Αν ο Αλ Καπόνε έστρωσε το έδαφος μετατρέποντας τον υπόκοσμο σε οργανωμένο συνδικάτο εγκλήματος, η Ιστορία επιφύλαξε για την ισχυρή τριανδρία Λουτσιάνο, Κοστέλο και Λάνσκι έναν σαφώς πιο δαφνοστεφανωμένο ρόλο. Αυτοί έμελλε να είναι οι τρεις γκάγκστερ που πήραν τη Μαφία από το χέρι και από συμμορία κακοποιών τη μεταμόρφωσαν σε πανεθνική οργάνωση εγκλήματος βασισμένη πια σε νόμιμες επιχειρήσεις-βιτρίνα. Οι τρεις αρχιτέκτονες του οργανωμένου εγκλήματος πέρασαν στα εγκληματολογικά κιτάπια ως οι απόλυτοι εγκέφαλοι του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη εμπορική δραστηριότητα. Η μοντέρνα πια αμερικανική Μαφία μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά μέσα σε μια νύχτα, κάτω από τη σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του οραματιστή Τσαρλς Λουτσιάνο, που οι φίλοι αποκαλούσαν «Λάκι», του «πρωθυπουργού του υποκόσμου» Φρανκ Κοστέλο, και του «Μαφιόζου Λογιστή» Μέγιερ Λάνσκι. Οι τρεις τους εντάχθηκαν στο εγκληματικό συνδικάτο του Μασερία το 1920 και μέχρι το 1925, ο 28χρονος Λάκι ήταν το δεξί του χέρι, επιβλέποντας όλες τις παράνομες δραστηριότητες. Ο Λουτσιάνο εκτοξεύτηκε στην κορυφή της ιταλικής Μαφίας από τον ρόλο που διαδραμάτισε στον πόλεμο του Μασερία με τον Σαλβατόρε Μαραντζάνο, του «Νονού των Νονών»: ο φοβερός «Πόλεμος του Καστελαμάρε» (από την ιταλική γενέτειρα του Μαραντζάνο) ξεκαθάρισε το τοπίο και με τη λήξη του απέδωσε το σύγχρονο πρόσωπο της Κόζα Νόστρα. Ο Λουτσιάνο ήταν ο νέος «Νονός των Νονών» και είχε δίπλα του διαχρονικά τα συνεταιράκια που τον εκτόξευσαν στην κορυφή. Οι τρεις τους κατάλαβαν νωρίς πως ο τίτλος του «Νονού των Νονών» θα οδηγούσε σε νέα αιματηρά ξεκαθαρίσματα, γι’ αυτό και ο Λουτσιάνο τον αποποιήθηκε ιδρύοντας τελικά τη μαφιόζικη Επιτροπή των πέντε μεγάλων οικογενειακών για το μοίρασμα της εγκληματικής πίτας. Εκεί που το επιχειρηματικό δαιμόνιο και οι λογιστικές ικανότητες του Λάνσκι θα δικαιώνονταν δηλαδή. Γεννημένος στις 4 Ιουλίου 1902 σε πολίχνη της σημερινής Λευκορωσίας, ο ρωσοεβραίος εμιγκρές μετακόμισε οικογενειακώς στις ΗΠΑ το 1911 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου και γνώρισε το 1920 τους Μπάγκσι Σίγκελ και Λάκι Λουτσιάνο, σε μια δυστυχή περίσταση για την αμερικανική καθημερινότητα. Με τον Μπάγκσι ίδρυσε το εγκληματικό συνδικάτο «Μαφία Μπαγκς και Μέγιερ», που θα γινόταν τελικά γνωστό ως «Μεγάλοι Έξι», έχοντας υπό την επίβλεψή του όλον τον τζόγο της Φλόριντα, της Νέας Ορλεάνης αλλά και της Κούβας. Ακόμα και στις Μπαχάμες και το Λονδίνο έφτασε η τζογαδόρικη δράση του, καθώς σύνορα για τον Λάνσκι πρακτικά δεν υπήρχαν. Μέχρι το 1960, το βιογραφικό του μετρούσε αναρίθμητες παράνομες δραστηριότητες, από ναρκωτικά και πορνεία μέχρι εκβιασμούς και πορνογραφικές δραστηριότητες, εκτοξεύοντας την προσωπική του περιουσία στα 300 εκατ. δολάρια (όπως ανασυγκροτείται από τα υπομνήματα του FBI το 1963). Έχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στα καζίνο του Λας Βέγκας από οποιονδήποτε άλλο «νονό» και με τις διασυνδέσεις του να απλώνονται κυριολεκτικά παντού, ήταν πρακτικά στο απυρόβλητο, σκαρφαλώνοντας στις πρώτες θέσεις της Κόζα Νόστρα και όντας ένα από τα αδιαφιλονίκητα αφεντικά της περιόδου. Παρά το γεγονός ότι ήταν βαρόνος της εβραϊκής Μαφίας, διατήρησε διαχρονικά στενές σχέσεις με την ιταλική Μαφία, συμβάλλοντας έτσι τα μέγιστα στην αναδιανομή της εγκληματικής πίτας. Το 1970 λίγο έλειψε να τον τσακώσουν για φοροδιαφυγή, γι’ αυτό και το έσκασε για Ισραήλ μεριά, αν και εκδόθηκε τελικά στις ΗΠΑ για να δικαστεί και λίγο αργότερα όλες οι κατηγορίες θα αποσύρονταν λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του! Ο Μέγιερ πέθανε ελεύθερος και ωραίος στο Μαϊάμι από καρκίνο των πνευμόνων το 1983, όντας πια στα 81 του και ένας από τους πιο πετυχημένους οικονομικά «νονούς», αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι υπεράνω του νόμου…
Πρώτα χρόνια
Μπάγκσι και Μέγιερ
O καινοτόμος εγκληματικός νους του εβραίου κακοποιού
Διώξεις, φυγή και θάνατος
Δεν υπολόγισε όμως σωστά: οι ισραηλινές αρχές ξεψάχνισαν το παρελθόν του για τα επόμενα δύο χρόνια και του αρνήθηκαν τελικά τη δυνατότητα παραμονής στη χώρα λόγω της εγκληματικής του δράσης! Τον απέλασαν λοιπόν στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 1972 και συνελήφθη με το που πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι. Καταδικάστηκε για κάτι μικροπράγματα, όπως ασέβεια στο δικαστήριο, αν και η ετυμηγορία ανατράπηκε στο εφετείο το 1974, το οποίο λαμβάνοντας υπόψη το προχωρημένο της ηλικίας του και την κακή κατάσταση της υγείας του, τον άφησε ελεύθερο.