Η ιστορία του αμερικανού δικηγόρου Τζέιμς Ντόνοβαν ήταν ελάχιστα γνωστή στους περισσότερους μέχρι την κυκλοφορία της νέας ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Η γέφυρα των κατασκόπων». Κι όμως ο Ντόνοβαν, τον οποίο ενσαρκώνει στη μεγάλη οθόνη ο γνωστός σε όλους Τομ Χανκς, υπήρξε ένα πρόσωπο «κλειδί» στην εξέλιξη κρίσιμων γεγονότων στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Βοήθησε στην καταδίκη υψηλόβαθμων αξιωματούχων των Ναζί στη Νυρεμβέργη, πρωταγωνίστησε στην ανταλλαγή κατασκόπων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, είχε επαφές με τον Φιντέλ Κάστρο που οδήγησαν στην απελευθέρωση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και κέρδισε τον θαυμασμό και τη φιλία του Τζον Κένεντι. Κι όλα αυτά από έναν άντρα, που επισήμως τουλάχιστον, εμφανιζόταν ως ένας απλός δικηγόρος από το Μπρονξ που ειδικεύεται στις ασφάλειες. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος, για περισσότερα από 40 χρόνια, περνούσε στα ψιλά γράμματα της ιστορίας πολλών σημαντικών γεγονότων του προηγούμενου αιώνα. Η ταινία έρχεται να κάνει ευρέως γνωστή την ιστορία του Τζέιμς Ντόνοβαν, τον οποίο οι φίλοι του αποκαλούσαν Τζιμ. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η υπόθεση του κατασκόπου Ρούντολφ Άμπελ και ο ρόλος του δικηγόρου, η προσπάθεια του οποίου είχε ως αποτέλεσμα να μην καταλήξει ο πελάτης του στην ηλεκτρική καρέκλα, μετά τη σύλληψη του πράκτορα της KGB από το FBI το 1957.
Η υπόθεση Άμπελ
Ο γεννημένος στη Βρετανία Άμπελ κατάφερε επί εννέα χρόνια να περάσει απαρατήρητος από τις αμερικανικές αρχές, παριστάνοντας τον ζωγράφο. Όταν το FBI εισέβαλε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, ο Άμπελ ήταν σχεδόν γυμνός. Αργότερα αστειευόταν για το θέμα αυτό, λέγοντας στον Ντόνοβαν πως τον έπιασαν «με τα παντελόνια κάτω». Πολλοί δικηγόροι αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπόθεσή του, εκτός από τον Ντόνοβαν, ο οποίος αποφάσισε να εμπλακεί παρά το γεγονός ότι εργαζόταν σε μια κορυφαία δικηγορική εταιρεία, της οποίας ήταν επίσης συνιδρυτής. Επρόκειτο σίγουρα για μία «ανεπιθύμητη» υπόθεση, η οποία έκανε και τον ίδιο τον δικηγόρο ανεπιθύμητο στα μάτια της κοινής γνώμης των ΗΠΑ. Τον αποκάλεσαν «κομμουνιστή», μια λέξη που στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου ισοδυναμούσε με το «προδότης». Η οικογένειά του απειλήθηκε και περιφρονήθηκε. Ακόμη και σήμερα, ο γιος του Τζον θυμάται «τα εξαιρετικά δυσάρεστα και απειλητικά τηλεφωνήματα» στο σπίτι τους. Η κοινή γνώμη και η κυβέρνηση ήθελαν απλώς να δουν τον Άμπελ να εκτελείται, αλλά ο Ντόνοβαν είχε ένα άλλο σχέδιο. «Η θανατική ποινή θα τερμάτιζε κάθε πιθανότητα να χρησιμοποιήσουμε τον Άμπελ. Κάποια στιγμή στο μέλλον, ένας Αμερικανός μπορεί να πέσει στα χέρια των Ρώσων και μια ανταλλαγή μπορεί να επιτευχθεί». Ήταν σαν να μπορούσε να δει το μέλλον τη στιγμή που διατύπωνε αυτά τα λόγια. Ο Άμπελ γλίτωσε τελικά την ηλεκτρική καρέκλα και καταδικάστηκε σε 30ετή φυλάκιση. Επρόκειτο για μια μεγάλη νίκη του δικηγόρου, που προκάλεσε όμως και μεγάλη δημόσια οργή. Απτόητος, ο Ντόνοβαν έφερε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας πως ο πελάτης του κρατείται παράνομα, και για μία μόλις ψήφο έχασε την ευκαιρία να ανατρέψει την αρχική ποινή. Μιλώντας στη MailOnline ο γιος του Τζον, που ήταν την εποχή εκείνη μόλις 12 ετών, θυμάται πως η σχέση των δύο αντρών χαρακτηριζόταν από «αμοιβαίο σεβασμό».
Η ανταλλαγή των κατασκόπων
Το 1960 ο Ντόνοβαν θα «δικαιωθεί» για την πρόβλεψή του. Η αξία του ρώσου κατασκόπου εκτινάχθηκε όταν το κατασκοπευτικό αεροσκάφος του πιλότου της CIA Γκάρι Πάουερς καταρρίφθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και ο πράκτορας έπεσε στα χέρια των Σοβιετικών. Ο δικηγόρος, που συνέχιζε να εργάζεται για την εταιρεία του, θα αναλάβει τότε την οργάνωση μιας ανταλλαγή μεταξύ των δύο κατασκόπων, υπόθεση στην οποία αναφέρθηκε λεπτομερώς λίγα χρόνια αργότερα στο βιβλίο του «Ξένοι σε μια γέφυρα». Επί εννέα μήνες, ο Ντόνοβαν αλληλογραφούσε με τη «σύζυγο» του Άμπελ, Έλεν, και τον «οικογενειακό του δικηγόρο» στην Ανατολική Γερμανία, Βόλφγκανγκ Βόγκελ. Ένα σχέδιο ανταλλαγής είχε τεθεί σε ισχύ και ο ίδιος ο Κένεντι είχε δώσει την έγκρισή του. Ο Ντόνοβαν θα ταξίδευε στο Λονδίνο για ένα επαγγελματικό ταξίδι, πριν αναλάβει τον πραγματικό ρόλο που του είχε ανατεθεί. Ο Ντόνοβαν θα φτάσει τελικά στο Βερολίνο, εν μέσω ανησυχιών ότι μπορεί να κρατηθεί ο ίδιος από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας. Αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που επικοινώνησε μαζί του τον προειδοποίησε: «Ανησυχούμε τρομακτικά ότι μπορεί να σε κρατήσουν όμηρο». «Το κατάλληλο φάρμακο για αυτή την ανησυχία είναι ένα ουίσκι 12 ετών», ήταν η απάντηση του δικηγόρου. Ο Ντόνοβαν ήταν σίγουρος ότι θα απελευθερώσει τουλάχιστον δύο Αμερικανούς με αντάλλαγμα τον Άμπελ, παρά το γεγονός ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον καλούσε να εγκαταλείψει το φιλόδοξο σχέδιό του και να επικεντρωθεί αποκλειστικά στον Πάουερς. Η συμφωνία κλείστηκε τελικά και εφαρμόστηκε: οι Άμπελ και Πάουερς ανταλλάχτηκαν στη γέφυρα Glienicke που συνέδεε την Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία. Την ίδια περίπου ώρα, ένας άλλος Αμερικανός, ο φοιτητής του Γέιλ Φρέντερικ Πράιορ απελευθερωνόταν σε ένα σημείο διέλευσης μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Ο άνθρωπος που βρέθηκε στο στόχαστρο της σκληρής κριτικής και επιθέσεων ήταν πλέον ένας ήρωας για τις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Κένεντι του έστειλε ευχαριστήρια επιστολή και τον δέχτηκε στο Οβάλ Γραφείο. Επρόκειτο για την αρχή μιας νέας φιλίας.
Η Κούβα και ο Φιντέλ Κάστρο
Η ιστορία όμως επιφύλασσε έναν ακόμη σημαντικό ρόλο για τον Τζέιμς Ντόνοβαν. Λίγο καιρό μετά την ανταλλαγή των κατασκόπων, κλήθηκε και πάλι για να βοηθήσει τη χώρα του. Η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961 είχε ως αποτέλεσμα πολλοί υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ μαχητές να απομονωθούν στην Κούβα. Οι οικογένειές τους προσέγγισαν τον Κένεντι ζητώντας τη μεσολάβησή του για την απελευθέρωσή τους. Ο αμερικανός πρόεδρος τους είπε να στραφούν στον Ντόνοβαν, που την περίοδο εκείνη διεκδικούσε μια θέση στη Γερουσία των ΗΠΑ με τους Δημοκρατικούς. Παρά το γεγονός ότι η πολιτική του εκστρατεία θα έμενε πίσω, ο Ντόνοβαν αποδέχτηκε τη νέα πρόκληση. Λίγο καιρό αργότερα, πετούσε για Μαϊάμι και στη συνέχεια, μόνος, με ένα μικρό αεροπλάνο, για Κούβα. Ήταν ένα ταξίδι που θα έκανε πολλές φορές το επόμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος είχε αναλάβει την εξουσία το 1959. Η κόρη του θυμάται τον ίδιο να αστειεύεται αργότερα σχετικά: «Δυσκολεύτηκα περισσότερο στη διαπραγμάτευση με τον διευθυντή του σχολείου, παρά με τον Φιντέλ Κάστρο». Παρά την αυξανόμενη ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας, οι διαπραγματεύσεις του Ντόνοβαν συνέχιζαν να αποδίδουν. Ο δικηγόρος μάλιστα δέχτηκε εκ νέου πυρά ότι «καθησυχάζει τον εχθρό». Η επιμονή του όμως θα αποβεί και πάλι καταλυτική, καθώς την παραμονή των Χριστουγέννων του 1962, 1.113 επιζώντες και ακόμη 8.500 πολιτικοί κρατούμενοι θα ταξίδευαν από την Κούβα για τις ΗΠΑ. Σε αντάλλαγμα, ο Ντόνοβαν είχε εξασφαλίσει να δοθούν 52 εκατομμύρια δολάρια σε τροφή και φάρμακα από αμερικανικές εταιρείες.
«Μια ζωή σε fast forward…»
Η τελευταία κίνηση της δραστήριας επαγγελματικής του ζωής ήταν ο διορισμός του στη θέση του προέδρου του Ινστιτούτου Prattt το 1968. Ήταν η περίοδος που οι φοιτητές διαδήλωναν για τα πολιτικά δικαιώματα και ενάντια στον πόλεμο. Ήταν ένα σοκ για τον 52χρονο που είχε πολεμήσει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Προσπαθούσε να έχει έναν θετικό αλλά σταθερό ρόλο. Έλεγε πως υπάρχουν όρια σε αυτό το είδος της διαμαρτυρίας… Το ζήτημα περιέπλεκε το γεγονός ότι ο ίδιος του ο γιος υπηρετούσε στο Βιετνάμ. Ένιωθε κάποια συμπάθεια», θυμάται ο γιος του. Ένα τρίτο έμφραγμα τον Ιανουάριο του 1970 θα δώσει τέλος στη ζωή του Ντόνοβαν. Οι δικοί του άνθρωποι το αποδίδουν στο στρες που τον ταλαιπωρούσε. Θεωρούν ωστόσο πως «έζησε μια ζωή σε fast forward… Πέτυχε τόσα πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend