Στις 30 Απριλίου 1944 οι Αθηναίοι «παγώνουν». Βγαίνουν από τα σπίτια τους και στις πλατείες και τα κεντρικά σημεία βρίσκουν θυροκολλημένη μια ανατριχιαστική ανακοίνωση. Την ίδια ανακοίνωση την διαβάζουν και στις πρώτες σελίδες του κατοχικού Τύπου: «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν: 1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944. 2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς. Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος». Η εκτέλεση των 200 Ελλήνων είναι μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά των Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συγκεκριμένη ιστορία οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν το φρικτό τους πρόσωπο.
Η προετοιμασία και η εκτέλεση του φρικτού εγκλήματος
Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Οι τελευταίοι, μάλιστα, είχαν παραδοθεί από τη μεταξική δικτατορία στους Ιταλούς κατακτητές. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι κρατούμενοι πέρασαν στη δικαιοδοσία των Γερμανών, οι οποίοι τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι. Την 1η Μάη του 1944 δέκα γερμανικά καμιόνια ξεκίνησαν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου κουβαλώντας μελλοθάνατους στην Καισαριανή. Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα των μελλοθάνατων. Τα πετούσαν οι μελλοθάνατοι από τα Γερμανικά καμιόνια προκειμένου να τα βρουν συγγενείς και φίλοι. Κάποια μηνύματα ήταν συγκινητικά, κάποια άλλα θύμιζαν διαθήκες, κάποια άλλα ήταν περήφανα και καλούσαν τον παραλήπτη σε αγώνα και εκδίκηση. Ένα από αυτά ήταν του Νίκου Μαριακάκη, γεωπόνου από τα Χανιά: «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος»… Όσοι έζησαν το συγκεκριμένο περιστατικό μιλάνε για συγκλονιστικές στιγμές που διαδραματίστηκαν όταν τα σημειώματα κατέληγαν στα χέρια του παραλήπτη… Πολλοί που βρέθηκαν στο σημείο και ήταν και οι ίδιοι μέλη του ΚΚΕ (σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα του ΚΚΕ διάφορες οργανώσεις του κόμματος προετοίμαζαν μάχη για την απελευθέρωση των κρατουμένων, ωστόσο, οι Γερμανοί ήταν… υποψιασμένοι, έστειλαν μεγάλη δύναμη στρατιωτών και έτσι τα όποια σχέδια δεν εφαρμόστηκαν ποτέ) μάζευαν τα αντικείμενα που έριχναν οι κρατούμενοι και στη συνέχεια αναλάμβαναν το βαρύ καθήκον να τα μεταφέρουν εν είδει ταχυδρόμου… Λίγο αργότερα τα καμιόνια έφτασαν στην Καισαριανή, όταν ολοκληρώθηκαν και τα τελευταία διαδικαστικά ζητήματα άρχισαν οι εκτελέσεις. Οι κομμουνιστές εκτελούνταν από τους στρατιώτες της Βέρμαχτ ανά 20 άτομα. Πρώτα ακουγόταν οι ριπές των πολυβόλων και λίγο αργότερα οι πυροβολισμοί από τα πιστόλια που έδιναν τις χαριστικές βολές. Οι αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκαν, ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Ίσως η πιο συγκλονιστική λεπτομέρεια από την ιστορία που γράφτηκε εκείνο το φρικτό ανοιξιάτικο πρωινό στην Καισαριανή είναι πως τα πτώματα των εκτελεσθέντων τα φόρτωναν στα γερμανικά καμιόνια, οι επόμενοι 20 οι οποίοι στη συνέχεια έπαιρναν τη θέση τους στο τοίχο, μέχρι που δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Ήταν λίγο μετά τις 10 το πρωί όταν οι εκτελέσεις τελείωσαν. Την επόμενη ημέρα οι κάτοικοι της περιοχής παρά την τρομοκρατία βγήκαν στους δρόμους και με μπογιά έσβηναν τις πινακίδες που έγραφαν «οδός Σκοπευτηρίου» και έγραφαν «οδός Ηρώων».
Η ηρωική στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη
«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για το μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη». Τα λόγια αυτά ανήκουν στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στέλεχος του ΚΚΕ και πρώην προέδρου του εργατοϋπαλληλικού κέντρου Ηρακλείου στη Κρήτη. Ο Σουκατζίδης ήταν φυλακισμένος στην Ακροναυπλια από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά και παραδόθηκε, όπως όλοι οι κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές κρατούμενοι, στους κατακτητές και βρέθηκε στο Χαϊδάρι με τον τρόπο που έχει εξηγηθεί παραπάνω. Ο Σουκατζίδης ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Είχε σπουδάσει και γνώριζε πέντε ξένες γλώσσες ανάμεσα στις οποίες και η γερμανική. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο διοικητής του στρατοπέδου ο οποίος τον χρησιμοποιούσε για τις μεταφράσεις αλλά και για να κάνει τον διερμηνέα με τους υπόλοιπους κομμουνιστές κρατούμενους οι οποίοι τον σέβονταν απόλυτα. Ο Ναπολέων ήταν το νούμερο 71 στον μακάβριο κατάλογο των Ναζί. Όταν, και ενώ ακόμα βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ακούστηκε το όνομά του ο διοικητής φώναξε: «Όχι εσύ Ναπολέων! Όχι εσύ…» και έσπευσε να τον βγάλει από την σειρά. Ο Σουκατζίδης, ωστόσο, είπε στον Γερμανό διοικητή πως θα το έκανε αυτό μόνο αν δεν έπαιρνε άλλος σύντροφός του τη δική του θέση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες ο διοικητής προσπάθησε να τον σώσει άλλα η διαταγή ήταν ξεκάθαρη και επέβαλε την εκτέλεση 200 κομμουνιστών. Ούτε ενός λιγότερου… Ο Σουκατζίδης, αν και ήταν το νούμερο 71, μπήκε στην τελευταία εικοσάδα για να επιτελέσει για μια τελευταία φορά τον ρόλο του μεταφραστή. Όταν οι πρώτοι 20 στήθηκαν στον τοίχο, ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε εάν είχαν κάτι να πουν, εκείνος το μετέφρασε και οι μελλοθάνατοι φώναξαν «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά»… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend