Η Τουρκία συνεχίζει να προκαλεί στο Αιγαίο με αφορμή τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό που ανακοίνωσε η Ελλάδα, καθώς η Άγκυρα διεκδικεί τις θαλάσσιες ζώνες στα μισά ελληνικά νησιά.

Συγκεκριμένα, με βάση το εθνικιστικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Τουρκία ισχυρίζεται πως της ανήκει η θάλασσα γύρω από Κρήτη, Δωδεκάνησα, Χίο και Λέσβο. Ταυτόχρονα, καταγγέλλει την Ελλάδα για προκλητικές ενέργειες, που στόχο έχουν να ρίξουν «λάδι στη φωτιά».

Ο τουρκικός χάρτης που υποτίθεται ότι «βάζει τα πράγματα στη θέση τους»:

Αναλυτικά, η νέα τοποθέτηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών:

«Ορισμένες από τις περιοχές που καθορίζονται στο Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) που ανακοίνωσε η Ελλάδα, ως απόρροια της νομοθεσίας της ΕΕ, παραβιάζουν τις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας της χώρας μας στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο.

Τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι οι μονομερείς ενέργειες και ισχυρισμοί της Ελλάδας δεν θα έχουν καμία νομική συνέπεια για τη χώρα μας.

Υπενθυμίζουμε ότι οι μονομερείς ενέργειες θα πρέπει να αποφεύγονται σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, όπως το Αιγαίο και η Μεσόγειος, ότι το διεθνές δίκαιο της θαλάσσης ενθαρρύνει τη συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών θεμάτων, μεταξύ των παρόχθιων κρατών στις εν λόγω θάλασσες και, στο πλαίσιο αυτό, η χώρα μας είναι πάντα έτοιμη να συνεργαστεί με την Ελλάδα στο Αιγαίο Πέλαγος.

Οι προαναφερθείσες ενέργειες και οι προσπάθειες δημιουργίας τετελεσμένων, όπως και στο παρελθόν, έτσι και στο παρόν και το μέλλον, δεν θα έχουν νομικές συνέπειες για τη χώρα μας.

Η Τουρκία διατηρεί στις σχέσεις της με την Ελλάδα τη θέση της ότι πρέπει να υιοθετείται μια ειλικρινής και συνολική προσέγγιση για την επίλυση των προβλημάτων στη βάση του διεθνούς δικαίου, της δικαιοσύνης και της καλής γειτονίας, στο πλαίσιο της Διακήρυξης των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας της 7ης Δεκεμβρίου 2023, η οποία αντικατοπτρίζει το πνεύμα που και οι δύο πλευρές επιθυμούν.

Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός που έχει εκπονήσει η χώρα μας διαβιβάζεται επίσης στην UNESCO και στις αρμόδιες υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών».