Η σχέση που έχει ένα άνδρας με το ποδόσφαιρο δεν είναι μια απλή σχέση. Είναι μια σχέση πάθους, που κάνει τα συναισθήματα σου να ανεβοκατεβαίνουν με ρυθμούς ασανσέρ. Από την κόλαση μπορείς να βρεθείς στον παράδεισο και τούμπαλιν μέσα σε λίγα λεπτά. Από το αποτέλεσμα ενός αγώνα κρίνεται η διάθεσή σου για τις επόμενες ημέρες.
Κέρδισε η ομάδα σου; Κερνάς και αγκαλιάζεις όλο τον κόσμο. Έχασε; Δεν θέλεις να βλέπεις άνθρωπο, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις είναι μέχρι και αιτία χωρισμού. Με την μπάλα δεν παίζεις. Το ποδόσφαιρό είναι το σημαντικότερο… ασήμαντο πράγμα στη ζωή μας και αυτό δεν αλλάζει.
Είναι μια ιεροτελεστία. Η αρχή και το τέλος αυτής της ιεροτελεστίας είναι το γήπεδο. Παλαιότερα τα τσιμέντα, σήμερα τα κυριλέ καθίσματα. Κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μαύρα, μικρή σημασία έχει. Αυτό που μετράει είναι να βρεθείς στο γήπεδο και να δεις από κοντά το τόπι να τινάζει με δύναμη τα δίχτυα των αντιπάλων. Να φωνάζεις μέχρι να κλείσει η φωνή σου και μετά να πιείς μια παγωμένη μπύρα για να «στρώσει» ο λαιμός.
Γιατί κακά τα ψέματα: Καλή η τηλεόραση, ο καναπές και τα μεζεδάκια αλλά σαν την κερκίδα δεν έχει. Και αυτό είναι ένα μικρόβιο που το κολλάς από μικρός. Η πρώτη φορά στο γήπεδο είναι σαν το καλό σεξ, δεν το ξεχνάς πότε!
Το να πας στο γήπεδο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ειδικά αν πρόκειται για κάποιο ευρωπαϊκό ματς ή ακόμα χειρότερα (ή καλύτερα, όπως το βλέπει κανείς) αν έχεις μπροστά σου κάποιο ντέρμπι.
Από το πρωί εκείνης της ημέρας η καρδιά χτυπάει λίγο διαφορετικά. Όταν σκέφτεσαι πως μπορεί να κερδίσει η ομάδα σου χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. Όταν σκέφτεσαι πως μπορεί να χάσει, οι παλμοί μειώνονται και για καλό και για κακό κουνιέσαι από τη θέση σου. Τα γούρια ακολουθούνται με θρησκευτική ευλάβεια. Μην ακούτε όσους λένε πως δεν έχουν γούρια. Λένε ψέματα. Όλοι έχουν. Απλά κάποιοι το δείχνουν και κάποιοι όχι.
Όταν έρθει η ώρα για να ετοιμαστείς να φύγεις θα πάρεις το κασκόλ σου, θα βάλεις τη φανέλα σου ή την μπλούζα του συνδέσμου που ανήκεις και θα πάρεις θέση στην κερκίδα για να δεις τους παικταράδες σου να ζαλίζουν τις αντίπαλες άμυνες, να φορτώνουν με γκολ τα αντίπαλα δίχτυα και να μαγεύουν με τις περίτεχνες ενέργειες τους μέσα στο χορτάρι.
Αυτά αν κερδίσουν. Αν χάσουν είναι «παλτά, μωρέ», αφού «δεν έχει μάθει ακόμα να κλωτσάει το τόπι το παιδάκι, ρε φίλε» αλλά «δεν φταίνε αυτοί, αυτός εκεί που κάνει τον πρόεδρο και πήγε και τους μάζεψε στην ομάδα φταίει» καθώς όπως λέει κι ο σοφός οπαδός «εμ, ότι πληρώνει παίρνεις και ο άλλος δεν βάζει το χέρι στην τσέπη»!
Όλο αυτό για να το πάθει κάποιος πρέπει να έχει κολλήσει το μικρόβιο του γηπέδου από μικρός. Τότε που στα παιδικά μάτια φαίνονται όλα τόσο καινούργια, τόσο αγνά και τόσο τεράστια που αισθάνεσαι σα να έχεις πιει ένα βαπόρι μπύρες και τα πάντα γυρίζουν γύρω σου αλλά με ένα γλυκό και απολαυστικό τρόπο.
Από εκείνη την ημέρα και μετά τα πάντα αλλάζουν μέσα σου αλλά και έξω σου. Η δική μου πρώτη φορά καθόρισε ακόμα και τις διατροφικές μου συνήθειες. Ο πατέρας μου με πήρε μαζί του για πρώτη φορά σε έναν φιλικό αγώνα του Απόλλωνα με τον ΌΦΗ στη Ριζούπολη. Καμία από τις δυο δεν ήταν η ομάδας μας. Υποστήριζε τους Κρητικούς λόγω καταγωγής.
Ήμουν δεν ήμουν 4-5 χρονών και λίγα είναι αυτά που μου έχουν μείνει στο μυαλό. Λίγα αλλά καλά. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τις πόρτες εισόδου, εκεί που έκοβαν τα εισιτήρια, στο γήπεδο. Τις έχω στο μυαλό μου σα να είναι οι πόρτες στο Καμπ Νου ή στο Ανφιλντ. Μεγάλες. Επιβλητικές. Θυμάμαι τα χαρτάκια που γέμισαν τον ουρανό όταν μπήκαν οι δυο ομάδες στον αγωνιστικό χώρο. Σα να χιόνιζε ήταν. Τις ιαχές, τα συνθήματα, τα βρισίδια και τις κατάρες. Τι; Φιλικό ήταν; Μικρή σημασία έχει. Ακόμα και το μικρό γήπεδο του Απόλλωνα έμοιαζε σα να είναι το καλύτερο και ομορφότερο γήπεδο στον κόσμο.
Θυμάμαι πως μου έκαναν εντύπωση τα τετράγωνα άσπρα αφρολέξ πάνω στα οποία καθόσουν τότε για να μην πιαστείς πάνω στα τσιμέντα αλλά και οι διαφημίσεις από τα μεγάφωνα στο ημίχρονο.
Από μωρό μέχρι και εκείνη την ηλικία εγώ κρέας δεν έτρωγα. Όταν τελείωσε το ματς, πείνασα. Το είπα στον πατέρα μου ο οποίος μου είπε να περιμένω να πάμε στο σπίτι. Όπως όλα τα μικρά απαιτητικά παιδάκια εγώ ήθελα να φάω ατάκα και επιτόπου όποτε μου είπε πως εκεί υπήρχαν μόνο σουβλάκια και λουκάνικα. Εγώ ξέχασα τα πείσματα που έκανα στη μάνα μου στο σπίτι και έτσι από εκείνη τη μέρα και έπειτα δυο νέες αγάπες μπήκαν στη ζωή μου. Το γήπεδο και τα σουβλάκια…
Μετά από περίπου 30 χρόνια ακολούθησα την ίδια διαδρομή με εκείνη που είχα κάνει εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στη Ριζούπολη. Μόνο που πλέον πολλά είχαν αλλάξει. Στη θέση του πατέρα μου βρισκόμουν εγώ και στη θέση τη δική μου η κόρη μου. Προορισμός το γήπεδο της ομάδας μας.
Πιο σκληροπυρηνικός εγώ την πήγα κατ’ ευθείαν στη θύρα των οργανωμένων για να παρακολουθήσει από κοντά τον τελευταίο αγώνα της χρονιάς και μετά να «σηκώσει» την πρώτη της κούπα (το ίδιο έκανα και με το γιο μου μερικά χρόνια αργότερα. Πιάνει το κόλπο).
Πολλά είχαν αλλάξει από τη δική μου πρώτη φορά, στη δική της. Πολλά πράγματα, ωστόσο, έμειναν αναλλοίωτα και τα είδα όλα στα μάτια της. Ελάχιστες είναι οι φορές που εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ κοίταξα στον αγωνιστικό χώρο. Την μικρή κοίταζα και προσπαθούσα να καταλάβω τι ένιωθε. Τελικά άδικα έχασα το παιχνίδι… Σαν κλασική γυναίκα όταν φύγαμε και μπήκαμε στο τρένο μου τα είπε όλα.
Για το πόσο τεράστιο της φάνηκε το γήπεδο, το πόσο ήθελε να φωνάξει τα συνθήματα αλλά δεν καταλάβαινε τα λόγια που φώναζαν, για τα καπνογόνα και τα τύμπανα που βαρούσαν δυνατά, για το πόσο ωραίο είναι να μπαίνεις σε ένα μέρος με τόσο πολύ κόσμο και όλοι να φοράνε τα ίδια χρώματα και να χαμογελάνε ο ένας στον άλλο, για το πόσο πιο όμορφο είναι το χορτάρι από κοντά και τι ωραίο που ήταν το κύπελλο του πρωταθλήματος όταν οι παίχτες της ομάδας το έφεραν μπροστά μας, στον γύρο του θριάμβου, για το πόσο κουρασμένη αλλά ταυτόχρονα πόσο χαρούμενη νιώθει και βέβαια το πόσο πολύ της άρεσε το σουβλάκι που έφαγε.
Όσο για μένα η αλήθεια είναι πως μέχρι ένα σημείο ένιωθα σαν το Γιάννη Μαμουζέλο όταν περιέγραφε αγώνα, προσπαθώντας να προλάβω όλες τις απορίες που είχε όπως για παράδειγμα το «γιατί αυτός ο κύριος μέσα στο γήπεδο είναι ο μόνος που φοράει μαύρα και δεν του δίνουν την μπάλα, να παίξει κι αυτός λίγο» αλλά τελικά άξιζε τον κόπο. Κόλλησε και αυτή, όπως και ο μικρός αργότερα, το πιο ωραίο «μικρόβιο» που υπάρχει.