Η «Μεγάλη Ιδέα» αποτελεί έναν από τους πιο εμβληματικούς και φιλόδοξους εθνικούς στόχους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, που καθόρισε την πολιτική, κοινωνική και διπλωματική πορεία του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του το 1830 έως και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου το 1949. Ως όραμα, γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις προσδοκίες του ελληνικού έθνους για την αναβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με την Κωνσταντινούπολη ως το λαμπρό κέντρο της.

Αντλώντας έμπνευση από την ιστορική κληρονομιά και το πνεύμα του εθνεγερτικού αγώνα του 1821, η «Μεγάλη Ιδέα» υπήρξε η κινητήριος δύναμη πίσω από την επέκταση των ελληνικών συνόρων και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους στο διάβα των χρόνων. Ωστόσο, η εφαρμογή της συνοδεύτηκε από έντονες διπλωματικές συγκρούσεις, στρατιωτικές θυσίες και εσωτερικές διαιρέσεις. Η πορεία προς την εκπλήρωσή της συναντούσε συνεχώς προκλήσεις, από τη Μικρασιατική Καταστροφή έως την ήττα στον Εμφύλιο, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.

Σε αυτό το άρθρο, θα ανατρέξουμε στις ρίζες αυτού ακριβώς του εθνικού οράματος, θα αναλύσουμε τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του και θα εξετάσουμε πώς το τέλος της Μεγάλης Ιδέας καθόρισε την Ελλάδα του 20ού αιώνα, έχοντας ως οδηγό τις καταγραφές που κάνει ο άγγλος συγγραφέας, James Heneage, στο βιβλίο του «Η πιο μικρή Ιστορία της Ελλάδας» (εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για έναν μελετητή που έχει εντρυφήσει στην ιστορία του τόπου μας και τις περισσότερες μέρες του χρόνου διαμένει με τη σύζυγό του στην Καρδαμύλη της Δυτικής Μάνης. Ας πάρουμε λοιπόν τα γεγονότα με τη σειρά.

Το εξώφυλλο του βιβλίου Η πιο μικρή Ιστορία της Ελλάδας που συνέγραψε ο Βρετανός James Heneage και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

1830: Μονόδρομος η εδαφική επέκταση

Τον Φεβρουάριο του 1830, με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, η Ελλάδα γινόταν ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος, έχοντας αποσπαστεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η βόρεια συνοριακή γραμμή έφθανε έως τη γραμμή που ξεκινούσε από τον Αμβρακικό και έφθανε έως τον Παγασητικό κόλπο. Τα μεγαλύτερα προβλήματα στην περίπτωσή μας ήταν τα πολύ περιορισμένα γεωγραφικά όρια του κράτους και τα άδεια ταμεία.

Περίπου τα 2/3 των Ελλήνων ζούσαν έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους, ο πληθυσμός της ανεξάρτητης Ελλάδας δεν ξεπερνούσε τις 800.000 και η φοροδοτική ικανότητα των κατοίκων της ήταν ελάχιστη. Η εδαφική επέκταση έμοιαζε να είναι μονόδρομος και βέβαια οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία) έδειχναν πολύ επιφυλακτικές σε μια τέτοια προοπτική.

Ιδιαίτερα αρνητικοί σε μια ενδεχόμενη εδαφική επέκταση της Ελλάδας ήταν οι Βρετανοί. Όσο για τους ρομαντικούς φιλέλληνες, τους πιστούς στην παράδοση του λόρδου Βύρωνα (που είχε πεθάνει από το 1824), αυτοί ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την εδαφική επέκταση της Ελλάδας· τους αρκούσε ότι ο Παρθενώνας ήταν πια σε ελληνικά χέρια και ότι η οθωμανική παρουσία στον Ιερό Βράχο ήταν πια παρελθόν.

Το όνειρο μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη

Στις 6 Φεβρουαρίου 1833, μια ηλιόλουστη μέρα, ο 18χρονος Όθων, πρίγκιπας του Οίκου των Βίττελσμπαχ, αποβιβάζεται στο Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα της χώρας. Έφερνε μαζί του ένα νέο δάνειο 2,4 εκατ. λιρών, αρκετούς συμβούλους, καθώς και περίπου 3.000 βαυαρούς στρατιώτες, που θεωρήθηκαν απαραίτητοι για την επιβολή της τάξης και την εδραίωση του νεαρού βασιλιά στον θρόνο.

Ο βασιλιάς Όθων Α’

Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1834, με βασιλικό διάταγμα μεταφέρεται η πρωτεύουσα στην Αθήνα, αν και πολλοί Έλληνες θεωρούσαν ως «φυσική» πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ αυτών και ο δύο φορές πρωθυπουργός εκείνα τα χρόνια και ιδρυτής του γαλλικού κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης, που το έλεγε ανοικτά. Άλλωστε για τους κατοίκους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους οι παραδόσεις τους, τα τραγούδια τους, οι θρησκευτικές τους συνήθειες και τελετουργίες παρέπεμπαν σε ένα παρελθόν όχι αρχαιοελληνικό, αλλά άμεσα συνδεδεμένο με τη βυζαντινή περίοδο, και ειδικότερα με την αίγλη της Βασιλεύουσας.

Σύντομα λοιπόν ο Όθων βρέθηκε εγκλωβισμένος μεταξύ του «βυζαντινισμού» των υπηκόων του από τη μια, και της «αρχαιολατρίας» της οικογένειάς του, των συμβούλων του, αλλά και ηγετικών κύκλων στο εσωτερικό των Προστάτιδων Δυνάμεων. Τελικά, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1840 ξέσπασαν μικροεξεγέρσεις στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα, ο Όθων έδειξε πρόθυμος να υποστηρίξει αυτές τις κινήσεις, υιοθετώντας όχι μόνο την αλυτρωτική ιδεολογία των αγωνιστών του 1821-1832, αλλά ακόμα και την παραδοσιακή ενδυμασία των κλεφταρματολών, τη φουστανέλα.

Πρόβλημα η έλλειψη χρημάτων

Όπως γράφει ο Heneage, «το πρόβλημα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν πρωτίστως οικονομικό. Τα έσοδα δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες της χώρας, και πολλώ μάλλον βέβαια για την επέκταση των συνόρων της με δυναμικά μέσα. Προκειμένου να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αλλά και να αποπληρώνει παλαιότερα δάνεια, η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να προσφεύγει σε συνεχή δανεισμό. Από την άλλη, ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης επιθυμούσαν εδαφική επέκταση της Ελλάδας, αφού αυτή θα γινόταν εκ των πραγμάτων εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και επομένως θα απέβαινε προς όφελος της Ρωσίας.

Με τους Γάλλους και τους Βρετανούς να είναι αντίθετοι στις αλυτρωτικές τάσεις της Ελλάδας, έκλεισε και η στρόφιγγα των δανείων, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τέτοιου είδους βλέψεις. Ο Όθων αναγκάστηκε τότε να λάβει αντιδημοφιλή μέτρα, προκειμένου να αυξήσει τα έσοδα του κράτους. Η διάχυτη δυσαρέσκεια οδήγησε στο κίνημα του Σεπτεμβρίου του 1843, όταν πολίτες με επικεφαλής αξιωματικούς του στρατού έθεσαν στον Όθωνα μια σειρά από αιτήματα – κυρίως απαίτησαν τη μετατροπή της απόλυτης, ελέω Θεού μοναρχίας σε συνταγματική, καθώς και την απομάκρυνση όσων Βαυαρών εξακολουθούσαν να κατέχουν θέσεις-κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό».

Η αλυτρωτική πλειοδοσία

Το Σύνταγμα που «παραχώρησε» ο Όθων το 1844 ήταν –στα χαρτιά τουλάχιστον– ένα από τα πιο φιλελεύθερα της Ευρώπης. Μεταξύ άλλων, έδινε και δικαίωμα ψήφου σε όλους σχεδόν του άρρενες έλληνες πολίτες. Βέβαια τα πολιτικά κόμματα που θα πρωταγωνιστούσαν τα επόμενα χρόνια στην ελληνική πολιτική ζωή ήταν εν πολλοίς προσωποπαγή και με έντονο το στοιχείο των δεσμών πατρωνίας/πελατείας κατά τα πλέον παραδοσιακά πρότυπα. Όλα πάντως αυτά τα κόμματα τάσσονταν –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο– υπέρ της επέκτασης των συνόρων της χώρας, παρακάμπτοντας συχνά ή αγνοώντας τις όποιες αντιρρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.

Τυπικά οι συνταγματικές ρυθμίσεις που ίσχυαν πλέον θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία κομμάτων αρχών, που να εναλλάσσονται ομαλά στην εξουσία με βάση τη λαϊκή βούληση και εντολή. Ωστόσο σύντομα το πάνω χέρι στο νέο πολιτικό τοπίο πήραν παρατάξεις που συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε εθνικιστική και αλυτρωτική πλειοδοσία («Να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά!»), αλλά και στη χωρίς όρια και επιφυλάξεις δημαγωγία.

Η πρώτη αναφορά στη «Μεγάλη Ιδέα» από τον Κωλέττη

Ο πρωθυπουργός και ιδρυτής του Γαλλικού Κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης

Στις αρχές του 1844 ο ήδη 70χρονος Κωλέττης, ντυμένος πάντα με την τοπική ενδυμασία της Ηπείρου, από την οποία καταγόταν και η οποία παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έλεγε απευθυνόμενος στην πρόσφατα εκλεγμένη Εθνοσυνέλευση, η οποία θα επεξεργαζόταν το υπό ψήφιση σύνταγμα:

«Η Ελλάς, ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως, είναι το κέντρον της Ευρώπης. Με την δεξιάν της πιάνει τας χείρας της Δύσεως, και με την αριστεράν της τας χείρας της Ανατολής. […] Η Ελλάς ήτο προωρισμένη, ως φαίνεται, καταπίπτουσα να δώση τα φώτα εις την Δύσιν, και σήμερον, ανισταμένη, να φωτίση την Ανατολήν. Ημείς, Κύριοι, κατοικούμεν αυτήν την ένδοξον Ελλάδα, ημείς πρέπει να δώσωμεν τον εξευγενισμόν εις την Ανατολήν. Από αυτόν τον όρκον και από την μεγάλην ιδέαν, την οποίαν πρέπει να έχωμεν περί του εαυτού μας, ίδον εμπνευσμένους τους πληρεξουσίους εις τας παρελθούσας Συνελεύσεις μας να ομιλώσιν όχι περί επαρχιών, αλλά περί ολοκλήρου του Χριστιανισμού».

Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά σε ό,τι έμελλε να γίνει γνωστό ως η «Μεγάλη Ιδέα», στόχος της οποίας ήταν, μεταξύ άλλων, να «φωτίσει» την Ανατολή, χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται –ίσως και σκοπίμως– τι ακριβώς περιλάμβανε και τι όχι ο όρος «Ανατολή». Το βέβαιο πάντως ήταν ότι στους στόχους περιλαμβανόταν η Κωνσταντινούπολη, εξού και σύντομα σε διαδηλώσεις που γίνονταν στην Αθήνα ακουγόταν το σύνθημα «Στην Πόλη! Στην Πόλη!».

Αφορμή ο πόλεμος της Κριμαίας

Η αφορμή δόθηκε με τον λεγόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), όταν Βρετανοί, Γάλλοι και Πεδεμόντιοι συμπαρατάχθηκαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε έναν ακόμα ρωσοτουρκικό πόλεμο, κύριο θέατρο του οποίου υπήρξε η χερσόνησος της Κριμαίας, στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Όθων Α’ τάχθηκαν σαφώς με την πλευρά των Ρώσων, προσβλέποντας βέβαια και σε εδαφικά οφέλη σε περίπτωση ρωσικής νίκης. Μάλιστα έκαναν «τα στραβά μάτια» στην εισβολή ατάκτων σε οθωμανικά εδάφη, προκειμένου να βοηθηθούν τοπικές εξεγέρσεις σε περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Ήπειρος.

Έτσι το 1854, όταν η χώρα μας αρνήθηκε να ακολουθήσει τις υποδείξεις των Βρετανών και των Γάλλων να αποσύρουν τους «εθελοντές» από τα οθωμανικά εδάφη, ο βρετανικός στόλος απέκλεισε το λιμάνι του Πειραιά, αναγκάζοντας τους Έλληνες να αναδιπλωθούν και να «συμμορφωθούν».

Οι Ρώσοι ήταν τελικά οι ηττημένοι του πολέμου, και αυτό έμελλε να κάνει τον Όθωνα ακόμα πιο αντιδημοφιλή στους υπηκόους του. Παράλληλα οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής συνειδητοποιούσαν με επώδυνο τρόπο τα όρια της ανεξαρτησίας της χώρας. Για μια ακόμα φορά οι Έλληνες, θέλοντας να εξευμενίσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις και να κερδίσουν και πάλι την εύνοιά τους, θα κατέφευγαν στη δοκιμασμένη –ίσως και μοναδική διαθέσιμη γι’ αυτούς– λύση, που δεν ήταν άλλη από την υπόμνηση του ένδοξου παρελθόντος τους, και μάλιστα αυτήν τη φορά όχι μόνο του αρχαίου.

Η Πολιορκία της Σεβαστούπολης που έλαβε χώρα στο πλαίσιο του πολέμου της Κριμαίας, φιλοτεχνημένη από τον Φραντς Ρουμπώ το 1904

Έχουν οι σύγχρονοι Έλληνες σχέση με τους αρχαίους;

Οι Γερμανοί, που είχαν παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του κλασικού παρελθόντος των Ελλήνων, θα συνέβαλλαν, εν πολλοίς παρά τη θέλησή τους, και στη στροφή τους προς το Βυζάντιο. Ένας αυστριακός περιηγητής και ιστορικός, ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer), υποστήριζε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1830 ότι οι κάτοικοι της σύγχρονης Ελλάδας δεν είχαν καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, έχοντας υποστεί εκτεταμένες επιμειξίες με σλαβικά (κυρίως) φύλα, και επομένως οι όποιες συζητήσεις περί αναβίωσης ή/και αναγέννησης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ήταν άνευ αντικειμένου.

Λίγο αργότερα την υπόθεση πήρε στα χέρια του ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891), καθηγητής ιστορίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη μνημειώδη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1860-1872) που έγραψε, επιχείρησε να θεμελιώσει τη συνέχεια του ελληνισμού, προβάλλοντας σαν συνδετικό κρίκο μεταξύ αρχαιότητας και νεότερης Ελλάδας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με πολιτισμικά κυρίως κριτήρια και όχι με κριτήρια αίματος. Έτσι οι σύγχρονοι Έλληνες μπορούσαν να διεκδικούν την κληρονομιά τόσο των αρχαίων όσο και των βυζαντινών προγόνων τους. Δεν υπήρχε θέμα επιλογής λοιπόν μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης, αλλά συνύπαρξης των δύο αυτών πόλων αναφοράς στο πλαίσιο της νεοελληνικής ταυτότητας.

Δώρο τα Ιόνια νησιά

Το 1862 εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει το στέμμα για λόγους που δεν είναι της παρούσης και έναν χρόνο αργότερα ενθρονίζεται ο Γεώργιος Α’ που έφερε μαζί του ως δώρο από τους Βρετανούς τα Ιόνια Νησιά. Αυτή ήταν και η πρώτη επέκταση των συνόρων της χώρας μετά την ανεξαρτησία της.

Ενδεικτικό της αλλαγής πλεύσης ήταν το γεγονός ότι ο Γεώργιος Α΄ υιοθέτησε τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων», αντί του έως τότε «Βασιλεύς της Ελλάδος» που κατείχε ο Όθων. Ήταν και αυτό ένδειξη της φιλοδοξίας να επεκταθεί η επικράτεια της χώρας και πέρα από τα τότε σύνορά της. Αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη ο αέρας που φυσούσε ήταν πλέον ευνοϊκός για τέτοιου είδους εθνικές φιλοδοξίες, καθώς πρώτα η Ιταλία και σύντομα η Γερμανία επιτύγχαναν επιτέλους τον στόχο της δημιουργίας ενιαίου ιταλικού και γερμανικού αντίστοιχα κράτους.

Η κόντρα Δηλιγιάννη – Τρικούπη

Από το 1875 έως και τις αρχές του 20ού αιώνα εναλλάσσονται στην πρωθυπουργία της χώρας ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Αν και λέγεται πως ο Δηλιγιάννης είχε πει κάποτε πως ήταν αντίθετος με οτιδήποτε υποστήριζε ο Τρικούπης, και οι δυο τους ήταν σαφώς υπέρ της «Μεγάλης Ιδέας». Είχαν ωστόσο διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Ενώ ο Δηλιγιάννης ήταν πάντα έτοιμος να οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο, ο Τρικούπης ήθελε να ενισχύσει το κράτος και τις υποδομές του, ώστε η χώρα να μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την επέκταση των συνόρων της. «Έτσι ή αλλιώς πάντως, ούτε ο Τρικούπης ούτε ο Δηλιγιάννης πέτυχαν πολλά πράγματα σε αυτό το πεδίο», αναφέρει ο Heneage.

Η ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα

Το 1877 ξέσπασε ένας ακόμα ρωσοτουρκικός πόλεμος. Όπως είχε συμβεί και κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, έλληνες άτακτοι και εθελοντές εισέβαλαν στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, ενώ εξεγέρσεις ξέσπασαν και στην Κρήτη. Ειδικά για την περίπτωση της Θεσσαλίας, στο συνέδριο του Βερολίνου το 1878 οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν να παραχωρηθεί στην Ελλάδα, όπως και ένα τμήμα της Ηπείρου. Η επίσημη ενσωμάτωση των νέων αυτών εδαφών στην ελληνική επικράτεια έγινε το 1881.

«Η προσάρτηση της εύφορης Θεσσαλίας ήταν σημαντική για την Ελλάδα. Από την άλλη, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας παρέμενε πάντα ζωντανό, καθώς περιοχές με ελληνικούς εν πολλοίς πληθυσμούς, όπως η Μακεδονία, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, η Κρήτη, ακόμα (γιατί όχι;) και η Κωνσταντινούπολη, παρέμεναν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν νέες αναταράξεις και ανατροπές των ισορροπιών στη διεθνή σκηνή. Προς το παρόν τουλάχιστον ο δρόμος που οδηγούσε στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας έδειχνε να παραμένει κλειστός», αναφέρει το βιβλίο «Η πιο μικρή Ιστορία της Ελλάδας» των εκδόσεων Πατάκη.

Η προσπάθεια προσάρτησης της Κρήτης

Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 1896 ήταν, εκτός των άλλων, και ευκαιρία να θυμίσουν οι Έλληνες στη Δύση πόσα τους όφειλε, και παράλληλα να φέρουν και πάλι στην επιφάνεια το θέμα των εδαφικών τους διεκδικήσεων, την περιβόητη «Μεγάλη Ιδέα». Έτσι, στις αρχές ήδη του 1897, τα πνεύματα στην Αθήνα ήταν οξυμένα, με χιλιάδες λαού να διαδηλώνουν ζητώντας ουσιαστικά πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Φεβρουάριο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά, αποβιβάστηκε στην Κρήτη, επιδιώκοντας να επιβάλει την ένωση του νησιού με την Ελλάδα – απόπειρα η οποία, εκτός των άλλων, προσέκρουσε και στην αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Ο «ατυχής» πόλεμος του 1897

Ωστόσο η αναγκαστική αναδίπλωση στην Κρήτη δεν ήταν αρκετή για να ηρεμήσουν τα πνεύματα στην Αθήνα. Έτσι, υπό την πίεση και υπερπατριωτικών οργανώσεων, ελληνικός στρατός αποτελούμενος από 50.000 άνδρες πέρασε το 1897 τα βόρεια σύνορα. Ωστόσο ο οθωμανικός στρατός, ο οποίος είχε εκσυγχρονιστεί σημαντικά στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τον τελευταίο ρωσοτουρκικό πόλεμο, σε λιγότερο από έναν μήνα είχε απωθήσει τον ελληνικό και είχε ανακαταλάβει τη Θεσσαλία. Για μια ακόμα φορά οι Μεγάλες Δυνάμεις χρειάστηκε να επέμβουν, ώστε να αποτρέψουν την περαιτέρω προέλαση των Οθωμανών.

Η Θεσσαλία παρέμεινε ελληνική, αλλά η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σημαντική αποζημίωση στην Υψηλή Πύλη γι’ αυτόν τον «ατυχή πόλεμο» όπως έχουμε συνηθίσει να τον αποκαλούμε. Μάλιστα, με τα οικονομικά της χώρας να βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, επιβλήθηκε τότε ο λεγόμενος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος – πρόδρομος, κατά κάποιον τρόπο της τρόικας που είχαμε τα χρόνια των μνημονίων.

Οι διεκδικήσεις στη Μακεδονία

Η είσοδος στον 20ό αιώνα ήταν για τους Έλληνες μια ευκαιρία για ανασύνταξη και αναστοχασμό. «Στον βορρά Σέρβοι και Βούλγαροι πρόβαλλαν σοβαρές διεκδικήσεις στη Μακεδονία, οι οποίες εκ των πραγμάτων συγκρούονταν με τις ελληνικές. Κατά τη διάρκεια του λεγόμενου Μακεδονικού Αγώνα, ένοπλες ομάδες πολεμούσαν μεταξύ τους στο έδαφος της (κατά τα άλλα υπό οθωμανική κυριαρχία) Μακεδονίας, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν καλύτερες θέσεις ενόψει ενδεχόμενου μελλοντικού «μοιράσματος» της ευρύτερης περιοχής. Ιδιαίτερα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων οι συγκρούσεις γίνονταν όλο και πιο σφοδρές, με τα μέσα που χρησιμοποιούνταν για τον πειθαναγκασμό των κατά τόπους πληθυσμών να περιλαμβάνουν τόσο την επίκληση θρησκευτικών ή/και φυλετικών κριτηρίων, όσο και την κατατρομοκράτηση και την ωμή βία», διαβάζουμε.

Ένα από τα διλήμματα που καλούνταν τώρα να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες ήταν αν η προσπάθεια να υλοποιηθεί η «Μεγάλη Ιδέα» θα ακολουθούσε την οδό της διπλωματίας ή εκείνην των όπλων. Και όλα αυτά μάλιστα σε μια περίοδο όπου οι βόρειοι γείτονες της χώρας, και κυρίως οι Βούλγαροι, γίνονταν κάθε μέρα και πιο απειλητικοί, στο μέτρο που οι δικές τους εδαφικές διεκδικήσεις επικεντρώνονταν επίσης στη Μακεδονία.

Η ώρα του Βενιζέλου

Πριν από το τέλος της δεκαετίας του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος εμφανίζεται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1910 και εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην ελληνική πολιτική ζωή. Μεταρρυθμιστικός άνεμος άρχισε να πνέει στη χώρα, σε όλα σχεδόν τα πεδία.

Οι μεγάλες γαιοκτησίες (τσιφλίκια) στη Θεσσαλία μοιράστηκαν σε ακτήμονες, Γάλλοι και Βρετανοί κλήθηκαν για να εκπαιδεύσουν τους άνδρες του στρατού και του στόλου, η οικονομία της χώρας έδειχνε έπειτα από χρόνια σημάδια ανάκαμψης και στοιχειώδους ευρωστίας. Μια νέα εξόρμηση για την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» μπορούσε πλέον να ξεκινήσει, αυτήν τη φορά μάλιστα με πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φωτογραφημένος το 1935

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913

Τον Οκτώβριο του 1912 Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα κήρυξαν ταυτόχρονα τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη στα τέλη Οκτωβρίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος, επικεφαλής του ελληνικού στρατού, έμπαινε στη Θεσσαλονίκη, λίγες μόλις ώρες πριν προλάβουν οι Βούλγαροι να μπουν στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Τον Φεβρουάριο του 1913, έπειτα από σφοδρές μάχες, οι Έλληνες έμπαιναν και στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Γιάννενα. Σε διάστημα μόλις λίγων μηνών η έκταση της Ελλάδας είχε υπερδιπλασιαστεί!

Αυτήν τη φορά τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας δεν οφείλονταν σε παρέμβαση ή βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ωστόσο, σε κάποιες από τις συνομιλίες μεταξύ των νικητών που έγιναν στο Λονδίνο, ο Βενιζέλος είχε την ευκαιρία να συναντηθεί και να γνωριστεί με τον Λόυντ Τζορτζ, τότε υπουργό Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας, και με τον Τσόρτσιλ, τότε πρώτο λόρδο του Ναυαρχείου (ουσιαστικά υπουργό Ναυτικών). Από αυτές τις συναντήσεις ο Βενιζέλος βγήκε βέβαιος ότι είχε το «πράσινο» φως από τους Βρετανούς να επιχειρήσει την κατά το δυνατόν υλοποίηση των στόχων του για εδαφική επέκταση της Ελλάδας – χωρίς ενδεχομένως να αποκλείεται ακόμα και η διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης.

Ιππήλατο ελληνικό πυροβολικό στη μάχη της Κρέσνας που διεξήχθη το 1913, στο πλαίσιο του Β΄Βαλκανικού Πολέμου

Ο Εθνικός Διχασμός στην κορύφωσή του

Μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Φεβρουάριο του 1915, οι δυνάμεις της Αντάντ άνοιξαν μέτωπο με τους Οθωμανούς στην περιοχή των Δαρδανελίων. Ο Βενιζέλος επιθυμούσε διακαώς να μετάσχει η Ελλάδα με δικά της στρατεύματα σε αυτή την επιχείρηση της Καλλίπολης. Στην αρχή ο βασιλιάς δεν φάνηκε να έχει αντίρρηση· όμως, υπό την επιρροή και του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά, πάντα επιφυλακτικού απέναντι σε παρακινδυνευμένα εγχειρήματα, και επιπλέον φιλογερμανού, σταδιακά ο Κωνσταντίνος άρχισε να αντιτάσσεται στους σχεδιασμούς του Βενιζέλου, ο οποίος και παραιτήθηκε.

Σύντομα ωστόσο, έχοντας κερδίσει πανηγυρικά τις εκλογές του Ιουνίου του 1915, ο κρητικός πολιτικός επανήλθε. Όταν τον Σεπτέμβριο η Βουλγαρία συντάχθηκε τελικά με τις Κεντρικές Δυνάμεις και τους συμμάχους τους, έχοντας εξασφαλίσει και τη διαβεβαίωση των Οθωμανών ότι θα την αναγνώριζαν ως ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια, ο Βενιζέλος και πάλι αρνήθηκε να παραμείνει η Ελλάδα αμέτοχος παρατηρητής όσων συνέβαιναν στη γειτονιά της. Έτσι, αγνοώντας τα περί ουδετερότητας της χώρας, υποσχέθηκε στους Σέρβους βοήθεια σε περίπτωση που θα δέχονταν επίθεση από τη Βουλγαρία.

Κυβερνήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη

Ο εθνικός διχασμός που έχει ξεσπάσει λόγω της αντιπαράθεσης Παλατιού και Βενιζέλου κορυφώνεται, με τον πολύπειρο πολιτικό να εγκαθιστά δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου ήδη είχαν αρχίσει να αποβιβάζονται δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να βοηθήσουν τους Σέρβους. Ουσιαστικά η Ελλάδα βρισκόταν πλέον σε συνθήκες εμφύλιου πόλεμου, με τον Βενιζέλο κυρίαρχο στον βορρά και γενικότερα στη λεγόμενη Νέα Ελλάδα, και με τον βασιλιά και την πιστή σε αυτόν κυβέρνηση να κυριαρχούν στον νότο, στην Παλαιά Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1916 πάντως οι Αγγλογάλλοι, ανησυχώντας για τα νώτα τους στο μέτρο που ήδη είχαν «ανοίξει» το λεγόμενο Μακεδονικό Μέτωπο, με αυστηρή διακοίνωση προς τον βασιλιά ζήτησαν αφοπλισμό των πιστών σε εκείνον δυνάμεων. Ο Κωνσταντίνος, μην έχοντας πολλές επιλογές, αναγκάστηκε να δεχτεί το τελεσίγραφο.

Τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Αγγλογάλλοι, βοηθούμενοι και από εννέα ελληνικές μεραρχίες, κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές των Βουλγάρων στο Μακεδονικό Μέτωπο, οδηγώντας τους σύντομα σε συνθηκολόγηση. Σε συνδυασμό και με τη συνθηκολόγηση στα τέλη Οκτωβρίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι προοπτικές για περαιτέρω επέκταση των ελληνικών συνόρων και για την υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» έδειχναν καλύτερες από ποτέ.

Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών

Αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Βενιζέλος έσπευσε στο Λονδίνο, εξασφαλίζοντας ήδη από τους Βρετανούς ιθύνοντες, χάρη και στην (κατά τον λόρδο Κέρζον) «ανεξάντλητη ευγλωττία του», υποσχέσεις για επέκταση των ελληνικών συνόρων εις βάρος κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη των Σεβρών, το καλοκαίρι του 1920, οι περισσότερες από αυτές τις υποσχέσεις υλοποιούνταν. Μάλιστα ο Βενιζέλος εξασφάλισε εκ μέρους των Συμμάχων και εντολή για κατάληψη της Σμύρνης και της ενδοχώρας της. Η συνθήκη προέβλεπε ότι σύντομα θα γινόταν δημοψήφισμα για το μέλλον της εν λόγω περιοχής, στην οποία πάντως ήδη από τον Μάιο του 1919 είχαν αποβιβαστεί ελληνικά στρατεύματα.

Ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα θριαμβευτής, έχοντας στα χέρια του τη συνθήκη των Σεβρών. Το όραμά του έδειχνε να υλοποιείται: Μια σχεδόν νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν στα σκαριά, με επίκεντρο τις δυο όχθες του Αιγαίου. Στην απόφαση να συνεχιστεί η Μικρασιατική Εκστρατεία, ακόμη και μετά την εκλογική ήττα Βενιζέλου το 1920, προκειμένου να φθάσουν τα στρατεύματα έως τα βάθη της Ανατολής, έπαιξε ρόλο ενδεχομένως και ο μύχιος πόθος του βασιλιά Κωνσταντίνου να στεφθεί κάποτε στην Κωνσταντινούπολη ως Κωνσταντίνος ΙΒ΄, διάδοχος του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Χάρτης που απεικονίζει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, όπως προέκυψε μετά τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920

Η συντριπτική ήττα στη Μικρά Ασία κλείνει το κεφάλαιο της Μεγάλης Ιδέας

Η αποτυχία όμως θα είναι παταγώδης. Μπορεί τον Αύγουστο του 1921 ο ελληνικός στρατός να πέρασε τον ποταμό Σαγγάριο και να έφτασε μόλις 60 χιλιόμετρα από την Άγκυρα, ωστόσο σύντομα οι δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ ανασυντάχθηκαν και τον Αύγουστο του 1922 πέρασαν στην αντεπίθεση, υποχρεώνοντας τον ελληνικό στρατό σε (άτακτη εν πολλοίς) υποχώρηση. Μαζί με τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε προς τη θάλασσα, χιλιάδες έλληνες κάτοικοι της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Όσοι από αυτούς κατάφεραν να φτάσουν στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων βρέθηκαν παγιδευμένοι εκεί, προσπαθώντας απελπισμένα να μπουν σε οποιουδήποτε είδους πλεούμενο, ώστε να γλιτώσουν τα χειρότερα. Το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας είχε μετατραπεί σε εφιάλτη, και μάλιστα αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς.