Λένε για το ποδόσφαιρο πως επί της ουσίας είναι ένα εξαιρετικά απλό άθλημα. Όσο πιο απλά παίζει ένας καλός παίκτης τόσο περισσότερο αποτελεσματικός είναι. Αυτό μπορεί να είναι η μισή αλήθεια.
Το ποδόσφαιρο είναι απλό μέσα στην… πολυπλοκότητά του. Είναι τόσο πολύπλοκο που η επιτυχία μπορεί να έρθει μέσα από τις ικανότητες ενός παίχτη, ενός συστήματος ή ακόμα και κάποιας απαγορευμένης πολεμικής τέχνης. Ναι, μπορεί ειδικά αυτό το τελευταίο να ακούγεται λίγο παράταιρο αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι μια σχεδόν ξεχασμένη ιστορία που αν και σημάδεψε το παγκόσμιο ποδόσφαιρο και την εξέλιξή του, σήμερα δεν μνημονεύεται παρά από ελάχιστους. Και δεν υπάρχει πίσω από αυτό κάποια… θεωρία συνωμοσίας. Απλά τα γεγονότα του 1958 έφτασαν τόσο βαθιά στο DNA του βασιλιά των σπορ που πλέον σχεδόν κανείς δεν θυμάται πως ήταν το ποδόσφαιρο πριν από αυτό.
Πρωταγωνιστής σε αυτή την ιστορία είναι ο τεράστιος Πελέ και η μαγική Σελεσάο που το 1958 έγινε η πρώτη ομάδα της Λατινικής Αμερικής που κατέκτησε το μουντιάλ επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Μια ιστορία που ξεκινά από τα βάθη του Αμαζονίου, περνά μέσα από κοινωνικούς αποκλεισμούς και ρατσιστικές συμπεριφορές για να φτάσει μέχρι τα στάδια ανά την υφήλιο και να ξεσηκώνει τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, οι Πορτογάλοι φτάνουν στη Βραζιλία ως αποικιοκράτες μιας χώρας φτωχής αλλά και ταυτόχρονα τόσο πλούσιας. Μαζί τους φέρνουν σαν σκλάβους πολλούς Αφρικανούς.
Τους χρησιμοποιούσαν ως φτηνά εργατικά χέρια προκειμένου να μεγαλουργήσουν και να χτίσουν μια πλούσια αποικία. Πολλοί από τους σκλάβους, ωστόσο, βλέποντας τις ανεξερεύνητες και σίγουρα επικίνδυνες ζούγκλες της Βραζιλίας, επιλέγουν να ρισκάρουν τις ζωές τους προκειμένου να κερδίσουν την πολυπόθητη ελευθερία.
Δραπετεύουν και χάνονται μέσα στην πυκνή βλάστηση του Αμαζονίου και όχι μόνο. Για να επιβιώσουν ανακαλύπτουν μια πολεμική τέχνη που μοιάζει αρκετά με χορό. Την ονομάζουν ντζίνγκα και επί της ουσίας πρόκειται για τον «πρόγονο» αυτού που στις μέρες μας έφτασε ως «καποέιρα».
Οι συμμετέχοντες σε αυτή την τέχνη σχηματίζουν ένα roda (κύκλο) και εναλλάσσονται παίζοντας όργανα και τραγουδώντας, ενώ παράλληλα χωρίζονται σε ζευγάρια στο κέντρο του κύκλου. Η τέχνη χαρακτηρίζεται από συνεχή ακροβατικά, προσποιήσεις, προφάσεις και εκτεταμένη χρήση του εδάφους, καθώς και σαρωτικών κινήσεων, κλωτσιών και κεφαλιών.
Με το πέρασμα των χρόνων οι Αφρικανοί σκλάβοι φτιάχνουν τις δικές τους οικογένειες που ζουν σε μικρές κοινότητες στις ζούγκλες της Βραζιλίας. Εξελίσσουν διαρκώς το ντζίνγκα προκειμένου να απαντάνε με αποτελεσματικότητα στις επιθέσεις των «ιδιοκτητών τους».
Όταν μετά από πάρα πολλά χρόνια η δουλεία καταργείται στη Βραζιλία, οι πρώην σκλάβοι και νυν Βραζιλιάνοι πολίτες καλούνται να εγκαταλείψουν τις ζούγκλες και να ζήσουν πλέον στις πόλεις ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας.
Οι περισσότεροι δέχονται αλλά βγαίνοντας από τις ζούγκλες διαπιστώνουν πως εκτός από τη δουλεία είχε απαγορευθεί και το ντζίνγκα, ως μια θανατηφόρα και εξαιρετικά επικίνδυνη πολεμική τέχνη.
Για όλους αυτούς τους ανθρώπους, ωστόσο, το ντζίνγκα ήταν τρόπος ζωής και έπρεπε να το βοηθήσουν να επιζήσει. Έτσι βρέθηκε ο μοναδικός τρόπος για να προπονούνται νόμιμα στην πολεμική αυτή τέχνη χωρίς κανείς να μπορεί να τους πει κάτι.
Ενσωματώνουν πολλές κινήσεις στο… ποδόσφαιρο! Η ύστατη μορφή του ντζίνγκα «βγήκε» από τις ζούγκλες, ενσωματώθηκε και εξελίχθηκε μέσα από τους ποδοσφαιριστές που έκαναν ανάποδα «ψαλιδάκια», περνούσαν την μπάλα πάνω από τον αντίπαλο και πηδούσαν ψηλά για να κάνουν κοντρόλ με το στήθος, έκαναν πάσες χωρίς να αφήνουν το… τόπι να ακουμπάει στο έδαφος, σήκωναν την μπάλα τεντώνοντας τα πόδια και κάνοντας «τακουνάκια» και πολλά- πολλά άλλα.
Άμεσα ο νέος αυτός τρόπος παιξίματος έγινε σήμα κατατεθέν για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο αλλά η… καταστροφή ήταν κοντά.
Οι Βραζιλιάνοι παίζουν ένα εντυπωσιακό αλλά ταυτόχρονα τόσο διαφορετικό στυλ ποδοσφαίρου από τους ευρωπαίους που αντί για τα… «φρου-φρου και τα αρώματα» επιλέγουν την σκληρή πειθαρχία στο αγωνιστικό σύστημα της ομάδας τους χωρίς παρεκκλίσεις.
Η Βραζιλία διοργανώνει το μουντιάλ του 1950 φτάνει στον τελικό αλλά εκεί που όλοι περίμεναν πως θα σηκώσει την «κούπα», αντιμετωπίζει την εξαιρετική Ουρουγουάη.
Στο κατάμεστο από 200.000 θεατές Μαρακανά η Βραζιλία προηγείται στο πρώτο ημίχρονο αλλά στο δεύτερο έρχεται η κατάρρευση και τελικά χάνει από την Ουρουγουάη με 2-1.
Ο τελικός αυτός αφήνει βαθιές πληγές στους Βραζιλιάνους, που ελπίζουν πως θα είναι αυτοί που θα πανηγυρίσουν στο μουντιάλ του 1954 στα γήπεδα της Ελβετίας. Εκεί, όμως, τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ ότι στο προηγούμενο μουντιάλ. Η Σελεσάο φτάνει μέχρι τα προημιτελικά όπου χάνει με το εμφατικό 4-2 από την μεγάλη Ουγγαρία και επιστρέφει στη Βραζιλία με σκυμμένο κεφάλι.
Πίσω στη χώρα της λατινικής Αμερικής το ανάθεμα είχε πέσει πάνω στο «πρωτόγονο» ντζίνγκα. Αυτή είναι η πηγή του κακού σύμφωνα με τους αναλυτές οι οποίοι λένε πως αν η Βραζιλία θέλει να κατακτήσει το παγκόσμιο κύπελο θα πρέπει να ενστερνιστεί το αυστηρό και απόλυτα πειθαρχημένο παιχνίδι των ευρωπαίων.
Έτσι το ντζίνγκα βρίσκεται για δεύτερη φορά, επί της ουσίας, απαγορευμένο.
Η απαγορευμένη αυτή πολεμική τέχνη, που πλέον είχε βρει τη θέση της μέσα στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, ωστόσο, χρειαζόταν έναν άνθρωπο με ταλέντο για να την αποθεώσει και να αλλάξει την μοίρα του βασιλιά των σπορ.
Τον άνθρωπο αυτόν τον βρήκε στο πρόσωπο ενός πιτσιρικά. Του Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο που έμεινε στην ιστορία με το ψευδώνυμο «Πελέ»! Ο κοντός πιτσιρικάς ανακαλύφθηκε από τον κυνηγό ταλέντων της Σάντος, Βαλντεμάρ Ντε Μπριτο και ήταν αυτός που με τη νεανική επιμονή και την… άγνοια κινδύνου, επέβαλε σε ηλικία μόλις 17 ετών το ντζίνγκα ως βασικό τρόπο παιξίματος της Σελεσάο.
Συνεπικουρούμενος από τον σπουδαίο Γκαρίντσα, μετέφεραν το ποδόσφαιρο που έπαιζαν στις φτωχογειτονιές του Μπαούρου και του Σάο Πάουλο μέσα στα επαγγελματικά γήπεδα. Αρχικά οι αντιδράσεις ήταν έντονες για το πρωτόγονο ποδόσφαιρο που έπαιζε, ωστόσο, σύντομα ακόμα και οι πλέον δύσπιστοι, πείστηκαν πως η ομορφιά βρίσκεται στο ξεχωριστό και όχι σε ένα αταίριαστο στο βραζιλιάνικο ταπεραμέντο, τρόπο παιχνιδιού, όπως το ευρωπαϊκό.
Ο Πελέ αν και μόλις 17 ετών παίρνει τη Σελεσάο από το χέρι και την οδηγεί στην κορυφή του κόσμου στο μουντιάλ του 1958 όπου νικάει στον τελικό την οικοδέσποινα Σουηδία με 2-5! Οι ειδικοί αποθεώνουν τόσο τον ίδιο όσο και το στυλ παιχνιδιού του με τα «ψαλιδάκια», τα «τακουνάκια» και ένα σωρό άλλες εντυπωσιακές κινήσεις που θύμιζαν χορογραφία.
Αρχής γενομένης από το μουντιάλ της Σουηδίας και με ένα μικρό διάλλειμα στο αντίστοιχο που έγινε στα γήπεδα της Αγγλίας το 1966, οι Βραζιλιάνοι και ο Πελέ κατακτούν τρία παγκόσμια κύπελλα και παίρνουν για πάντα στο σπίτι τους το τρόπαιο Ζιλ Ριμέ.
Είναι η περίοδος που άπαντες στη χώρα της Σάμπας αποθεώνουν το ντζίνγκα (που σήμερα πλέον θεωρείται η ψυχή της Βραζιλίας) και τον συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού και στην Ευρώπη παραδέχονται πως «οι Βρετανοί εφηύραν το ποδόσφαιρο αλλά οι Βραζιλιάνοι το τελειοποίησαν»!