Ο διαβόητος «νονός» Φρανκ Κοστέλο ηγήθηκε του εγκληματικού συνδικάτου που ίδρυσε ο Λάκι Λουτσιάνο, της ισχυρότερης μαφιόζικης οικογένειας της Νέας Υόρκης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι και το 1957, γινόμενος θρύλος του οργανωμένου εγκλήματος των ΗΠΑ στην πορεία. Ο καλαβρέζος κακοποιός αποβιβάστηκε στον Νέο Κόσμο και σύντομα θα έπιανε φιλίες με τον Λουτσιάνο και τον Μέγιερ Λάνσκι, ιδρύοντας μια τρομακτική τριανδρία που έφερε τα πάνω κάτω στη Μαφία αλλάζοντας άρδην τόσο την αιματοβαμμένη ιστορία της όσο και σύσσωμες τις δραστηριότητες του υποκόσμου. Με το που μπήκε στη στενή ο Λουτσιάνο το 1936, ο Κοστέλο μετατράπηκε στον εκτελεστικό μοχλό της φαμίλιας του και πήγε το έγκλημα σε νέα και δυσθεώρητα ύψη. Πανέξυπνος και «ειρηνιστής», κατάφερνε να ξεγλιστρά συνεχώς από το χέρι του νόμου, κρύβοντας τόσο επιμελώς τα χνάρια του που για το μόνο που θα πιανόταν τελικά θα ήταν η φοροδιαφυγή αλλά και η ασέβεια που έδειξε στο δικαστήριο, μένοντας πίσω από τα κάγκελα μόλις για τέσσερα χρόνια. Απόλαυσε μια μακρά και ευτυχισμένη ζωή στον κόσμο των γκάγκστερ και έφυγε από τον κόσμο ελεύθερος και ωραίος το 1973, όντας πια 82 ετών, παραμένοντας ένα από τα τρανότερα παραδείγματα ξύπνιου κακοποιού που εκμεταλλεύτηκε τα παραθυράκια του νόμου για να διαφεύγει τη σύλληψη. Και πατριάρχης φυσικά των μελλοντικών «νονών»…
Πρώτα χρόνια
Ο Φραντσέσκο Καστίλια γεννιέται στις 26 Ιανουαρίου 1891 σε ορεινό χωριουδάκι της ιταλικής Καλαβρίας. Το 1895, η μητέρα, ο Φραντσέσκο και ο αδερφός του επιβιβάζονται στο πλοίο για τον Νέο Κόσμο, ώστε να ενωθεί και πάλι η οικογένεια με τον πατέρα, που είχε ήδη μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη και άνοιξε ένα μαγαζάκι με ιταλικές λιχουδιές. Ο μικρός θα μπλέξει σύντομα με κακές παρέες και θα ενταχθεί στην ιταλική συμμορία του δρόμου στο Χάρλεμ, υιοθετώντας το ψευδώνυμο «Φράνκι». Αεικίνητος και δαιμόνιος, σύντομα θα μετατραπεί στον φυσικό αρχηγό της σπείρας των ιταλών πιτσιρικάδων που έκαναν μικροκλοπές και εκδουλεύσεις στους γκάγκστερ. Αν και το συναπάντημα με τον νόμο δεν θα αργήσει να έρθει, με τον Φράνκι να συλλαμβάνεται τρεις φορές στα μικράτα του (1908, 1912 και 1917), έχοντας πια έναν ογκώδη φάκελο στην αστυνομία. Στην τρίτη και φαρμακερή σύλληψή του συλλαμβάνει το σχέδιο που θα τον έκανε τελικά μέγα και τρανό στο οργανωμένο έγκλημα: να παρατήσει τη βία και να βγάλει λεφτά με το εγκληματικό μυαλό του! Από την επόμενη κιόλας μέρα, ξεφορτώνεται το «σιδερικό» του, ντύνεται κομψά και διαχωρίζει πλήρως την καριέρα του από τους συνομηλίκους του. Αυτή του η απόφαση θα τον κρατήσει μακριά πια από τα κρατητήρια και θα κάνει τους μεγαλοκακοποιούς να τον προτιμούν για τις άνομες δουλειές τους…
Η συνεργασία με τον Λάκι Λουτσιάνο
Με τον μόνο που κράτησε επαφή από τα εγκληματικά μικράτα του ήταν ο Λάκι Λουτσιάνο, καθώς πέρα από ομοϊδεάτες στο πώς πρέπει να γίνεται το έγκλημα ήταν και καρδιακοί φίλοι. Οι δυο κολλητοί είχαν γνωριστεί μάλιστα όταν ήταν μέλη αντίπαλων συμμοριών (ο Λουτσιάνο στο Μανχάταν), αν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε σύντομα μια βαθιά φιλία. Η παρέα θα ολοκληρωνόταν με μερικούς ακόμα διαβόητους κακοποιούς που θα γίνονταν αργότερα μεγάλα ονόματα της Μαφίας: Βίτο Γενοβέζε, Τόμι Λουκέζε, Μέγιερ Λάνσκι και Μπάγκσι Σίγκελ. Είμαστε πια στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν η Ποτοαπαγόρευση γέννησε πάμπολλες ευκαιρίες πλουτισμού στον υπόκοσμο και η σκληροτράχηλη παρέα θέλησε μερίδιο από την πίτα του παράνομου τζόγου, του αλκοόλ, των εκβιασμών αλλά και της διακίνησης ναρκωτικών. Το μεγάλο όνομα της εποχής ήταν ο Άρνολντ Ρόθσταϊν, ο πρώτος που αναγνώρισε την προοπτική του εύκολου κέρδους που έφερε στις βαλίτσες της η Ποτοαπαγόρευση και χρηματοδοτούσε όλα τα παράνομα φορτία αλκοόλ που διακινούνταν στη Νέα Υόρκη. Ο Ρόθσταϊν θα διαδραμάτιζε τεράστιο ρόλο στις ζωές των ιταλών εμιγκρέδων Κοστέλο και Λουτσιάνο αλλά και των εβραίων ομοθρήσκων του Λάνσκι και Σίγκελ, όχι μόνο χρηματοδοτώντας τις πρώτες τους απόπειρες να μπουν στο παιχνίδι αλλά λειτουργώντας ως δάσκαλος και μέντορας στους εκκολαπτόμενους γκάγκστερ…
Παίρνοντας τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους
Ο δαιμόνιος Κοστέλο δεν θα έμενε όμως στα «σίγουρα» της συνεργασίας με τον Ρόθσταϊν, καθώς ήταν πολύ φιλόδοξος για να περιμένει τη σταδιακή άνοδό του. Σύντομα θα δούλευε κάτω από τη μύτη του μέντορά του, πιάνοντας φιλίες με δυο ιρλανδούς γκάγκστερ που έλεγχαν απόλυτα το λαθρεμπόριο ρουμιού. Όταν μάλιστα ο ένας εκ των δύο αντιμετώπισε προβλήματα με τον νόμο και έπρεπε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση για δυο χρόνια, ώστε να εκτίσει την ποινή του, άφησε στη θέση του τον νεαρό Κοστέλο. Παρά το γεγονός ότι αυτή η συνεργασία δεν θα μακροημέρευε, καθώς το ανηλεές ξεκαθάρισμα λογαριασμών του νεοϋορκέζικου υποκόσμου τον έπεισε κάποια στιγμή να αποσυρθεί από το εμπόριο του ρουμιού, είχε ήδη κάνει τα κουμάντα του για να πάρει γενναίο μερίδιο από διάφορες παράνομες δραστηριότητες. Ο Κοστέλο ήταν τώρα το μεγάλο αφεντικό της παρέας του νέου αίματος στο εγκληματικό συνδικάτο, αφήνοντας τους Λουτσιάνο, Λάνκσι και Σίγκελ να διαχειρίζονται τις σταθερές δουλειές τους στα τυχερά παιχνίδια, την πορνεία και τα ναρκωτικά. Αυτός λειτουργούσε πια ως το μυαλό του συνεταιρισμού, επιδιώκοντας ολοένα και πιο ευρύτερες συμμαχίες στον κόσμο του εγκλήματος και εισβάλλοντας συνεχώς σε νέες δραστηριότητες…
Ο «πρωθυπουργός του υποκόσμου» γεννιέται
Το περίφημο παρατσούκλι του θα το έπαιρνε ο Κοστέλο καθόλου άδικα, καθώς ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τις δυνατότητες μιας νέας στρατηγικής: της ανάμειξης εγκλήματος και πολιτικής. Ο Κοστέλο έπιανε φιλίες και εξαγόραζε πολιτικούς, δημάρχους και αστυνομικούς διοικητές με τρόπο που κανένας άλλος «νονός» δεν μπορούσε ή δεν ήθελε. Και ήταν αυτή ακριβώς η τακτική του που θα του εξασφάλιζε όχι μόνο την άνοδό του στον θρόνο του εγκληματικού συνδικάτου της Νέας Υόρκης αλλά και τη μακροημέρευσή του στον χώρο. Οι αντίπαλοι γκάγκστερ έβλεπαν τώρα το πλεονέκτημα να έχουν τον Κοστέλο στη δική τους πλευρά, καθώς ο κακοποιός είχε πια σοβαρά ερείσματα στο Δημοκρατικό Κόμμα και κρατούσε πολλούς πολιτικούς «όμηρούς» του. Μέσω της διασύνδεσής του με τον πολιτικό κόσμο, επέκτεινε την επιρροή του σε δικαστές, στη Δίωξη Ναρκωτικών, την αστυνομία κ.λπ., έχοντας πια τουλάχιστον έναν διοικητή ή διευθυντή δημόσιας υπηρεσίας στο μισθολόγιό του… Αν και πάλι ο εγκληματικός θρόνος της Νέας Υόρκης φάνταζε λίγος για τον Κοστέλο, ο οποίος έπεισε τον Λουτσιάνο να συνεργαστούν στενά με τον Τζόνι Τόριο του Σικάγου ιδρύοντας τη μεγαλύτερη ίσως επιχείρηση λαθρεμπορίου των ΗΠΑ: τους «Εφτά Μεγάλους». Ο Λουτσιάνο αναμόρφωσε τη λειτουργία και τη δράση των παράνομων επιχειρήσεων και ο Κοστέλο του παρείχε την απόλυτη προστασία ελέγχοντας τον πολιτικό κόσμο αλλά και τις διωκτικές αρχές, σκαρώνοντας τη συνταγή που δεν μπορούσε να αποτύχει! Έχοντας μεγάλο κεφάλι πια σε σχέση με τον ανταγωνισμό, ο Κοστέλο συγκάλεσε λίγο αργότερα το πρώτο ποτέ μαφιόζικο συνέδριο στο Ατλάντικ Σίτι του Νιου Τζέρσεϊ, γράφοντας και πάλι εγκληματική ιστορία. Γιατί αυτό το συνέδριο έμελλε να μετεξελιχθεί στο διαβόητο Εθνικό Συνδικάτο Εγκλήματος, την ετήσια μάζωξη δηλαδή όλων των «νονών» της Αμερικής για να συζητήσουν τις δουλειές τους, να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους και να θέσουν κανόνες για την εύρυθμη λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Κοστέλο έκανε όμως και κάτι ακόμα σε κείνη την περιβόητη πρώτη συνάντηση των μεγαλοαφεντικών του υποκόσμου: άφησε έξω δυο από τους μεγαλύτερους γκάγκστερ της Αμερικής, τον Τζο «τον Αρχηγό» και τον Σαλβατόρε Μαραντζάνο, καθώς ήταν λέει εκπρόσωποι του παλιού και βίαιου συνδικάτου εγκλήματος. Αν και πραγματικά στο μυαλό του είχε κάτι διαφορετικό: με τον καλό του συνεργάτη Λουτσιάνο και τους άλλους φίλα προσκείμενους γκάγκστερ, ήταν έτοιμος να πυροδοτήσει τον «Πόλεμο των Καστελαμαρέζε», που σκοπό είχε να αποδυναμώσει τα δυο αφεντικά της Μαφίας και να περάσει έτσι όλος ο έλεγχος του υποκόσμου στα χέρια τους. Όπως και έγινε δηλαδή…
Ο Κοστέλο γίνεται «νονός»
Μετά το πέρας του λυσσαλέου και αιματοβαμμένου «Πόλεμου των Καστελαμαρέζε» το 1931, ιδρύεται η διαβόητη εγκληματική οικογένεια του Λουτσιάνο: ο Λάκι ήταν ο νέος «νονός», ο Γενοβέζε υπαρχηγός και ο Κοστέλο ο κονσιλιέρε (σύμβουλος). Αν και οι ρόλοι ήταν μάλλον συμβολικοί, καθώς όλοι έκαναν κουμάντο στη νέα φαμίλια και συνδέονταν με παιδική φιλία. Αν και η εποχή για να λάμψει με τη μαύρη του φήμη είχε φτάσει για τον Κοστέλο. Ο Φράνκι είχε πια στα χέρια του στην τύχη του τζόγου και έβγαζε κυριολεκτικά εκατομμύρια για το συνδικάτο. Τότε, το 1936, ο Λουτσιάνο καταδικάζεται σε κάθειρξη 30-50 ετών, έπειτα από την προσωπική σταυροφορία του ειδικού εισαγγελέα Τζον Ντίουι εναντίον του. Αρχηγός αναλαμβάνει ο Γενοβέζε, ο οποίος ωστόσο σε λιγότερο από έναν χρόνο θα διαφύγει στην Ιταλία καθώς αυτόν τον βάρυναν τώρα κατηγορίες για φόνο. «Νονός» ήταν πλέον ο Κοστέλο, ο οποίος είχε βέβαια τη στενή συνεργασία του Λουτσιάνο μέσα από τα κάγκελα της φυλακής. Ο Φράνκι αποδείχτηκε ανεπανάληπτο αφεντικό του εγκλήματος, καθώς ήταν ιδιαιτέρως γενναιόδωρος με τους συνεργάτες του κι έτσι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν όλοι. Ταυτοχρόνως, είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση πολιτικών, δικαστών και αστυνομικών στις παράνομες δραστηριότητές του, κι έτσι ήταν πρακτικά στο απυρόβλητο του νόμου.
Η μάχη με τον Γενοβέζε και η δίωξη
Αφότου ο Βίτο Γενοβέζε καθάρισε όλους τους μάρτυρες κατηγορίας και επέστρεψε πανηγυρικά στις ΗΠΑ, απαλλαγμένος τώρα από κάθε κατηγορία, έψαχνε να πάρει τα ηνία της φαμίλιας του Λουτσιάνο από τα χέρια του Κοστέλο. Πανούργος και ο ίδιος, ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ευθέως τον παντοδύναμο «νονό», κι έτσι άρχισε να προσεταιρίζεται προσεκτικά τα πρωτοπαλίκαρά του. Η μάχη που θα ξεκινούσε σύντομα θα έφερνε αντιμέτωπους τον ανελέητο φονιά Γενοβέζε με τον «επιχειρηματία» Κοστέλο σε έναν ολομέτωπο πόλεμο δυο διαφορετικών σχολών εγκλήματος. Αν και μέχρι τότε ο Κοστέλο διατηρούσε περίβλεπτη θέση στο Εθνικό Συνδικάτο Εγκλήματος και κανείς δεν μπορούσε να τον πειράξει, όσο κι αν ήθελε, χωρίς να εγείρει τη φονική μήνη όλων των γκάγκστερ της Αμερικής! Στον ακήρυχτο τελικά πόλεμο με τον Γενοβέζε, ο Κοστέλο αναδείχτηκε περίτρανα νικητής. Αν και πλέον κινδύνευε από κάτι άλλο: την τεράστια δικαστική διερεύνηση της αμερικανικής Γερουσίας το 1951 για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος, που θα έφερνε ενώπιον της προκαταρκτικής επιτροπής του Κογκρέσου περισσότερους από 600 μαφιόζους, με τηλεοπτική κάλυψη της ακροαματικής διαδικασίας και καθημερινή προβολή από τον Τύπο. Είμαστε πια στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ο Κοστέλο ήξερε ότι δεν κινδύνευε από τις δικαστικές αρχές, αν και τώρα ήρθε αντιμέτωπος με ένα νέο πρόβλημα, καθώς πάντα ένιωθε ότι κάτι λείπει από τη ζωή του. Κι έτσι απευθύνθηκε σε ψυχολόγο! Ένιωθε απογοητευμένος που δεν απολάμβανε καθολική αποδοχή και ο ψυχολόγος του εξήγησε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν συγχρωτιζόταν κανονικούς ανθρώπους, παρά μόνο ψυχοπαθείς κακοποιούς. Ο Κοστέλο λίγο έλειψε να τα παρατήσει, αν και μίλησε τελικά η εγκληματική φύση του. Σύντομα βρήκε και πάλι τον εαυτό του και επέστρεψε δριμύτερος, καθώς ήξερε ότι ήταν ένας κακοποιός και δεν θα πετύχαινε ποτέ την πολυπόθητη ευρύτερη αναγνώριση που αποζητούσε. Ο Κοστέλο κατέθεσε στην ανακριτική επιτροπή εθελοντικά, αν και δεν ήθελε με τίποτα να εμφανιστεί στην τηλεόραση, γι’ αυτό και οι ανακριτές συμφώνησαν οι κάμερες να δείχνουν μόνο τα χέρια του (αν και τελικά η συμφωνία δεν τηρήθηκε).
Η κατάθεσή του μόνο σε παρωδία έμελλε βέβαια να εξελιχθεί, καθώς δεν απάντησε σχεδόν σε τίποτα, παρά μόνο στην επίμαχη πατριωτική ερώτηση «Τι έχετε κάνει για τη χώρα σας κύριε Κοστέλο;». «Πληρώνω τους φόρους μου», αντιγύρισε ο μαφιόζος προκαλώντας γέλιο στην αίθουσα.
Παρά το γεγονός ότι ξεγλίστρησε από την επιτροπή, καθώς έφαγε μόλις 18 μήνες φυλακή για ασέβεια(!), σύντομα θα καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή. Έφαγε πέντε χρόνια, αν και βγήκε γρηγορότερα λόγω καλής διαγωγής (1957). Ο Γενοβέζε που καραδοκούσε υπομονετικά για 10 χρόνια ήταν έτοιμος τώρα να τον ξεκάνει, έχοντας πληρώσει ένα πρωτοπαλίκαρό του να τον δολοφονήσει. Βγαίνοντας λοιπόν από τη φυλακή, έγινε η απόπειρα εναντίον του την ώρα που έμπαινε στο ασανσέρ του διαμερίσματός του στο Μανχάταν. Παρά το γεγονός ότι ο δολοφόνος πίστεψε πως τον είχε τελειώσει, στην πραγματικότητα η σφαίρα εξοστρακίστηκε και τον έπληξε επιδερμικά μόνο στο κεφάλι. Εντελώς αναπάντεχα, ο Κοστέλο δεν κατονόμασε τον επίδοξο δολοφόνο του στη δίκη που έστησε η Μαφία για την απόπειρα της ζωής του. Κι αυτό γιατί είχε ήδη πάρει την απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ο Κοστέλο παρέδωσε το τιμόνι της φαμίλιας του Λουτσιάνο στον Γενοβέζε λοιπόν και ο Λάκι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Ο Γενοβέζε έγινε επιτέλους «νονός» εκχωρώντας στον Κοστέλο ένα γενναίο ποσοστό των παράνομων δραστηριοτήτων του συνδικάτου του. Παρά το γεγονός ότι επισήμως είχε αποσυρθεί και ήταν πλέον ένας καλός οικογενειάρχης, λειτουργούσε πάντα ως μεσάζοντας και συμβουλάτορας της Κόζα Νόστρα, όντας ο απόλυτος πατριάρχης του οργανωμένου εγκλήματος των ΗΠΑ. Την επιρροή του και τον καθολικό σεβασμό στο εσωτερικό της Μαφίας τα διατήρησε αμείωτα μέχρι τον θάνατό του στις 18 Φεβρουαρίου 1973, σε ηλικία 82 ετών, όταν έφυγε από τον κόσμο χτυπημένος από καρδιακό επεισόδιο.
Όλοι οι παλιοί και νέοι «νονοί» περνούσαν από το πολυτελές διαμέρισμά του να τον συμβουλευτούν, καθώς είχε δείξει τον δρόμο πώς να ζεις ελεύθερος και ωραίος όντας το μεγαλύτερο όνομα του οργανωμένου εγκλήματος. Το μόνο που έπαθε ποτέ, πέρα από τη σύντομη φυλάκισή του, ήταν η στέρηση της αμερικανικής υπηκοότητας… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr