Κάθε φορά που κάποιος κροίσος αποβιβαζόταν στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1870, είτε ήταν ο Τζ.Π. Μόργκαν είτε ο Κορνίλιους Βάντερμπιλτ, ένας μετρ έτρεχε να ικανοποιήσει κάθε τους καπρίτσιο. Ο λόγος για τον βοσκό άλλοτε Σέζαρ Ριτζ που είχε καταφτάσει εδώ και χρόνια στο Παρίσι θέλοντας να μάθει τη δουλειά του ξενοδόχου αλλά και το πώς να πραγματοποιεί τα τρελά και παράλογα της υψηλής κοινωνίας. Ο Ριτζ έπιασε κάποια στιγμή δουλειά σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια των Παρισίων, βλέποντας τα όνειρά του να ικανοποιούνται, αν και θα τον προλάβαινε η πρωσική πολιορκία της Πόλης του Φωτός! Μετά τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870, ο Ριτζ έπιασε την πρώτη του δουλειά σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, βρισκόμενος και πάλι μέσα στους κόλπους της άρχουσας τάξης που τόσο αγαπούσε. Πλέον ήταν ο απόλυτος εξπέρ της ευρωπαϊκής φιλοξενίας, δίνοντας στους ζάμπλουτους και διάσημους πελάτες του μια γεύση από τα καλύτερα που μπορούσε να προσφέρει η Γαλλία στον ταξιδιώτη. Όταν άλλαζε μάλιστα στέκια η αριστοκρατία της εποχής, ο Ριτζ τους ακολουθούσε κατά πόδας, περιδιαβαίνοντας τα πολυτελή θέρετρα της Ευρώπης για να υπηρετεί την πλουτοκρατία όπως μόνο εκείνος ήξερε. Αφού πέρασε από τη Λουκέρνη και το Μόντε Κάρλο, άνοιξε κάποια στιγμή (1887) το δικό του εστιατόριο στη γερμανική κωμόπολη Μπάντεν Μπάντεν, από κοινού με έναν θρυλικό σεφ του καιρού. Η οικονομική ελίτ εντυπωσιάστηκε από την επιχείρησή του και ο ιδιοκτήτης του νεοϊδρυθέντος λονδρέζικου ξενοδοχείου Savoy, ένα από τα πολυτελέστερα της εποχής, του προτείνει να αναλάβει τη διεύθυνσή του. Και ο Ριτζ, όπως το είπε καλύτερα ένας τραπεζίτης πελάτης του, έκανε το Λονδίνο «ένα μέρος που άξιζε να μένει κανείς»! Ο Ριτζ ήταν αυτός που έμαθε την υψηλή κοινωνία της βρετανικής πρωτεύουσας να γευματίζει έξω, κάνοντας τους Γάλλους να ζηλέψουν θανάσιμα. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ριτζ, «έφτιαξα έναν μικρό στρατό από ανθρώπους του ξενοδοχειακού κλάδου για να κατακτήσουμε το Λονδίνο»! Και ήταν ακριβώς οι γάλλοι αριστοκράτες αυτοί που τον προέτρεπαν να ανοίξει ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι. Ο ποτοποιός Alexandre Marnier-Lapostolle του έδωσε μάλιστα και ένα χαμηλότοκο δάνειο για τον σκοπό αυτό, καθώς χρωστούσε στον Ριτζ το όνομα του λικέρ που είχε μόλις παρασκευάσει (το δημοφιλές Grand Marnier!). Ο Σέζαρ αγοράζει μια βίλα στο Παρίσι και επιβλέπει προσωπικά την ανακαίνιση των 210 δωματίων της. Το πρώτο Ritz Hotel άνοιξε τις πύλες του το 1898, αν και μέχρι τότε ο Σέζαρ είχε βάλει πόδι σε άλλα εννιά πολυτελή εστιατόρια και ξενοδοχεία της Ευρώπης (όπως το φημισμένο Carlton στο Λονδίνο). Όταν το 1905 άνοιξε το εξίσου λαμπρό London Ritz, ο κόσμος ήξερε πια ότι ο Σέζαρ είχε έρθει για να μείνει και να μετατραπεί φυσικά σε συνώνυμο της πολυτέλειας. Λένε ότι κανείς δεν κατάλαβε καλύτερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες της πλουτοκρατίας από τον Σέζαρ Ριτζ και πιθανότατα έχουν δίκιο, αφού ο ελβετός ξενοδόχος πρωτοστάτησε στα θεμέλια αυτού που θα γινόταν πολύ αργότερα γνωστό ως πολυτελή διαμονή…
Πρώτα χρόνια
Το γκαρσόν που έγινε μετρ
Τα ξενοδοχεία Ritz
Τελευταία χρόνια