Έχει το Χόλιγουντ τις δικές του Σειρήνες και είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει κάποιος να αγνοήσει το τραγούδι τους. Είναι η διασημότητα, η αναγνωρισιμότητα, είναι η λάμψη από τα φώτα της δημοσιότητας, το χρήμα, η επιτυχία, η ίδια η ουσία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το να είσαι μέρος ενός μεγάλου και αστραφτερού συστήματος – που έχει βέβαια και τις πολύ σκοτεινές πλευρές του, όπως αποκαλύπτεται τον τελευταίο καιρό.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μάλλον δύσκολο κάποιος να τα απολαμβάνει όλα αυτά και να αποφασίσει να τους γυρίσει την πλάτη. Να έχει κοπιάσει, να έχει δουλέψει, να έχει βρει τον δρόμο του στην ηθοποιία αλλά και τη θέση του στις καρδιές των θαυμαστών του, και να βάζει τελεία – έστω άνω τελεία. Και να λέει, είναι τώρα άλλη η προτεραιότητά μου.
«Πράγματα συμβαίνουν στους ανθρώπους κάθε μέρα, και εκείνοι προσαρμόζουν τις ζωές τους για έναν σωρό λόγους. Δεν υπήρξε τίποτα ασυνήθιστο για όσα συνέβησαν ή για όσα έκανα, πιστεύω πως ο λόγος που οι άνθρωποι ιντριγκάρονται από τις αποφάσεις που έλαβα και καμιά φορά δείχνουν σχεδόν να τις θαυμάζουν σχετίζεται λιγότερο με το ότι έκανα ό,τι έκανα και περισσότερο με το ότι νόμιζαν πως αποχωρούσα από κάτι που είχε μεγαλύτερη αξία από οτιδήποτε άλλο. Η απόφαση, στην περίπτωσή μου, να γίνω μπαμπάς πλήρους απασχόλησης, κάτι που οι άνθρωποι κάνουν όλη την ώρα, νομίζω δεν θα σήμαινε τόσα για τους άλλους αν έκανα μια οποιαδήποτε δουλειά και αποφάσιζα να περνάω περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Κανείς δεν θα το πρόσεχε. Αλλά επειδή προέρχομαι από τον χώρο της δημοσιότητας και βρισκόμουν στην κορύφωση μιας καριέρας, αυτό ιντρίγκαρε τον κόσμο. Για μένα, δεν ήταν αυτό, δεν είχε καμία σχέση. Ήταν απλώς δουλειά και ήταν η ώρα να προσαρμόσω τη ζωή μου». Έτσι είχε περιγράψει ο ίδιος ο Ρικ Μοράνις την απόφασή του να αφήσει την καριέρα του στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, για να μεγαλώσει με πλήρη αφοσίωση τα παιδιά του.
Ίσως το όνομα δεν χτυπά αμέσως καμπανάκια. Αλλά το πρόσωπό του είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, από τις ταινίες «Ghostbusters», «Το μαγαζάκι του τρόμου», «Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά» και τα σίκουελ του 1992 και 1997 και πολλές ακόμα.
Γεννημένος το 1953, ο Μοράνις, ηθοποιός, σεναριογράφος, παραγωγός, μουσικός και τραγουδοποιός, ήρθε στο προσκήνιο με την εμφάνισή του στην κωμική «Second City Television», τη δεκαετία του ’80, αν και είχε ήδη ραδιοφωνική παρουσία. Στη συνέχεια εμφανίστηκε και σε πολλές ταινίες του Χόλιγουντ, όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά και τις «Spaceballs», «Parenthood», «My Blue Heaven» και τους «Φλίνστοουνς».
Το ξεκίνημά του στο καναδικό SCTV συνέπεσε με τη μεταφορά του δικτύου στο αμερικανικό CBS. Με τον φίλο και συνεργάτη του Ντέιβ Τόμας κλήθηκαν να εμπλουτίσουν τα επεισόδια με δύο επιπλέον λεπτά, κι εκείνοι είχαν την ιδέα για ένα σκετς με τίτλο «The Great White North» και πρωταγωνιστές τους χαρακτήρες Μπομπ και Νταγκ Μακένζι. Η επιτυχία τους έφερε το ομώνυμο άλμπουμ, που έκανε μεγάλες πωλήσεις και ήταν υποψήφιο για βραβείο Grammy, και την ταινία «Strange Brew», του 1983, όπου ο Μοράνις είχε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο.
Για περισσότερο από μία δεκαετία, έπειτα από εκείνο το ξεκίνημά του, ο Μοράνις δεν σταμάτησε να παίζει σε ταινίες -κάποιες έγιναν μεγάλες επιτυχίες- αλλά και να δανείζει τη φωνή του σε ήρωες καρτούν.
Ο ίδιος πάντως δεν θεωρούσε τον εαυτό του επακριβώς ηθοποιό. Όπως έλεγε αργότερα, σε συνέντευξή του το 2004, «στις τελευταίες ταινίες που έκανα, ταινίες του Χόλιγουντ, με μεγάλο προϋπολογισμό, μου έλειπε το να μπορώ να δημιουργώ το δικό μου υλικό. Στις πρώτες που ταινίες με καλούσαν βασικά για να ξαναγράψω τα δικά μου κομμάτια, είτε ήταν στο Ghostbusters είτε στο Spaceballs. Όταν έφτασα στο σημείο να “πρωταγωνιστώ” σε ταινίες, και είχα ειδικούς να μου λένε ποιο κείμενο να πω, αυτό δεν ήταν για μένα. Δεν είμαι πραγματικά ηθοποιός. Είμαι ένας τύπος που “βγαίνει” από την κωμωδία, και η τάση μου είναι πάντα να ξαναγράφω τα λόγια μου για να τα κάνω πιο αστεία, όχι να προσπαθώ να κάνω τις πολύτιμες λέξεις κάποιου να λειτουργήσουν».
Ο Μοράνις ήταν πραγματικά κωμικός, χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του. Ήταν το πρόσωπό του κωμικό, ήξερε να προκαλεί γέλιο και μόνο με το βλέμμα ή με τις εκφράσεις του. Δεν ήταν κανένας ζεν πρεμιέ, ούτε είχε ποτέ την όψη του γοητευτικού άνδρα που θα σαγήνευε το Χόλιγουντ. Είχε όμως τη στόφα του κωμικού της εποχής του, και με το αστείο μούτρο του-προφανώς και με το ταλέντο του- κατάφερε να ξεχωρίσει και να μας κάνει να τον θυμόμαστε ακόμα, δεκαετίες μετά.
Οι τελευταίοι ρόλοι στους οποίους τον είδαμε ήταν ως Μπάρνι των Φλίνστοουνς το 1994, στην ταινία Big Bulle, το 1996, αλλά και στο σίκουελ του «Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά», το 1997, με τίτλο «Αγάπη μου, συρρικνώσαμε τους εαυτούς μας». Η τηλεοπτική σειρά που βασίστηκε στις ταινίες αυτές άρχισε να προβάλλεται το 1997, αλλά χωρίς τον Μοράνις. Το 1997 ήταν η τελευταία εμφάνιση του Μοράνις στον κινηματογράφο, τα χρόνια που ακολούθησαν οι δουλειές του ήταν πολύ λίγες, δεν περιλάμβαναν πολυήμερα γυρίσματα και δεν αφορούσαν άμεσα το Χόλιγουντ. Η «απόσυρσή» του είχε ανεπισήμως ήδη αρχίσει χρόνια πριν.
Έντυσε με τη φωνή του τους ήρωες δύο ταινιών κινουμένων σχεδίων, «Ρούντολφ το ελαφάκι», το 2000 και «Ο αδελφός μου ο αρκούδος», το 2003. Μετά, το ενδιαφέρον του στράφηκε στη μουσική και το 2005 κυκλοφόρησε άλμπουμ country μουσικής με τίτλο «The Agoraphobic Cowboy», το οποίο ήταν υποψήφιο για Grammy. Το 2006 ακούστηκε και πάλι η φωνή του στην ταινία «Ο αδελφός μου ο αρκούδος 2» ενώ το 2007 επανενώθηκε με τον Ντέιβ Τόμας για ένα επετειακό «Μπομπ και Νταγκ Μακένζι», για το οποίο έγιναν νέα γυρίσματα. Το 2013 κυκλοφόρησε ακόμα ένα άλμπουμ με τίτλο «My Mother’s Brisket & Other Love Songs».
Στις σποραδικές εμφανίσεις του στον κινηματογράφο ή τη μουσική, ο Μοράνις δεν συμπεριέλαβε το ριμέικ των Ghostbusters, το 2016, αν και κλήθηκε να συμμετάσχει. «Τους εύχομαι να πάει καλά» ήταν το σχόλιό του, «εύχομαι να είναι τέλειο. Αλλά για μένα δεν έχει νόημα, γιατί να κάνω μια μέρα γυρισμάτων για κάτι που έκανα τριάντα χρόνια πριν;»
Αυτό που συνέβη και έκανε τον Μοράνις να γυρίσει την πλάτη του στη λάμψη του Χόλιγουντ, σε μια εποχή που η καριέρα του πήγαινε πολύ καλά, δεν αφορούσε την πορεία του στην ηθοποιία αλλά την προσωπική του ζωή.
Το 1991 ο Μοράνις έχασε τη γυναίκα του Αν Μπέλσκι, η οποία έπασχε από καρκίνο του μαστού. Ήταν παντρεμένοι από το 1986 και είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Η άτυχη γυναίκα δεν πρόλαβε να ζήσει για πολύ τα παιδιά της, ούτε να απολαύσει την οικογενειακή της ζωή. Μόλις πέντε χρόνια μετά τον γάμο τους, έφυγε από τη ζωή. Έτσι, ο Μοράνις έμεινε πίσω με τα δύο τους παιδιά. Κι ανάμεσα στο Χόλιγουντ και την οικογένειά του, επέλεξε το δεύτερο.
«Είμαι πατέρας μονογονεϊκής οικογένειας και διαπίστωσα πως ήταν πολύ δύσκολο να τα καταφέρνω στην ανατροφή των παιδιών μου και ταυτόχρονα να κάνω όλα τα ταξίδια που απαιτούσαν τα γυρίσματα. Κι έτσι έκανα ένα μικρό διάλειμμα. Και το μικρό διάλειμμα έγινε τελικά μεγάλο. Και μετά διαπίστωσα πως δεν μου έλειπε» έλεγε αργότερα σε συνέντευξή του.
Μεγαλωμένος στα προάστια του Τορόντο, ο Μοράνις είχε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία και ήθελε να αναβιώσει την ανεμελιά και την ευτυχία εκείνη για τα παιδιά του, στο Μανχάταν, όπου ζούσαν.
Παραδέχθηκε βέβαια πως υπήρχαν και πράγματα που του έλειπαν από την επαγγελματική του ζωή. «Μου έλειπαν οι άνθρωποι, μου έλειπε το πόσο αναζωογονητικό είναι να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό κάθε μέρα. Το να μεγαλώνεις παιδιά και να είσαι full time γονιός, ειδικά μόνος, έχει πολλές επαναλήψεις ίδιων καταστάσεων. Είναι πολύ διαφορετική ζωή από τότε που ήμουν στο γύρισμα με τον Άκροϊντ και τον Μάρεϊ και τον Στιβ Μάρτιν. Αυτά μου έλειπαν αλλά βρήκα πολλή χαρά και πολλή ανταμοιβή σε άλλα πράγματα. Ήταν όλο μέρος της προσαρμογής» έλεγε. Και σε όσους ρωτούσαν τι έκανε τη δημιουργικότητά του, εξηγούσε: «Δεν έφυγα από αυτό, απλώς αφιέρωσα όλη τη δημιουργικότητά μου στη ζωή μου στο σπίτι, στα παιδιά μου, στην οικογένειά μου. Το ίδιο άτομο ήμουν, δεν άλλαξα. Απλώς άλλαξε το επίκεντρο της προσοχής μου».
Φέτος τον Ιούλιο, ο Μοράνις και ο Ντέιβ Τόμας ανέλαβαν και πάλι τους ρόλους των Μπομπ και Νταγκ, σε συναυλία στο Τορόντο. Τα έσοδα της συναυλίας δόθηκαν για τη θεραπεία του Τζέικ Τόμας, ανιψιού του Ντέιβ, ο οποίος τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη και παρέλυσε.
Με εξαίρεση αυτή την εμφάνιση, συνεχίζει να κάνει ό,τι έκανε από το 1997: Να ασχολείται με τα παιδιά του. «Όταν τα παιδιά μου γύριζαν σπίτι, υπήρχε μουσική, τα φώτα ήταν αναμμένα, υπέροχες μυρωδιές έβγαιναν από την κουζίνα» περιέγραφε. «Ήταν ένα χαρούμενο μέρος για να βρίσκεται κάποιος, κι αυτό ήταν που ήθελα».