό πάρτι που έχει διοργανωθεί ποτέ. Αυτή η μέρα όμως έμελλε να είναι η χειρότερη για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Παρότι προηγήθηκε η «σελεσάο», οι Ουρουγουανοί νίκησαν με 2-1 και κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η ήττα αυτή βύθισε σε πένθος τη χώρα και ο Τύπος έγινε ιδιαίτερα σκληρός απέναντι σε όσους ευθύνονταν για το αποτέλεσμα, ενώ ο Ουρουγουανός Ghiggia που πέτυχε το δεύτερο γκολ στο 79’ είχε πει μοναδικά: «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ». Ο σκόρερ στο 79ο λεπτό πέρασε τον Μπιγκόντε και μπήκε στην περιοχή, αλλά αντί να πασάρει, σούταρε στην κλειστή γωνία αιφνιδιάζοντας τον Μπαρμπόσα. Τότε ξεκίνησε και ο Γολγοθάς ενός εξαιρετικού γκολκίπερ. Ο Βραζιλιάνοι αφού βρήκαν το εξιλαστήριο θύμα, δεν το άφησαν ποτέ να ξεχάσει το λάθος του. Ακόμη και 43 χρόνια μετά τον τελικό, του απαγορεύτηκε να σχολιάσει έναν αγώνα σε τηλεοπτική μετάδοση. Ο Μάριο Ζαγκάλο επίσης, τον είχε διώξει από την προπόνηση Βραζιλίας επειδή ήταν… γρουσούζης. Όπου κι αν πήγαινε τον καταδίωκε η αποφράδα μέρα, αφού τον προσέβαλαν, ενώ λίγο καιρό μετά τον τελικό, στο σούπερ μάρκετ, μια γυναίκα τον έδειξε στον γιο της λέγοντας : «Βλέπεις αυτό τον άνθρωπο; Είναι αυτός που “κρέμασε” την Βραζιλία». Τα γκολ που δέχτηκε σε εκείνον τον τελικό του στοίχειωνε τη ζωή παρόλο που ο ίδιος συχνά μονολογούσε ότι δεν φταίει αφού δεν… έπαιζε μόνος του. Η καρδιά του τελικά τον πρόδωσε τελικά σε ηλικία 79 ετών και έφυγε από τη ζωή. Έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος και στο υποσυνείδητο των συμπατριωτών του έχει καταγραφεί ως ο απόλυτος φταίχτης για ό,τι έγινε το 1950.
Τζορτζ Μπεστ
Αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον απόλυτο celebrity στον κόσμο του ποδοσφαίρου, σίγουρα η πρώτη θέση ανήκει στον θρύλο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τζορτζ Μπεστ. Έμεινε στην ιστορία για όσα έκανε εντός και εκτός γηπέδων. Η ποδοσφαιρική του καριέρα μετρά 252 γκολ σε 704 επαγγελματικούς αγώνες, ενώ ο Πελέ τον χαρακτήρισε τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έχει δει. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης του 1968 (ο παίκτης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βραβεύεται ποδοσφαιριστής της χρονιάς) γεννήθηκε στην Βόρεια Ιρλανδία και άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Νοεμβρίου του 2005. Σε ηλικία μόλις 22 ετών ο επιθετικός, που μάγεψε τα γήπεδα της Αγγλίας, είχε ήδη κατακτήσει το Πρωτάθλημα Αγγλίας, το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και τη Χρυσή Μπάλα. Από το 1969 και μετά όμως η αγάπη του για το ποτό άρχισε να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την απόδοσή του με συνέπειες την αποχή και τους διωγμούς από τις προπονήσεις. Οι επιχειρηματικές του προσπάθειες τον γέμισαν χρέη, ενώ στην οικονομική του κατάρρευση συνέβαλε και το πάθος του για τον τζόγο. Την πρώτη φορά που έπαιξε κέρδισε 50.000 λίρες και στη συνέχεια προσπαθούσε μάταια να έχει μια παρόμοια επιτυχία. Το 1972, ο νέος προπονητής της Γιουάιτεντ Tommy Docherty, τον στέλνει να προπονείται με τους «μικρούς» και ο Μπεστ ανακοινώνει ότι κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Ωστόσο επιστρέφει μετά από εννέα μήνες για να συνεχίσει να έχει τεταμένες σχέσεις με τους «κόκκινους διαβόλους». Το 1974 σε ηλικία 28 ετών αποχωρεί από την αγαπημένη του ομάδα στην οποία σημείωσε 137 γκολ σε 371 επίσημες εμφανίσεις και συνεχίζει σε άλλες 18 ομάδες, μέχρι την αποχώρησή του από τους αγωνιστικούς χώρους το 1984. Η άσωτη ζωή με ποτά και ξενύχτια δεν τον αφήνει να συνεχίσει να ξεδιπλώνει το ποδοσφαιρικό του ταλέντο και οδηγείται στην καταστροφή με αποτέλεσμα ο Τύπος συχνά να περιστρέφεται γύρω από την εξωγηπεδική συμπεριφορά του «5ου σκαθαριού». Μάλιστα, στα τέλη του 1984 καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος και προσέβαλε έναν αστυνομικό. Τα Χριστούγεννα τα πέρασε στη φυλακή «Ford Open Prison». Πάντα δίπλα στον κόσμο του ποδοσφαίρου πέρασε από το δίκτυο Sky Sports, όπως και από κάποιες εφημερίδες, και στις 25 Νοεμβρίου 2005 έφυγε από τη ζωή λόγω προβλήματος στο συκώτι που είχε δημιουργηθεί από το αλκοόλ. Ο θρύλος της Γιουνάιτεντ πέθανε στο νοσοκομείο του Κρόμουελ. Στην κηδεία στο Μπέλφαστ, περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι είπαν το τελευταίο αντίο στον απόλυτο σταρ των γηπέδων. Χαρακτηριστική ατάκα του μοναδικού Μπεστ: «Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα».
Αντρές Εσκομπάρ
Φόνος για ένα αυτογκόλ. Το ημερολόγιο έγραφε 22 Ιουνίου 1994 όταν ο αμυντικός της Κολομβίας Αντρές Εσκομπάρ σημείωσε γκολ εις βάρος της ομάδας του στον αγώνα με τις ΗΠΑ για τη φάση των ομίλων του Μουντιάλ των ΗΠΑ. Το τελικό σκορ ήταν 2-1 υπέρ των ΗΠΑ με τους Αμερικάνους ουσιαστικά να καταδικάζουν σε αποκλεισμό την ομάδα της Κολομβίας. «Θέλει σκότωμα για ένα τέτοιο λάθος», είπε ασυναίσθητα λίγο μετά το λάθος του αμυντικού ο σχολιαστής του BBC.
Από εκείνη τη μέρα, ο 27χρονος τότε αμυντικός γίνεται στόχος της μαφίας των παράνομων στοιχημάτων της Βραζιλίας. Μετά τον αποκλεισμό, ο Αντρές Εσκομπάρ πήγε στη γενέτειρά του Μεντεγίν και το βράδυ της 1ης Ιουλίου βγήκε για ένα ποτό, το οποίο έμελλε να είναι και το τελευταίο. Η παρέα του χώρισε τα ξημερώματα της 2ας Ιουλίου από το νυχτερινό κέντρο «Ελ Ίντιο» και ο Εσκομπάρ κατευθύνθηκε στο πάρκινγκ του κλαμπ για να πάρει το αυτοκίνητό του. Εκεί τον περίμεναν τρεις άντρες. Ένας από αυτούς ο μπράβος της νύχτας, που δούλευε για το πανίσχυρο καρτέλ ηρωίνης, Ουμπέρτο Μουνιόθ Κάστρο, τράβηξε το πιστόλι του και άρχισε να πυροβολεί τον ποδοσφαιριστή. Ο δράστης μετά από κάθε πυροβολισμό στο κορμί του άτυχου ποδοσφαιριστή φώναζε «γκοοολ» και ο αιμόφυρτος Εσκομπάρ μεταφέρθηκε από περαστικούς στο νοσοκομείο, όπου κατέληξε μετά από 40 περίπου λεπτά. Ο Ουμπέρτο Μουνιόθ Κάστρο ανέλαβε όλη την ευθύνη για τη δολοφονία του Εσκομπάρ και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 46 ετών. Τελικά, μετά από 11 χρόνια αποφυλακίστηκε το 2005 λόγω καλής διαγωγής και μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι ο Εσκομπάρ τιμωρήθηκε από τους «νονούς» του παράνομου στοιχήματος που είχαν ποντάρει πολλά στην πρόκριση της Κολομβίας στην επόμενη φάση του Μουντιάλ. Σημειώνεται πως η Κολομβία είχε πολλές ελπίδες για πρόκριση σε εκείνο το Μουντιάλ, ενώ μέχρι και ο Πελέ ισχυρίστηκε ότι η ομάδα μπορούσε να φτάσει στα ημιτελικά. Στην κηδεία του αδικοχαμένου καλοσυνάτου ποδοσφαιριστή της Ατλέτικο Νασιονάλ παραβρέθηκαν περίπου 120.000 άτομα, ενώ ανεγέρθη άγαλμα στη μνήμη του.
Νικολάι Τρούσεβιτς και η ομάδα της Σταρτ
Στις 9 Αυγούστου του 1942 διεξήχθη στην κυριολεξία ένας αγώνας ζωής ή θανάτου στο Κίεβο. Πρόκειται για μια από τις τραγικές ιστορίες που έχουν σημαδέψει το άθλημα. Τότε, αποφασίστηκε να αναμετρηθούν έντεκα ποδοσφαιριστές της Ντιναμό Κιέβου και της Λοκομοτίβ Κιέβου, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με κάποιους εργάτες, με μια επίλεκτη ομάδα της Βέρμαχτ. Συγκεκριμένα, ο γερμανός διοικητής της περιοχής, αποφασίζει να γίνει ο αγώνας προκειμένου να ανυψωθεί το ηθικό των στρατιωτών του, τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως φανταζόταν. Στον πρώτο αγώνα Φλάκερφ και Σταρτ βρέθηκαν αντιμέτωπες, με τους Ουκρανούς να επικρατούν με χαρακτηριστική άνεση επί των στρατιωτών του Γ’ Ράιχ με σκορ 5-1. Η ρεβάνς προγραμματίστηκε για τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου με τους Ουκρανούς να ξεφτιλίζουν ακόμα μια φορά την Φλάκερφ με σκορ 5-3 και τον γερμανό διαιτητή να σφυρίζει έξαλλος τη λήξη του αγώνα στο 85ο λεπτό. Ένας από τους πρωταγωνιστές της τραγικής ιστορίας ήταν ο τερματοφύλακας της Start, Νικολάι Τρούσεβιτς, ένας ουκρανός αρτοποιός. «Δεν έχουμε όπλα να τους πολεμήσουμε. Θα παίξουμε με τα χρώματα της σημαίας μας. Οι φασίστες θα καταλάβουν ότι αυτό το χρώμα είναι ανίκητο», είχε πει ο Τρούσεβιτς στους συμπαίκτες του πριν το παιχνίδι. Σημειώνεται πως ο τερματοφύλακας δέχτηκε και χτύπημα εκτός φάσης στον επίμαχο αγώνα. Τραγική ήταν η τροπή που πήρε η ιστορία μετά τη λήξη αυτού του σημαντικού αγώνα με τα γεγονότα που ακολούθησαν να δίνουν στο ματς το όνομα «αγώνας του θανάτου». Μετά τις 9 Αυγούστου οι ποδοσφαιριστές της Σταρτ συλλαμβάνονταν σταδιακά κατηγορούμενοι ότι συνεργάζονταν με τις σοβιετικές αρχές, ενώ η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο άγρια όταν ο Τρούσεβιτς με την υπόλοιπη ομάδα νικούν 8-0 τη Ρουχ. Κουζμένκο, Κλιμένκο, Τρούσεβιτς μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκτελέστηκαν μερικούς μήνες αργότερα, ενώ ο Κορότκιχ πέθανε στη διάρκεια των βασανιστηρίων από τους Ναζί (άλλη πηγή τον αναφέρει ότι συνελήφθη πριν το ματς). Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943, οι περισσότεροι παίκτες εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες.
Γκάρι Σπιντ
Στους θρύλους της Premier League ανήκει ο αδικοχαμένος Γκάρι Σπιντ, του οποίου ο θάνατος προκάλεσε σοκ στη βρετανική κοινωνία και όχι μόνο τον Νοέμβριο του 2011. Ο ομοσπονδιακός προπονητής της Ουαλίας με μεγάλη ποδοσφαιρική καριέρα αυτοκτόνησε σε ηλικία 42 ετών, αφήνοντας τον κόσμο του ποδοσφαίρου με ένα μεγάλο «γιατί». Μια μέρα πριν την αποτρόπαια πράξη, ο Γκάρι Σπιντ, ήταν καλεσμένος στην εβδομαδιαία εκπομπή του BBC με θέμα τους αγώνες της Premier League, ενώ πληροφορίες ανέφεραν πως έβαλε τέλος στη ζωή του δια απαγχονισμού. Η σύζυγος του Γκάρι Σπιντ, Λουίζ κατέθεσε για την αυτοκτονία του άντρα της και τόνισε πως το μοιραίο βράδυ τσακώθηκαν πολύ άγρια με αποτέλεσμα αυτή να φύγει από το σπίτι. Ο Ουαλός μέσος αγωνίστηκε για τη Λιντς Γιουνάιτεντ από το 1988 έως το 1996 σκοράροντας 39 γκολ και βοηθώντας την ομάδα να κερδίσει το τρίτο της πρωτάθλημα τη σεζόν 1991–92. Ο Σπιντ έπαιξε ακόμα για την Έβερτον, τη Νιουκάστλ, τη Μπόλτον και τη Sheffield, ενώ τον Δεκέμβριο του 2006 έγινε ο πρώτος παίκτης με 500 εμφανίσεις στην Premier League. Το ρεκόρ του των 534 εμφανίσεων ξεπέρασαν αργότερα οι David James, Gareth Barry, Frank Lampard και Ryan Giggs.
Πολ Γκασκόιν
Άδοξο τέλος έλαβε και η ποδοσφαιρική πορεία του Πολ Γκασκόιν, ο οποίος μέχρι και σήμερα σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ασχολείται με τη μεγάλη τους αγάπη δεν είναι άλλη από το ποδόσφαιρο. Ο «Γκάζα» όπως ήταν το παρατσούκλι του είχε 57 εμφανίσεις με την εθνική Αγγλίας και 388 εμφανίσεις σε μεγάλες ομάδες (1985-2004), συμπεριλαμβανομένων των Νιουκάστλ, Τότεναμ, Λάτσιο και Rangers. Με την Τότεναμ έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας και το κατέκτησ, ενώ το Εθνικό Μουσείο Ποδοσφαίρου στο Μάντσεστερ τον έχει περιγράψει ως τον «πιο ταλαντούχο Άγγλο αμυντικό της γενιάς του». Ο Πολ Γκασκόιν ποτέ δεν δέχθηκε το ρόλο του σταρ και γι αυτό απασχόλησε πολλές φορές τα ΜΜΕ με την εξωγηπεδική του συμπεριφορά και ιδιαίτερα για τον εθισμό του στο αλκοόλ, τους συζυγικούς καυγάδες καθώς και συλλήψεις για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Τον Οκτώβριο του 1998 ακολούθησε για πρώτη φορά ειδική θεραπεία για να σταματήσει να πίνει και το 2014 εισήλθε για έβδομη φορά σε κέντρο αποτοξίνωσης για τον ίδιο λόγο. Τον Ιανουάριο του 2015 φήμες ήθελαν τον μεγάλο ποδοσφαιριστή να έχει απεξαρτηθεί και να αναζητά το επόμενο βήμα της καριέρας του ως προπονητής στη Νιούκαστλ. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend