Ήταν η πρώτη φορά που η Αμερική φαινόταν να έχει δεύτερες σκέψεις για τη θανατική ποινή. Είμαστε στις 2 Μαΐου 1960, όταν ο καταδικασμένος σε θάνατο Τσέσμαν περνά τις τελευταίες του στιγμές δακτυλογραφώντας τις στερνές του επιστολές σε φίλους και υποστηρικτές. Πριν τον μεταφέρουν στο τελευταίο κελί δίπλα στον θάλαμο αερίων, ο θανατοποινίτης έσφιξε τα χέρια των άλλων 17 θανατοποινιτών από τους 18 που ζούσαν στην ειδική πτέρυγα. Ένας τρόφιμος κοιμόταν και ο Τσέσμαν δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. «Θα σας δω το πρωί», τους είπε, επαναλαμβάνοντας μονότονα την ατάκα των θανατοποινιτών καθ’ οδόν για τον διαβόητο έκτο όροφο. Ο Τσέσμαν δεν ζήτησε τίποτα για τελευταίο γεύμα. Έφαγε το κοτόπουλο με τις πατάτες που του έφεραν, ήπιε λίγο καφέ, γεύτηκε μερικές κουταλιές από το άνοστο γλυκό της φυλακής κι αυτό ήταν όλο. Λίγο αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 1972, όταν το ανώτατο πολιτειακό δικαστήριο της Καλιφόρνια έκανε τη θανατική ποινή παρελθόν, όλοι σκέφτονταν τον Κάριλ Τσέσμαν και τις δικές του τραγικές περιπέτειες με τον νόμο. Όλοι εκτός από τον κυβερνήτη ακόμα Ρόναλντ Ρίγκαν, που συνέχιζε να καταφέρεται κατά της ιστορικής απόφασης λέγοντας πως ερχόταν σε αντίθεση «με τη βούληση του κόσμου». Ο Ρίγκαν δεν είχε φυσικά στον νου του τον Τσέσμαν, η υπόθεση του οποίου έχει μείνει στα παγκόσμια δικαστικά και νομικά χρονικά ως η μόνη θανατική ποινή χωρίς φόνο. Ο Κάριλ καταδικάστηκε για ληστεία, απαγωγή και βιασμό το 1948. Το σώμα των ενόρκων υποστήριξε ότι προκάλεσε σωματικές βλάβες κατά τον βιασμό, κάτι που τον καθιστούσε ικανό για φόνο! Ο εγκληματίας των ΗΠΑ έγινε βεβαίως διασημότητα, καθώς όλες οι μεγάλες προσωπικότητες έπεσαν πάνω του για να γλιτώσει τη ζωή του. Από καθηγητές πανεπιστήμιου και διαπρεπείς νομικούς μέχρι ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων. Ακόμα και η πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ εισέβαλε στο σπίτι του κυβερνήτη στο Σακραμέντο για να τον πείσει να δώσει την πολυπόθητη χάρη! Μάρλον Μπράντο, Στιβ Άλεν, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, ο συγγραφέας Άλντους Χάξλεϊ και τόσοι ακόμα επιδόθηκαν σε γιγαντιαίες εκστρατείες υπέρ του, όσο εκείνος καθόταν στο κελί του και έγραφε βιβλία με το τσουβάλι. Τον θάλαμο αερίων των φυλακών του Σαν Κουέντιν δεν τον απέφυγε βεβαίως, καθώς η μοίρα έδειξε τη διεστραμμένη αίσθηση της ειρωνείας που έχει. Το τηλεφώνημα της χάρης έφτασε λίγα μοιραία δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεσή του, μιας και η γραμματέας του δικαστή κάλεσε λάθος αριθμό την πρώτη φορά! Ακόμα και με τον τραγικό θάνατό του όμως ο Κάριλ Τσέσμαν θα έκανε πολλά περισσότερα για την αποτίναξη της βάρβαρης πρακτικής της θανατικής ποινής από πολλούς θεσμούς και κέντρα αποφάσεων. Στην ασυνήθιστα παρατεταμένη παραμονή του στην πτέρυγα των θανατοποινιτών, όπου πέρασε 12 βασανιστικά χρόνια παλεύοντας οχτώ φορές με τον θάνατο, ο Τσέσμαν έγινε το εθνικό σύμβολο κατά της εσχάτης των ποινών και το πρόσωπο κάθε εκστρατείας για την αποτίναξή της. Ο «Ληστής των Κόκκινων Φαναριών», όπως τον αποκαλούσε σκανδαλοθηρικά ο Τύπος, καραδοκούσε στα πλατώματα του Λος Άντζελες όπου σύχναζαν τα ερωτευμένα ζευγαράκια. Ο σκοπός ήταν η ληστεία, αν και δεν έλειψαν και δύο βιασμοί γυναικών. Εγκληματίας καριέρας, ο Τσέσμαν αρνήθηκε την ενοχή του και ισχυριζόταν διαχρονικά πως η έγγραφη ομολογία του ήταν προϊόν ξυλοδαρμού και κακοποίησης από την αστυνομία της Πόλης των Αγγέλων (κάτι που δεν θα προκαλούσε εξάλλου εντύπωση ως ανήκουστο). Ο κυκλοθυμικός Τσέσμαν, ένας καθόλου κοινωνικός άνθρωπος και μάλλον αντιπαθής στις πρώτες επαφές, έκανε το μοιραίο λάθος να αρνηθεί δικηγόρο, θέλοντας να υπερασπιστεί μόνος την αθωότητά του στο δικαστήριο. Τόσο η αρχική του ομολογία όσο και οι αυτόπτες μάρτυρες και τα θύματά του έφταναν και περίσσευαν για την καταδίκη του. Ποια καταδίκη του όμως; Παρά το γεγονός ότι δεν σκότωσε ποτέ κανέναν, ο Τσέσμαν έφαγε δύο θανατικές ποινές(!), εφαρμόζοντας έναν απάνθρωπο νόμο της Καλιφόρνια κατά των απαγωγών. Απαγωγή θεωρήθηκε από τους ενόρκους τα λίγα μέτρα που τράβηξε ο Τσέσμαν ένα θύμα του από το αυτοκίνητό της, ώστε να τη βιάσει. Η εντελώς ιδιαίτερη αυτή ερμηνεία της «απαγωγής» έγινε ακόμα πιο αμφιλεγόμενη όταν η πολιτεία της Καλιφόρνια απέσυρε τον εν λόγω δρακόντειο νόμο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η κατάργηση δεν είχε ωστόσο αναδρομική ισχύ, αφήνοντας τον Τσέσμαν να μάχεται με τη θανατική ποινή με τουλάχιστον σιδερένια πυγμή. Κατάφερε να γλιτώσει την εκτέλεσή του οχτώ φορές στα 12 χρόνια που παρέμενε θανατοποινίτης, μέχρι και τον μοιραίο Φεβρουάριο του 1960 τουλάχιστον. Ο Κάριλ Τσέσμαν έγραψε τέσσερα βιβλία περιμένοντας τον θάνατο, τα οποία θεωρούνται κλασικά στη βιβλιογραφία κατά της θανατικής ποινής και άλλαξαν τις κοινωνικές στάσεις των Αμερικανών κατά της εσχάτης των ποινών…
Πρώτα χρόνια
Ο Κάρολ Γουίτιερ Τσέσμαν γεννιέται στις 27 Μαΐου 1921 σε πόλη του Μίσιγκαν μέσα σε οικογένεια δανικής καταγωγής. Το «Κάρολ» ήταν δημοφιλές όνομα για τη δανέζικη παροικία των ΗΠΑ, αν και αργότερα ο ίδιος ο Τσέσμαν θα το άλλαζε σε «Κάριλ». Η φτωχή οικογένεια μετακομίζει στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια το 1922 και ο πατέρας κάνει ό,τι μπορεί για να θρέψει τη γυναίκα και τον μοναχογιό του. Αποτυγχάνει όμως σε κάθε δουλειά που περνά, γίνεται μελαγχολικός και επιχειρεί δύο αυτοκτονίες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η μητέρα μένει παράλυτη το 1929 έπειτα από σοβαρό τροχαίο δυστύχημα και ο ασθματικός πιτσιρικάς μοιάζει να παλεύει μόνος του. Είναι όμως αδύναμος και υποφέρει πια από εγκεφαλίτιδα, την οποία ενοχοποίησε αργότερα ο ίδιος για την αλλαγή της προσωπικότητάς του. Ο μικρός Κάρολ εξεγείρεται κατά των γονιών του και κάνει σωρεία μικροεγκλημάτων για να εξασφαλίζει το οικογενειακό φαΐ, μιας και η οικογένεια χτυπήθηκε ακόμα περισσότερο από την ανέχεια κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Τώρα έκλεβε ό,τι έβρισκε, από φαγητό μέχρι και ρούχα, και όταν έρχονται τα πρώτα συναπαντήματα με τον νόμο αποφασίζει να αλλάξει το όνομά του σε «Κάριλ». Τον Ιούλιο του 1937 θα τον τσακώσουν την ώρα που προσπαθούσε να κλέψει ένα αμάξι και θα τον στείλουν σε αναμορφωτήριο της βόρειας Καλιφόρνια. Βγαίνει τον επόμενο χρόνο, αν και επιστρέφει εκεί σε λιγότερο από έναν μήνα, όταν τον ξαναπιάνουν με κλεμμένο αμάξι. Τον Οκτώβριο του 1939 θα σταλεί σε άλλο ένα αναμορφωτήριο, έπειτα από άλλη μια κλοπή αυτοκινήτου, που θα λειτουργήσει τώρα καταλυτικά ως μεγάλο σχολείο εγκλήματος. Εκεί θα πιάσει φιλίες με μια σπείρα κακοποιών του δρόμου και όταν θα συλληφθεί εκ νέου τον Απρίλιο του 1941, κατηγορείται πια για ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία και ένοπλες ληστείες! Το δικαστήριο τον κρίνει μάλιστα «εγκέφαλο» της συμμορίας και τον στέλνει για τιμωρία στις διαβόητες πολιτειακές φυλακές του Σαν Κουέντιν. Όταν τον μετακινούν σε πιο χαλαρή φυλακή, το σκάει μεν (Οκτώβριος 1943), αλλά τον πιάνουν σε λιγότερο από έναν μήνα. Τώρα τρώει πέντε χρόνια και περνά από μπόλικα σωφρονιστικά καταστήματα. Τον Δεκέμβριο του 1947 βγαίνει από τη στενή και επιστρέφει στο σπίτι του…
Εγκληματική δράση
Ο Τσέσμαν ήταν μόλις 27 ετών όταν συνελήφθη στο Λος Άντζελες ως ύποπτος για μια σειρά διαβόητων ληστειών και σεξουαλικών εγκλημάτων. Ο Τύπος είχε αποκαλέσει τον δράστη «Ληστή των Κόκκινων Φαναριών», καθώς καραδοκούσε για ζευγαράκια σε γνωστά κακόφημα σημεία της πόλης. Παριστάνοντας τον αστυνομικό, σταματούσε τα αυτοκίνητα, έκλεβε ό,τι μπορούσε και δύο μάλιστα φορές επιδόθηκε σε βιασμό της γυναίκας. Η αστυνομία δεν είχε καταλήξει βέβαια αν ο «Ληστής των Κόκκινων Φαναριών» ήταν ένα πρόσωπο ή μια σειρά εγκληματιών με παρόμοιο τρόπο δράσης. Παρά τις φημολογίες και το μη τελεσίδικο των ερευνών, ο Τσέσμαν κατηγορείται για όλα τα εγκλήματα που αποδίδονται στον «δράκο» και ισχυρίζεται ότι η ομολογία του αποσπάται έπειτα από βαρύτατο ξυλοδαρμό του. Τα στοιχεία τον υποδεικνύουν όμως ως δράστη. Δύο γυναίκες καταθέτουν ότι αφού τις έκλεψε, τις ανάγκασε σε στοματικό έρωτα προκειμένου να μην τις βιάσει. Το τελικό κατηγορητήριο τον εμπλέκει σε 17 υποθέσεις που κυμαίνονται από κλοπή μέχρι και απαγωγή. Δυστυχώς για τον Τσέσμαν, ήταν αυτή η «απαγωγή» (ο σκληρός νόμος που είχε ψηφιστεί στην Καλιφόρνια το 1933, μετά την απαγωγή του γιου του πιλότου Τσαρλς Λίντμπεργκ δηλαδή) που ενείχε πια βαρύτατες ποινές για τους απαγωγείς και μεταφραζόταν μάλιστα χαλαρά. Απαγωγή εδώ θεωρήθηκε το γεγονός ότι ο Τσέσμαν τράβηξε από το αυτοκίνητο τις δύο γυναίκες και τις έσυρε μερικά μέτρα παρακεί. Κάθε αδίκημα που απτόταν του «Νόμου Λίντμπεργκ», όπως τον έλεγαν, επέσυρε δύο ποινές: είτε θανατική καταδίκη είτε ισόβια, αν ήσουν τυχερός. Ο Τσέσμαν δεν έκανε τη χάρη στον εαυτό του να εκπροσωπηθεί από κανονικό δικηγόρο, αφήνοντας τους δημόσιους κατήγορους να τον «ξεσκίσουν». Η συμπεριφορά του θεωρήθηκε αλαζονική και δεν τον βοήθησε στα σίγουρα η άγνοια των δικαστικών τερτιπιών. Σε κάτι που παραμένει επίσης μοναδικό στα δικαστικά χρονικά, η στενογράφος της δίκης πέθανε κατά τις πρώτες στιγμές της ακροαματικής διαδικασίας και αντικαταστάθηκε από μια αλκοολική συγγενή του εισαγγελέα! Ο Τσέσμαν δεν το ήθελε μεν αυτό, αλλά δεν είχε νομικές γνώσεις για να το παλέψει. Η στενογράφος έγραφε ό,τι ήθελε, έκανε όσες αλλαγές ήθελε στις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, αφού συχνά ερχόταν τύφλα στο δικαστήριο και το μίσος της για το «τέρας» δεν κρυβόταν από το πρόσωπό της. Ακόμα και ο δικηγόρος όμως που του ανατέθηκε κάποια στιγμή από την πολιτεία λόγω του φιάσκου της αυτό-υπεράσπισής του δεν τον πήγαινε τον Τσέσμαν. Δύσκολος χαρακτήρας και ειρωνικός καθώς ήταν, έκανε σαφώς περισσότερους εχθρούς από φίλους. Του άξιζε όμως να πεθάνει γι’ αυτό; Αναρωτιόταν ο συνήγορός του που στην περιπέτεια της μιας δεκαετίας έφτασε τελικά να τον συμπαθήσει. «Η Καλιφόρνια δεν ήθελε μια καθαρή δίκη», σχολίασε ο συνήγορος Τζορτζ Ντέιβις χρόνια αργότερα: «Η μόνη μας ελπίδα ήταν να πάει η υπόθεση σε ομοσπονδιακό δικαστήριο». Οι ένορκοι κατέληξαν ότι μια από τις «απαγωγές» του Τσέσμαν περιλάμβανε σωματικά τραύματα, κι έτσι ήταν εν δυνάμει δολοφόνος! Τον καταδίκασαν έτσι για μία μόνο υπόθεση, την απαγωγή και τον βιασμό μιας γυναίκας, ρίχνοντάς του δύο θανατικές ποινές…
Σύμβολο κατά της εσχάτης των ποινών
Στα 12 χρόνια που θα περνούσε στην πτέρυγα θανατοποινιτών, ο Τσέσμαν θα γινόταν το αμερικανικό πρόσωπο κατά της θανατικής ποινής. Τα μίντια τον λάτρευαν κυριολεκτικά, κι εκείνος εμφανιζόταν τώρα όχι μόνο ως αθώος αλλά και ως πλήρως σωφρονισμένος. Διαπρεπείς εγκληματολόγοι, προβεβλημένοι συνταγματολόγοι, φιλελεύθεροι διανοούμενοι και μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων έσπευσαν να υποστηρίξουν τον σκοπό του, παίρνοντας μέρος ακόμα και στις διαδηλώσεις για την αποτροπή της εκτέλεσής του! Μεταξύ των φανατικότερων υποστηρικτών του ήταν η πρώην Πρώτη Κυρία, η μαχητικότατη Ελεονόρα Ρούσβελτ, δεκάδες συγγραφείς, μεταξύ αυτών ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Άλντους Χάξλεϊ, χολιγουντιανοί ηθοποιοί και πάμπολλες ακόμα προσωπικότητες Αμερικής και Ευρώπης. Ο πρόεδρος μάλιστα της Αμερικανικής Λογοτεχνικής Εταιρίας έγραψε σχετικά: «Ο Τσέσμαν είναι ένοχος για άλλα εγκλήματα, για την ευφυΐα, για τις ληστείες σε οίκους ανοχής και τις χαρτοπαικτικές λέσχες σε όλη την Καλιφόρνια. Η δικαιοσύνη ωστόσο δεν μπορεί να αποδοθεί καταδικάζοντας κάποιον για ένα έγκλημα ενώ έχει κάνει κάποιο άλλο». Ήταν όμως και η φαρμακερή του πένα που έκανε πολλή δουλειά, πείθοντας ολοένα και πιο πολλούς ότι ακόμα και ένας θανατοποινίτης μπορεί να συμβάλει θετικά στην κοινωνία, προάγοντας τον γόνιμο διάλογο γύρω από το ποινικό σύστημα αλλά και την ίδια τη φύση της κοινωνίας (τιμωρητική ή σωφρονιστική;). Το περιβόητο «Κελί 2455» (1954) παραμένει ορόσημο στη συζήτηση περί της εσχάτης των ποινών. Το αυτοβιογραφικό πόνημα του Τσέσμαν για την περίοδο του εγκλεισμού του αποκαλύπτει έναν άνθρωπο με σοβαρές πνευματικές αρετές, το είδος του φυλακισμένου δηλαδή που φαίνεται να έχει σωφρονιστεί και αξίζει να επιστρέψει στην κοινωνία. Άλλα τρία βιβλία που θα ακολουθούσαν έπεισαν ακόμα περισσότερο ότι αυτός ο Τσέσμαν, ο κλέφτης και βιαστής, δεν άξιζε να πεθάνει στον θάλαμο αερίων για ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει. Να πληρώσει για τα εγκλήματά του ναι, ήταν εξάλλου ήδη 12 χρόνια στη φυλακή, αλλά όχι και να εκτελεστεί. Πόσο μάλλον που ο επίμαχος σιδερένιος νόμος της Καλιφόρνια είχε αποσυρθεί πια! Αξίζει ίσως να σημειώσουμε τους δαιμόνιους τρόπους με τους οποίους έγραφε τα βιβλία του, ένα κατόρθωμα από μόνο του. Γιατί το κελί του ψαχνόταν καθημερινά και ο ίδιος είχε φτάσει πολύ μακριά για να φυγαδεύει από τη φυλακή τα πονήματά του. Αντέγραφε, για παράδειγμα, τα μακροσκελή αποσπάσματά του σε μικρά χαρτάκια, τα οποία κολλούσε κατόπιν στα νομικά έγγραφα που ξαπόστελνε στον δικηγόρο του. Τα βιβλία γράφονταν ένα χαρτάκι τη φορά! Τόσο τα κείμενά του όσο και η απήχηση της εκστρατείας για τη μη εκτέλεσή του εγκαθίδρυσαν για τα καλά το καυτό θέμα της θανατικής ποινής στον δημόσιο διάλογο, φέρνοντας την Αμερική ενώπιον των ευθυνών της. Γιατί αυτό το «τέρας» και ο «διεστραμμένος ψυχοπαθής», όπως τον αποκαλούσε ο συντηρητικός Τύπος, έμοιαζε πια ένας ευφυής αλλά κοινωνικά ανάπηρος άνθρωπος που μπορούσε το αμερικανικό κοινό να ταυτιστεί μαζί του.
Όπως έλεγαν εξάλλου οι υπέρμαχοί του, το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος είχε καταδικαστεί σε θάνατο ήταν ντροπή για το δικαστικό σύστημα και γροθιά στο στομάχι της ίδιας της θανατικής ποινής. Ακόμα και ο δικηγόρος του είπε κατόπιν ότι ποτέ δεν έμαθε γιατί οι αρχές αποφάσισαν τελικά να τον εκτελέσουν, έπειτα μάλιστα από οχτώ αναστολές της ποινής. Υπέθεσε πάντως πως όσο παρέμενε στην πτέρυγα των θανατοποινιτών και περνούσε κρυφά τα γραφόμενά του στον έξω κόσμο, τόσο μεγαλύτερη ντροπή έφερνε στο σωφρονιστικό σύστημα αλλά και την ίδια την πολιτική ηγεσία. Όπως είπαμε εξάλλου, το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα τηλεφώνημα από τον κυβερνήτη ή τον δικαστή στη φυλακή για να σταματήσει η εκτέλεση. Είτε ήταν προσχεδιασμένο είτε τραγικό χτύπημα της κακιάς τύχης, η γραμματέας του δικαστή πήρε λάθος νούμερο την επίμαχη στιγμή! Κάποιοι μίλησαν βέβαια για μοχθηρή εκδίκηση των αρχών στον άνθρωπο που τόσο τις είχε κατακεραυνώσει όλα αυτά τα χρόνια, προκαλώντας λαϊκή κατακραυγή στην Καλιφόρνια. «Η στάση της Καλιφόρνια τότε ήταν σαν του προέδρου Μπους σήμερα», είπε ο 94χρονος δικηγόρος του Τσέσμαν 41 χρόνια μετά την εκτέλεσή του: «Δηλαδή, ‘‘λοιπόν, πέρασε από δίκη, ας εκτελέσουμε τώρα την ποινή του’’. Ό,τι κι αν γίνει. Η σκοπιμότητα ήταν το μόνο που τους ενδιέφερε»…
Η πολύκροτη εκτέλεση
Ο Τσέσμαν πέρασε άλλη μια οδύσσεια που είχε να κάνει με το γεγονός ότι προετοιμάστηκε για τον θάνατό του εννιά φορές! Εννιά φορές θα έτρωγε το τελευταίο γεύμα και θα περνούσε τον διάδρομο μέχρι τον θάλαμο αερίων, παίρνοντας κατόπιν το ασανσέρ για το κελί του, καθώς στις οχτώ από αυτές κατέφτασε εντωμεταξύ η αναστολή της ποινής. Στις 2 Μαΐου 1960 η τύχη του στέρεψε όμως. η εκτέλεσή του πήρε το πράσινο φως για τις 10:00 το πρωί, αν και ο δικηγόρος του υπέθεσε σωστά πως αυτή τη φορά η αίτηση για επιείκεια δεν θα εγκρινόταν. Κι έτσι έβαλε ένα ταξί να τον περιμένει στις 9:00 το πρωί για να τον πάει στο δικαστικό μέγαρο, δίνοντας τη μάχη με την ώρα, μιας και στις 10:00 ακριβώς θα απελευθερώνονταν τα κυανιούχα σφαιρίδια μέσα στον θάλαμο αερίων. Ήταν το σασπένς των σασπένς, σκηνή βγαλμένη από ταινία του μετρ του είδους Χίτσκοκ! To ανώτατο πολιτειακό δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του συνηγόρου με 4-3 και ο ίδιος έτρεχε τώρα να υποβάλει εκ νέου το αίτημα στο γραφείο του τακτικού δικαστή, μερικά τετράγωνα παρακάτω. Διαβλέποντας μάλιστα τις εξελίξεις, ο Ντέιβις είχε στείλει το αίτημα στον δικαστή από την προηγούμενη μέρα, αν και εκείνος δυστυχώς δεν το είχε διαβάσει ακόμα. Με μόλις ένα λεπτό να χωρίζει τον Τσέσμαν από τη ζωή στον θάνατο, ο δικαστής ενέκρινε την πράξη επιείκειας και το μόνο που έλειπε τώρα ήταν το τηλεφώνημα της γραμματέως στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Η οποία, όπως είπαμε, πήρε λάθος(;) νούμερο προσυπογράφοντας τη μοίρα του θανατοποινίτη. Μέχρι να επικοινωνήσουν τελικά με τον διευθυντή των φυλακών, τα φονικά σφαιρίδια είχαν σπάσει και η απόπειρα να ανοίξει ο θάλαμος αερίων χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά επικίνδυνη για το προσωπικό. Έπειτα από 12 χρόνια που υπερασπιζόταν την αθωότητά του στην πτέρυγα των θανατοποινιτών, ο Κάριλ Τσέσμαν εκτελέστηκε στις φυλακές του Σαν Κουέντιν, έχοντας προλάβει όμως να φιλοσοφήσει και να επιχειρηματολογήσει κατά της θανατικής ποινής.
Το «Κελί 2455» έγινε μπεστ-σέλερ το 1954, μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες, πούλησε 500.000 αντίτυπα και έκανε πλουσιότερο τον συγγραφέα του κατά 150.000 δολάρια. Μόνο που ο δημιουργός δεν ήταν πια στη ζωή. Το βιβλίο λειτούργησε πάντως καταλυτικά στην αλλαγή των στάσεων του αμερικανικού κοινού για τη θανατική ποινή. Σε γκάλοπ του 1957, μόλις το 47% ήταν υπέρ της θανατικής καταδίκης. Το 1953, πριν από την κυκλοφορία του πονήματος του Τσέσμαν, το ποσοστό αυτό ήταν πάνω από 68%… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr