Ο «Ιντιάνα Τζόουνς στο Μάτσου Πίτσου» θα ήταν ο τίτλος μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ, μιας και όταν έζησε ο Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’ ούτε ο Τζορτζ Λούκας, που σκάρωσε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα, ούτε και ο κολλητός του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που τον έκανε ταινία, είχαν γεννηθεί! Ο Μπίνγκχαμ ήταν ωστόσο ένας πραγματικός Ιντιάνα πριν τον καιρό του και οι ομοιότητες δεν είναι δύσκολο να φανούν: πανεπιστημιακός, ιστορικός αυτός και όχι αρχαιολόγος -αν και είχε χόμπι την αρχαιολογία όπως θα δούμε-, εξερευνητής και μελετητής αρχαίων πολιτισμών, επιδόθηκε σε μια τολμηρή αποστολή που θα μας έδινε ένα από τα ξακουστότερα μνημεία του πλανήτη, το περουβιανό Μάτσου Πίτσου. Η ιστορία του δεν έχει κιβωτό της διαθήκης και κρυστάλλινα κρανία, έχει όμως χαμένους θησαυρούς και καντάρια περιπέτειας, όπως ακριβώς θα τα ζούσε ο λατρεμένος κινηματογραφικός ήρωας. Ο Μπίνγκχαμ έψαξε να βρει αυτό που ονόμαζε «Χαμένη Πόλη των Ίνκας», την οποία πίστεψε πως ανακάλυψε το καλοκαίρι του 1911 σε μια πλαγιά των περουβιανών Άνδεων, όταν αντίκρισε το ονειρικό τοπίο του προκολομβιανού παρελθόντος. Εκεί, με φόντο τις χιονισμένες βουνοκορφές και στεφανωμένο από σύννεφα, τον περίμενε καρτερικά το Μάτσου Πίτσου. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα αγριόχορτα της λήθης, βρίσκονταν οι αυτοκρατορικές πέτρες που έμελλε να γοητεύσουν εξίσου ταξιδιώτες και ακαδημαϊκούς. Όσο για την έκφραση που απέδωσε στο Μάτσου Πίτσου η δαιμόνια πένα του εξερευνητή, αυτό το «Χαμένη Πόλη», θα ήταν το μαγικό ελιξίριο για τις καλπάζουσες φαντασίες του κόσμου. Την ώρα που οι εμφατικές λέξεις του ενσάρκωναν τον ρομαντισμό των εξερευνήσεων και της αρχαιολογίας των αρχών του 20ού αιώνα, ο ξερακιανός, πλην δυναμικός, Μπίνγκχαμ λειτουργούσε τώρα ως σύμβολο της περιέργειας και της τόλμης του Δυτικού να αφήσει τις ανέσεις του για να ανοιχτεί αγέρωχα στην περιπέτεια, αψηφώντας τις ανείπωτες δυσκολίες και τους κινδύνους που καραδοκούσαν διαρκώς τριγύρω. Ο ιστορικός του φημισμένου πανεπιστημίου Γέιλ διατύπωσε τρεις θεωρίες για το μυστήριο Μάτσου Πίτσου, που όπως ξέρουμε σήμερα ήταν όλες τους λανθασμένες. Το σπουδαίο μνημείο με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική δεξιότητα δεν ήταν η «Χαμένη Πόλη των Ίνκας» που τόσο λαχταρούσε, ούτε η παραδοσιακή γενέτειρα των Ίνκας, ούτε το ύστατο προπύργιό τους αφότου ηττήθηκαν από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα. Δεν ήταν καν το ιερό πνευματικό τους κέντρο, όπου κατοικούσαν «οι παρθένες του ήλιου». Το Μάτσου Πίτσου ήταν απλώς ένα από τα πολλά ανάκτορα του αυτοκράτορα, μια εξοχική κατοικία δηλαδή που -όπως ξέρουμε σήμερα- ήταν το αγαπημένο καταφύγιο της βασιλικής οικογένειας και των ευγενών στην ύπαιθρο. Λίγη σημασία έχουν βέβαια όλα αυτά με την ίδια την ανακάλυψη του Μάτσου Πίτσου, το οποίο άδειασε ο Μπίνγκχαμ από τους θησαυρούς του. Αφού γέμισε τα υπόγεια του μουσείου του Γέιλ με τα προκολομβιανά χρυσά, αργυρά και κεραμικά κειμήλια και αποτύπωσε τις περιπέτειές του σε ένα μπεστ-σέλερ από τα γεννοφάσκια του («H χαμένη πόλη των Ίνκας»), μετέτρεψε το μνημείο των Ίνκας σε έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς πόλους έλξης της αμερικανική ηπείρου αλλά και μια πραγματική Μέκκα για όλους εκείνους που αναζητούν μυστικιστικές εμπειρίες. Όσο για τον ίδιο τον καθηγητή λατινοαμερικάνικης ιστορίας, μετά τη σπουδαία ανακάλυψή του τα παράτησε όλα για να πολιτευτεί! Σταμάτησε τα τολμηρά ταξίδια, παραιτήθηκε από την έδρα του στο Γέιλ και μπήκε στον πολιτικό στίβο, εκλεγόμενος κυβερνήτης αρχικά του Κονέκτικατ και στη συνέχεια γερουσιαστής. Την ώρα που δεν κοίταξε ποτέ πια πίσω, η επιρροή του στη μελέτη των Ίνκας παρέμεινε σημαντική -σίγουρα και λόγω του γλαφυρού ύφους της γραφής του-, όπως και ο αντίκτυπός του στο συλλογικό φαντασιακό για τον ακαδημαϊκό που μετατρέπεται πρόθυμα σε ήρωα δράσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ακαδημαϊκός βρέθηκε εξάλλου να πιλοτάρει μαχητικά αεροσκάφη (και να προσγειώνεται τραγικά μέσα σε ένα αερόπλοιο μπροστά από τον Λευκό Οίκο!). Όταν τον Μάιο του 1977 οι Λούκας και Σπίλμπεργκ κάθισαν να σκαρώσουν έναν κινηματογραφικό ήρωα δράσης που να έχει τη λάμψη του Κάρι Γκραντ, την περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ και το μυαλό του Αϊνστάιν, τον είχαν έτοιμο μπροστά τους! Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, δεν υπάρχουν χειροπιαστές και αδιάσειστες αποδείξεις ότι ο «Ίντι» βασίζεται στον Χίραμ Μπίνγκχαμ Γ’, οι ομοιότητες ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από προφανείς και δεν περιορίζονται μόνο στα καπέλα τους. Ο Μπίνγκχαμ είχε εμπνεύσει στα σίγουρα παλιότερο ήρωα δράσης, τον Χάρι Στιλ, ενσαρκωμένο κινηματογραφικά από τον Τσάρλτον Ίστον, όταν οι δημιουργοί του φιλμ «Το μυστικό των Ίνκας» του 1954 έπεσαν πάνω σε μια σειρά άρθρων του «National Geographic» για τον αμερικανό ακαδημαϊκό. Ο τεχνικός σύμβουλος της ταινίας ήταν άλλωστε προσωπικός φίλος του Μπίνγκχαμ και πολύτιμος συνεργάτης του στις ανασκαφές και τις εξερευνήσεις. Ο Μπίνγκχαμ ενέπνευσε λοιπόν στα σίγουρα τον Χάρι Στιλ, που λειτούργησε ως έμπνευση για τον Ιντιάνα Τζόουνς. Όπως είχε εξάλλου αποκαλύψει η ενδυματολόγος του «Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού», της είχαν ζητήσει να φτιάξει τα κοστούμια του Ίντι κατ’ εικόνα και ομοίωση των αντίστοιχων του Τσάρλτον Ίστον στο «Μυστικό των Ίνκας». Όπως όμως και ο Ίντι, ο Μπίνγκχαμ δεν ήταν ο τυπικός ακαδημαϊκός. Ψηλός, αδύνατος και περιπετειώδης, τσαλαβουτούσε πρόθυμα στις εξερευνήσεις και τα επικίνδυνα τυχοδιωκτικά ταξίδια, καθώς δεν ήταν ο τύπος που θα καθόταν πίσω από το πανεπιστημιακό του γραφείο. Αντί να αποκαλύπτει προσεκτικά με το πινέλο και το μαχαιράκι εύθραυστα αρχαιολογικά ευρήματα, ο Μπίνγκχαμ ήταν άνθρωπος της δράσης, ένας ερασιτέχνης αρχαιολόγος που δεν τον απασχολούσαν ερωτήματα για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς και χειριζόταν καλύτερα το περίστροφο από τη σκαπάνη. Σαν τον Ίντι δηλαδή, που πήγε τελικά κι αυτός στο Περού μπόλικα χρόνια αργότερα («Ιντιάνα Τζόουνς και το βασίλειο του κρυστάλλινου κρανίου»)…
Πρώτα χρόνια
Παρθενικές εξερευνήσεις
Η μνημειώδης αποστολή
Κατοπινά χρόνια