Η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, ωρίμασε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και παρ’ όλες τις «ατέλειες» που πολλοί εντοπίζουν στη σύγχρονη «μορφή» της, οι περισσότεροι πολίτες των χωρών της Δύσης είναι σε μεγάλο βαθμό ελεύθεροι να επιλέξουν εκείνους που θα τους εκπροσωπήσουν. Πόσοι όμως στην πραγματικότητα απολαμβάνουν τις ελευθερίες μίας δημοκρατίας;
Χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ταξινόμησης που ανέπτυξαν οι πολιτικοί επιστήμονες, Άννα Λούρμαν, Μάρκους Τάνενμπεργκ και Σταφάν Λίντμπεγκ και στοιχεία από το V-Dem, που αξιολογεί της δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο, η ιστοσελίδα visual capitalist εκτίμησε ότι 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι –δηλαδή μόλις το 29% του παγκόσμιου πληθυσμού– ζούσαν σε δημοκρατίες το 2021.
Αντίθετα, το 71% των ανθρώπων ζούσε υπό καθεστώς που μπορεί να θεωρηθεί απολυταρχικό.
Το visual capitalist παρουσιάζει τους τέσσερις βασικούς τύπους πολιτικών καθεστώτων με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και ταξινομήσεις:
- Φιλελεύθερες δημοκρατίες: Η δικαστική και η νομοθετική εξουσία εποπτεύουν τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες.
- Εκλογικές δημοκρατίες: Διεξάγουν πολυκομματικές εκλογές de facto που είναι ελεύθερες και δίκαιες, έχουν εκλεγμένη εκτελεστική εξουσία και θεσμικές δημοκρατικές ελευθερίες, όπως δικαίωμα ψήφου, καθαρές εκλογές και ελευθερία έκφρασης.
- Εκλογικές απολυταρχίες: Διεξάγουν de facto εκλογές – τα δημοκρατικά πρότυπα είναι ελλιπή και παράτυπα. Η Ρωσία, η Τουρκία και η Βενεζουέλα θεωρούνται εκλογικές απολυταρχίες, καθώς και η Ινδία από το 2019.
- Κλειστές απολυταρχίες: Δεν διεξάγονται εκλογές για τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ή δεν υπάρχει ουσιαστικός ανταγωνισμός.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα αρκετά αυστηρό και συγκεκριμένο σύστημα ταξινόμησης. Πολλές χώρες θεωρούν τον εαυτό τους εκλογική δημοκρατία ή προσπαθούν να εμφανίζονται ως τέτοια, αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται απολυταρχικές με βάση αυτά τα κριτήρια.
Χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα κατηγοριοποίησης, το visual capitalist αναφέρει ότι 34 χώρες μπορούν να θεωρηθούν φιλελεύθερες δημοκρατίες, 55 εκλογικές δημοκρατίες, 60 εκλογικές απολυταρχίες και 30 κλειστές απολυταρχίες από τις αρχές του 2022.
Μία σύντομη ιστορία της «μοντέρνας» δημοκρατίας
Αν και οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν τις ρίζες τους στη δεκαετία του 1700 και του 1800 στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες αντίστοιχα, οι κυβερνήσεις μόλις πρόσφατα μπόρεσαν να ελέγξουν το πλαίσιο των αυστηρών δημοκρατικών κριτηρίων που επισημάνθηκαν παραπάνω.
Οι πρώτες σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες και οι εκλογικές δημοκρατίες εμφανίστηκαν στην Ελβετία και την Αυστραλία τη δεκαετία του 1850 και στη Γαλλία τη δεκαετία του 1870 μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο.
Μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, ο αριθμός των δημοκρατιών αυξήθηκε δραματικά. Το δημοκρατικό πολίτευμα με τις διάφορες μορφές του εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και σε τμήματα της Ασίας. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αρκετές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που ήταν πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, υιοθέτησαν επίσης δημοκρατίες.

Το 2010, σύμφωνα με το visual capitalist, ο παγκόσμιος πληθυσμός του πλανήτη ήταν μοιρασμένος περίπου 50/50 μεταξύ δημοκρατικών και απολυταρχικών καθεστώτων. Ωστόσο, τα τελευταία 15 χρόνια, παρατηρείται ανησυχητική στροφή προς τον απολυταρχισμό.
Τα νέα δεδομένα και η στροφή 180 μοιρών
Πλέον, εκτιμάται ότι 5,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυταρχικές χώρες, με τις εκλογικές απολυταρχίες να αποτελούν την πλειοψηφία αυτού του συνόλου, με 3,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους ή περίπου το 45% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι κλειστές απολυταρχίες είναι οι δεύτερες σε συχνότητα και την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των κλειστών απολυταρχιών αυξήθηκε από 25 σε 30 χώρες.
Μια έκθεση εκτιμά ότι το 2021 έως και το 20% των ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έναν βαθμό απολυταρχικό. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η Ουγγαρία, η Ελλάδα, η Πολωνία και η Κροατία.
Εντωμεταξύ, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Γκάνα και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο μετατράπηκαν από φιλελεύθερες δημοκρατίες σε εκλογικές δημοκρατίες, καθώς η διαφάνεια των νόμων και της εφαρμογής τους μειώθηκε.
Επομένως, παρατηρείται όχι μόνο άνοδος του αυταρχισμού σε χώρες της Αφρικής και της ασιατικής ηπείρου, αλλά ουσιαστικά και μία υποχώρηση των δημοκρατικών αξιών και θεσμών σε αρκετά κράτη της Δύσης. Πού οφείλεται όμως αυτό το φαινόμενο;
Τα πραξικοπήματα, τα οποία συνεπάγονται την ανατροπή μιας κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πιο πρόσφατες αυταρχικές αλλαγές. Από τα πέντε πραξικοπήματα που σημειώθηκαν το 2021, τα τέσσερα -στο Τσαντ, το Μάλι, τη Γουινέα και τη Μιανμάρ- χαρακτηρίστηκαν ως κλειστές απολυταρχίες. Εντωμεταξύ, η Νιγηρία, η Τυνησία και το Ελ Σαλβαδόρ ταξινομήθηκαν ως εκλογικές απολυταρχίες.
Ο Τζον Όστιν, διευθυντής του οικονομικού κέντρου του Μίσιγκαν, και η Ελέιν Ντεζένσκι, πρώην εργαζόμενη του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ εξηγούν μερικούς ακόμα πιο σύνθετους λόγους στο άρθρο τους στο Foreign Policy.
Οι οικονομικές ανισότητες εντός των δυτικών δημοκρατιών αποτελούν σήμερα πρωταρχικό παράγοντα των πολωτικών λαϊκιστικών κινημάτων, τροφοδοτώντας τη δυσπιστία και σπέρνοντας την αστάθεια στα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης.

Ιδιαίτερα επικίνδυνα είναι τα οικονομικά χάσματα που δημιουργούνται μεταξύ των κατοίκων των ακμαζουσών αστικών κέντρων και των ολοένα και πιο «θυμωμένων» και αποξενωμένων κατοίκων των επαρχιακών κοινοτήτων.
Ταυτόχρονα η παγκόσμια άνοδος της απολυταρχικής Κίνας διέψευσε τις εναπομείνασες δυτικές ελπίδες ότι η νέα υπερδύναμη θα μπορούσε ενσωματωθεί με τη Δύση και να εκδημοκρατιστεί. Αντιθέτως, οι συγγραφείς του άρθρου εξηγούν ότι οι μεταπολεμικοί παγκόσμιοι θεσμοί αποδυναμώνονται εν μέρει από χώρες που δεν θέλουν να παίξουν με αυτούς τους κανόνες και εν μέρει από εγχώριους λαϊκιστές.
Οι ειδικοί επί του θέματος, Τόμας Κάροτερ και Μπένζαμιν Πρες, στο άρθρο τους με τίτλο «Stop projecting America’s Democratic Decline onto the world» αναφέρουν ότι η αυξανόμενη υπερεθνική επεκτατικότητα χωρών όπως η Ρωσία και η Κίνα πλήττει αναμφισβήτητα την παγκόσμια τύχη της δημοκρατίας.

«Το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν διαδώσει παραπληροφόρηση σε δεκάδες χώρες, έχουν βοηθήσει διάφορους απολυταρχικούς ηγέτες να καταπνίξουν φιλοδημοκρατικά κινήματα σε μέρη όπως η Λευκορωσία, η Μιανμάρ και η Βενεζουέλα και έχουν υπονομεύσει τους παγκόσμιους κανόνες για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε πολυμερή φόρουμ», γράφουν.
Ορισμένοι ηγέτες χωρών στις οποίες παρατηρείται η αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών καλλιεργούν φιλίες με τη Ρωσία, την Κίνα ή άλλες αυταρχικές δυνάμεις, για να αποκτήσουν οικονομική και διπλωματική υποστήριξη.
Ωστόσο οι Καρότερ και Πρες εξηγούν πως αυτές οι φιλίες δεν είναι πάντα καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχία των εν λόγω αντιδημοκρατικών ηγετών. Ο Ορμπάν της Ουγγαρίας, για παράδειγμα, έχει επιδιώξει στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά η αυταρχική του ώθηση έχει τις ρίζες της πολύ περισσότερο στην έξυπνη ικανότητά του να αξιοποιεί τις εγχώριες κοινωνικοπολιτικές διαιρέσεις παρά στη ρωσική ή κινεζική υποστήριξη.

Πώς όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η παρατηρούμενη υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών και αξιών και η άνοδος της απολυταρχίας;
Υπάρχει λύση;
Οι Όστιν και Ντεζένσκι πιστεύουν πως η λύση ξεκινάει σε τοπικό ή εγχώριο επίπεδο με εθνικούς ηγέτες που στηρίζουν ενεργά την τοπική οικονομική αναζωογόνηση. Η δημοκρατία και οι οικονομίες της αγοράς ευδοκιμούν όταν περισσότεροι άνθρωποι έχουν περισσότερες ευκαιρίες να συνεισφέρουν και να αποκομίσουν τα οφέλη.
Η εξάλειψη των οικονομικών διαφορών αποτελεί επίσης ένα επείγον διεθνές έργο. «Πρέπει να πάρουμε «ό,τι λειτουργεί» σε τοπικό επίπεδο και να διαδώσουμε και να μοιραστούμε αποτελεσματικές προσεγγίσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα και με τους συμμάχους μας. Ως διεθνείς εταίροι, μπορούμε να μάθουμε και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον για το πώς να κάνουμε αυτή τη δουλειά σωστά», υπογραμμίζουν οι συγγραφείς.