Τον αποκαλούν «Ντελχάζ», που σημαίνει στα κουρδικά «η καρδιά που θέλει να προσφέρει». Έτσι ήταν γνωστός στη Συρία, ο 29χρονος ριψοκίνδυνος Έλληνας ο οποίος ευαισθητοποιήθηκε από τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου στη Συρία που ξέσπασε το 2011 και πήρε την απόφαση να πολεμήσει εθελοντικά ενάντια στους φανατικούς του Ισλαμικού Κράτους. Συνέντευξη στη Μαργαρίτα Τζαγκαράκη Τόσο η φρίκη του πολέμου όσο και το οικογενειακό του περιβάλλον οδήγησαν τον Ντελχάζ πίσω στην Ελλάδα όπου προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του, όπως λέει στο newsbeast.gr, χωρίς να αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα. Όσα βίωσε αποτυπώνονται στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Ντελχάζ, ο Έλληνας που πολέμησε τους τζιχαντιστές» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ινφογνώμων. Το βιβλίο περιλαμβάνει τις σκέψεις και τις εικόνες, όσα βίωσε επί δέκα μήνες στην κόλαση του πολέμου καθώς και διάφορες χρήσιμες πληροφορίες για τον πολιτισμό, την ιστορία και τα πολιτικά γεγονότα της Συρίας. – Πώς πήρατε την απόφαση να πάτε στη Συρία για να πολεμήσετε ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος; «Από τα φοιτητικά μου χρόνια είχα κάποια επαφή με τον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής. Έχω ερευνήσει και γνωρίζω αρκετά πράγματα για την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία της σκληροπυρηνικής εκδοχής του Ισλάμ, όπως την αντιλαμβάνονται στις μέρες μας οπαδοί της σαλαφιστικής οργάνωσης, Αλ Κάιντα, και του αποκληρωμένου παιδιού αυτής, δηλαδή του “Ισλαμικού Κράτους”. Δεν είχε περάσει σχεδόν ούτε ένας αιώνας από τότε που ο άνθρωπος πίστεψε ότι απαλλάχτηκε από το φοβερό χατζάρι του Χαλίφη, ως αποτέλεσμα της πτώσης του Χαλιφάτου το 1924, όταν ξαφνικά, νέα για την Ιστορία ένοπλα ισλαμιστικά κινήματα έκανα την εμφάνισή τους σε Τσετσενία, Αφγανιστάν κ.α.» λέει και συνεχίζει: «Δε θέλω να χαρακτηρίσω στο σύνολο τον μουσουλμανικό πληθυσμό ως τρομοκράτη και βάρβαρο και το υπογραμμίζω. Γνώρισα μουσουλμάνους ειρηνικούς, φιλόξενους, φιλήσυχους, με δημοκρατικά και υγιή πιστεύω. Πέραν της προσωπικής μου επαφής και έρευνας πάνω στον αραβικό πολιτισμό, ως Έλληνας, γνωρίζω το ποιόν και τους κινδύνους που διατρέχει η ανθρωπότητα από αυτά τα κινήματα μιας και κατάγομαι από ένα έθνος που έζησε κάτω από αυτόν το ζυγό τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Η επανάσταση στη Συρία, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας μας, και η μη ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος αρχικά μου κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν όμως μετά από κάποιο καιρό είδαμε ότι οι θρησκευτικοί πληθυσμοί της χώρας πέραν του σουνιτών όπου αποτελεί και την πλειοψηφία, και ιδιαίτερα των ελληνορθόδοξων χριστιανών στοχοποιήθηκαν από κάποιες ένοπλες ομάδες, ένιωσα την ανάγκη και το θεώρησα ως μια καλή ευκαιρία για να αγωνιστώ και να δραστηριοποιηθώ βρισκόμενος στην καρδιά του αγώνα. Η επίθεση στην Ορθόδοξη Μααλούλα, όπου ομιλείται ακόμα η γλώσσα του Χριστού, τα αραμαϊκά, η πολιορκία της Ορθόδοξης Σαϊντνάγια, που έχτισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, και η απαγωγή του ελληνορθόδοξου μητροπολίτη Χαλεπίου χτύπησε το καμπανάκι κάθε ευαίσθητου Ρωμιού, κάθε ευαίσθητου χριστιανού, κάθε ευαίσθητου ανθρώπου. Δεν ξέρω αν με αυτά που ανέφερα σας κάλυψα σχετικά με το πώς πήρα τέτοια απόφαση, αλλά τουλάχιστον κατέγραψα τους λόγους που μου έδωσαν το δικαίωμα να κάνω κάτι το οποίο ήθελα. Υπήρξα εθελοντής και όχι μισθοφόρος. Δεν παρέχεται μισθός σε κάποιο μαχητή στη Ροζάβα, ο οποίος θα ξεπερνάει σε αξία τα προσωπικά έξοδα ενός ατόμου που ζει στη Συρία». – Πώς φτάσατε στη Συρία; Είχατε μιλήσει με κάποιους εκεί και σας περίμεναν; Υπήρχαν και αρκετοί Έλληνες; «Προσπάθησα στα τέλη του 2013 να μπω στη Συρία νόμιμα μέσω Λιβάνου αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Εκείνη την περίοδο, 2013-2014, διάφορες σελίδες στο διαδίκτυο, προπαγάνδιζαν και διαφήμιζαν ένοπλη δράση στη Συρία ενάντια στους ισλαμιστές αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, ουδείς μέσα από αυτές τις σελίδες δεν πήγε ποτέ για να πολεμήσει και μάλιστα κάποιοι ψεύδονταν. Την άνοιξη του 2014 επικοινώνησα μέσω διαδικτύου με μια ένοπλη οργάνωση αποτελούμενη από διάφορους, ξεχωριστούς χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής στην οποία ανάφερα το ενδιαφέρον και τους σκοπούς μου και με δέχτηκαν. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ταξίδεψα έως τα βάθη της Τουρκίας, στα σύνορα με τη Συρία, όπου συνάντησα ανθρώπους της οργάνωσης αυτής που ανέφερα και μέσω αυτών πέρασα στην ελεγχόμενη από τους Κούρδους περιοχή του Ντιρίκ (Μαλικίγιε, στα αραβικά). Η οργάνωση εκείνη, το MFS, συνεργάζονταν από παλιά με το PKK, και πολεμούσαν πλάι στους Αποτσίδες, σε Τουρκία και Ιράκ. Από την οργάνωση αυτή αποφάσισα να φύγω μετά από 4 μήνες, διότι δεν συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, και μετά από κάποιες δυσκολίες μέσω Τουρκίας και με δική μου κυρίως προσπάθεια, μπήκα στην πολιορκούμενη τότε πόλη, στο Κομπάνι. Στο Κομπάνι εντάχθηκα σε ένα τάγμα του ΕΣΣ το οποίο αποτελούνταν κυρίως από Κούρδους και Άραβες. Εκεί πραγματικά ένιωσα τον πόλεμο στο πετσί μου. Όσο καιρό ήμουν εκεί δε συνάντησα Έλληνες μαχητές. Βρισκόμουν όμως στην ενδοχώρα της πόλης Κομπάνι όταν ο Κώστας Σκάρφιλντ (ελληνικής καταγωγής πρώην πεζοναύτης του βρετανικού ναυτικού που έχασε τη ζωή του στη Συρία στη μάχη κατά των τζιχαντιστών στις 2 Μαρτίου 2015) σκοτώθηκε κοντά στο Καμισλί. Είχα γνωρίσει μη Κούρδους εθελοντές από την Τουρκία και έναν Γερμανό. Επίσης συνάντησα και έναν Πόντιο μουσουλμάνο εθελοντή το βράδυ που μπήκα στο Κομπάνι». – Πώς ήταν οι μέρες και οι νύχτες εκεί; Τι θυμάστε; Η χειρότερη ανάμνηση; «Συνήθως οι προσβολές και η επέκταση σε ξένο έδαφος λάμβαναν χώρα τη νύχτα. Οι τζιχαντιστές απέφευγαν να μας επιτίθενται κατά τη διάρκεια της μέρας λόγω της παρουσίας νατοϊκών μαχητικών αεροπλάνων. Η χειρότερη στιγμή που έζησα ήταν η μέρα όπου μετά από μια ξαφνική επίθεση τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός του τάγματός μου και σκοτώθηκε ένας σύντροφος πολεμούμενοι τους τζιχαντιστές που μας επιτέθηκαν και με απλά τυφέκια αλλά και με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο από το τούρκικο έδαφος παρακαλώ! Επίσης δεν έφτανε όλο αυτό το φορτίο και επιπλέον την ίδια μέρα οι γονείς μου πληροφορήθηκαν για την παρουσία μου στο μέτωπο και έτσι το ηθικό μου δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα». – Φοβόσασταν; «Φόβο ένιωθα κάπως, πριν από κάποια επιχείρηση ή στην αρχή της μάχης, αλλά το ξεπερνούσα σχετικά γρήγορα. Νομίζω πως φυσικό είναι όταν κάποιος είναι προετοιμασμένος ψυχολογικά για κάτι τέτοιο να αψηφά τον κίνδυνο». – Πόσο καιρό μείνατε, πότε επιστρέψατε και γιατί επιστρέψατε; «Παρέμεινα 10 μήνες περίπου. Είχα αναβάλει ήδη κάποιες φορές την επιστροφή μου λόγω των αναγκών και των συγκυριών των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο πόλεμος είναι βασανιστικά αργός και ο αργός ρυθμός με έκανε να βαρεθώ σχετικά. Να φανταστείτε ότι τους πέντε πρώτους μήνες δεν είχα λάβει μέρος σε καμία μάχη. Ουσιαστικά στο πόλεμο συμμετείχα όταν εντάχθηκα στο τάγμα του Βορείου Ήλιου στο Κομπάνι αλλά και εκεί για κάποια διαστήματα δεν πολεμούσαμε. Πριν φύγω όμως ομολογώ ότι συμμετείχα σε πολύ δύσκολες και κατά μέτωπο μάχες και κινδύνεψε σοβαρά η ζωή μου. Επίσης είχα πιέσεις και από το οικογενειακό μου περιβάλλον και ήταν και αυτός ένας πάρα πολύ σημαντικός λόγος για να επιστρέψω». – Σήμερα τα έχετε αφήσει όλα πίσω και ζείτε μία κανονική ζωή μακριά από βομβαρδισμούς και θανάτους; «Ναι, ζω και εργάζομαι ειρηνικά εδώ στην πολιτισμένη Δύση. Αφού θέλησε ο Θεός να επιστρέψω αρτιμελής και σώος από τον πόλεμο αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου όπως την άφησα και αν μπορέσω να κάνω οικογένεια». – Θα ξαναπηγαίνατε; «Πολλοί από τους συντρόφους μου δε ζουν πλέον δυστυχώς, έχω όμως κάποιες επαφές και αν θελήσω μπορώ να επιστρέψω. Λόγω της κρίσης με την Τουρκία και με την ρήξη που έχει επέλθει ανάμεσα σε Κούρδους Αποτσίδες και Κούρδους του Μπαρζάνι η είσοδος κάποιου στη Ροζάβα δεν πρέπει να είναι πολύ εύκολη. Προσωπικά όμως δεν έχω κάποιο σχέδιο για να επιστρέψω, για αυτόν το σκοπό, αυτή την περίοδο, και ούτε θα το συνιστούσα σε κάποιον άλλο. Θα ήθελα πάντως να αγωνιζόμουν ξανά για τα πιστεύω μου αλλά θέλω παράλληλα να φτιάξω και οικογένεια. Υπάρχει ανάγκη στη Μέση Ανατολή αλλά και εδώ στην Ελλάδα έτσι όπως την καταντήσανε. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από Έλληνες. Έτσι όπως πορευόμαστε με μαθηματική ακρίβεια βαδίζουμε προς την καταστροφή, και για αυτό ευθυνόμαστε κυρίως εμείς. Ό,τι δεν κατάφεραν οι Οθωμανοί τα 400 χρόνια και όλοι οι άλλοι λαοί που πολέμησαν το έθνος μας, το “πέτυχαν” ή καλύτερα το “πετυχαίνουν” οι ίδιοι οι Έλληνες. Τα ήθη και έθιμα, η πίστη, και η οικογένεια των Ελλήνων έχει διαβρωθεί σημαντικά και αν δε σταματήσει αυτός ο κατήφορος εδώ, η επανόρθωση αργότερα θα είναι αδύνατη. Έχουμε να δώσουμε και εδώ έναν αγώνα ο οποίος δε διεξάγεται απαραίτητα με τα όπλα». – Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι «Ντελχάζ: Ο Έλληνας που πολέμησε τους τζιχαντιστές». Τι σημαίνει Ντελχάζ και γιατί αποφασίσατε να γράψετε αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο; «Ντελχάζ ήταν το παρατσούκλι μου, κούρδικο όνομα που σημαίνει “η καρδιά που θέλει να προσφέρει”. “Ντιλ ή ντελ” είναι “καρδιά” και “χαζ” από το ρήμα “χουαζίμ” που σημαίνει “θέλω”. Το τι έζησα ο ίδιος και το πώς δραστηριοποιήθηκα ή το πώς πολέμησα αν θέλετε δεν έχει και τόσο σημασία όσο οι πληροφορίες που μεταδίδει κάποιος που έζησε τα γεγονότα από κοντά, από την πρώτη γραμμή του μετώπου. Στο βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να μάθει πολλές πληροφορίες για την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτική της Συρίας και της Μέσης Ανατολής γενικά». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend