Ο αγαπημένος τεντιμπόης του μεγάλου πανιού ήταν ένας μεγάλος κωμικός που πλαισίωνε τα ιερά τέρατα του εθνικού μας σινεμά, γινόμενος αναπόσπαστο μέλος του εμπορικού μας κινηματογράφου. Τόσο αναπόσπαστο μάλιστα που έπαιξε σε περισσότερες από 200 ταινίες και δεν προλάβαινε να κλείνει τα συμβόλαια το ένα πίσω από το άλλο! Πάντοτε δευτεραγωνιστής, ο «χρυσός δεύτερος» όπως τον έλεγαν, μιας και στήριζε έξοχα τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Τζανετάκος απογειώθηκε μέσα από τις αξέχαστες ερμηνείες του αχαΐρευτου γιου, του ανεπρόκοπου και χαραμοφάη ή του παιδιού της φάπας, πάνω στον οποίο ξεσπούσε ο Παπαγιαννόπουλος, ο Βουτσάς και ο Κωνσταντάρας. Ξεχωριστός κωμικός και ο ίδιος με τη σειρά του, ο Τζανετάκος αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό κοινό και οι ατάκες του έμελλε να γίνουν διαχρονικές. Νευρώδης, αεικίνητος και συχνά αφελής, χαριτωμένα γραφικός και εξόχως ατακαδόρος, ο σπινθηροβόλος Αλέκος του σινεμά μάγευε τα πλήθη με τα παρδαλά πουκάμισά του και τα μάτια του που γούρλωναν διαρκώς μπροστά στην απορία όσων εκτυλίσσονταν γύρω του. Ο διαχρονικός αυτός τεντιμπόης του μεγάλου πανιού, η χαρακτηριστικότατη φιγούρα σινεμά και θεάτρου, δεν εξαντλήθηκε φυσικά στις κωμικές ανάγκες του τυποποιημένου εμπορικού μας κινηματογράφου, καθώς πέρασε με άνεση ακόμα και σε βαριά κοινωνικά δράματα. Αξιοπρεπής, αυτάρκης και πλασμένος με τη στόφα του καλλιτέχνη, ο «περπατημένος» Τζανετάκος ήταν εκτός πανιού όπως και οι ρόλοι του: το καρδιακό φιλαράκι που έσπαγε πλάκα με τη ζωή και τη γλεντούσε όπως της έπρεπε, παραμένοντας η ψυχή της παρέας με τα χωρατά και τα καλαμπούρια του τόσο στα πλατό όσο και τα παρασκήνια. Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ να κλαίγεται, να παραπονιέται ή να παρακαλά για έναν ρόλο, καθώς τα συμβόλαια έπεφταν βροχή για τον λαϊκό αυτό ήρωα που σφράγισε με το ανάλαφρο και παιγνιώδες τις καρδιές του λαού. Παρά τη δημόσια εικόνα του, τις τόσες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του και το πάθος του για την ταχύτητα και τις μοτοσικλέτες, ο Τζανετάκος ήταν ένας βαθύτατα ευαίσθητος και μοναχικός άνθρωπος, που κάποια στιγμή που τα βαρέθηκε όλα και όλους αποσύρθηκε από τους προβολείς και έγραφε πια τα δικά του σενάρια για τις βιντεοκασέτες που γύριζε τώρα σωρηδόν. Συνεπής και εξαίρετος επαγγελματίας, χαρισματικός καλλιτέχνης και ένας άνθρωπος ευγενικός και καλοσυνάτος, ο Αλέκος Τζανετάκος ήταν πάντα πολλά περισσότερα από τον αιώνιο καρπαζοεισπράκτορα του ελληνικού σινεμά…
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέκος Τζανετάκος γεννιέται το 1937 σε μια φτωχοσυνοικία του Πειραιά, τα Μανιάτικα (Αγιά Σοφιά), μεγαλώνοντας με στερήσεις αλλά χαμόγελα και κέφι. Όπως γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, οι γείτονές του ήταν «άνθρωποι απλοί, μεροκαματιάρηδες, που παρ’ όλη τη φτώχεια τους χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον και το πρωί, όταν ξυπνούσαν να τραβήξουν για το μεροκάματο, έλεγε ο ένας στον άλλον μέσα από την καρδιά τους μια φαρδιά καλημέρα και ξεκινούσαν για τον άρτον ημών τον επιούσιον». Ο μικρός μεγαλώνει μέσα στην πολυμελή φαμίλια των πέντε παιδιών, ορφανός από πατέρα, και παράλληλα με το σχολείο αναγκάζεται να δουλέψει για να βοηθά τη μάνα και τις τέσσερις αδερφές του, κάνοντας όπως λέει «σφουγγαρίκι στους πλούσιους»: «άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουνα, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό». Φτώχεια καταραμένη, ο μικρός Αλέκος κάνει ό,τι δουλειά του πέφτει στο χέρι για να μεγαλώσουν οι αδερφές του, χτίζοντας σχέσεις που θα κρατήσουν μια ζωή. Το θέατρο και η δουλειά στο θέαμα του καρφώθηκαν στο μυαλό όταν οι δυο μεγάλες αδερφές του, Άννα και Νινή, θα αρχίσουν να κάνουν τα δικά τους πρώτα βήματα στο ελαφρό τραγούδι, πριν γίνουν το διάσημο μουσικοχορευτικό δίδυμο «Τζάνετ Σίστερς». Αλλά και η άλλη του αδερφή, η Κάσυ Τζάνετ, θα έκανε τη δική της καριέρα στην ελληνική showbiz. Έτσι κάπως ξεκίνησε και η εμπλοκή του Τζανετάκου με το θέατρο και το σινεμά, ενθαρρυμένος από την επιτυχία των αδερφάδων του και τα λεφτά που αρχίζουν να συρρέουν στο σπίτι. Κι έτσι δίνει εξετάσεις και γίνεται δεκτός στο φημισμένο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τις υποκριτικές σπουδές του να τον φέρνουν κοντά σε σπουδαίους ανθρώπους του καιρού, όπως ο Τσαρούχης, ο Βολανάκης, ο Χατζιδάκις κ.ά. Αμέσως μετά, περνά και από τη Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου και ως αριστούχος ηθοποιός είναι έτοιμος να ξεκινήσει την καριέρα του…
Καριέρα στο θέατρο και το πανί
Παρά το γεγονός ότι ο Τζανετάκος θα καθιερωνόταν στο εμπορικό σινεμά, τα πρώτα του δειλά βήματα στο θέατρο θα γίνουν ακολουθώντας τον λεγόμενο «ποιοτικό δρόμο», παίζοντας σε έργα κλασικού ρεπερτορίου. Οι υποκριτικές ανάγκες θα τον φέρουν στο Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης -με τον θίασο του Κώστα Χατζίσκου-, όπου θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα, ερμηνεύοντας συνήθως δραματικούς ρόλους του ξένου ρεπερτορίου. Μεγάλο ταλέντο, σύντομα θα καθιερωθεί ως βασικό μέλος του θεάτρου Μπουρνέλη και θα διακριθεί στο πλευρό κωμικών όπως οι Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης και Ρένα Βλαχοπούλου. Ο Τζανετάκος έκανε αμέσως όνομα στο σανίδι και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Όταν μάλιστα συνεργάστηκε, χρόνια αργότερα, με τον Θανάση Βέγγο στον «Τρελό του Λούνα Παρκ» (1969-1970), γέννησαν μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της θεατρικής ιστορίας του τόπου μας. Αφού περιόδευσε σε Ελλάδα και εξωτερικό και έπαιξε δίπλα σε όλους τους πρωταγωνιστές της εποχής, ίδρυσε το 1985 τον δικό του θίασο, με τον οποίο όργωσε και πάλι Ελλάδα και ΗΠΑ, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Ο Τζανετάκος μέτρησε δεκαετίες στην επιθεώρηση, την πρόζα και την κωμωδία, ερμηνεύοντας όχι μόνο κωμικούς, αλλά και δραματικούς ρόλους. Ταυτοχρόνως, κράτησε πολλά χρόνια τον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή σε διάφορους θιάσους. Ξεχωριστή ήταν και η καριέρα του στο μεγάλο πανί, με το ντεμπούτο του στο σινεμά να έρχεται νωρίς-νωρίς και μάλιστα ακολουθώντας την ίδια «ποιοτική οδό» που είχε χαράξει και στο θέατρο. Πρώτη του ταινία, η «Αρπαγή της Περσεφόνης» το 1956. Αφού πήρε μέρος σε μερικές ακόμα ταινίες σε δεύτερους και τρίτους ρόλους, η μεγάλη του στιγμή θα ερχόταν όταν υπέγραψε συμβόλαιο με τη Φίνος Φιλμ στη δεκαετία του 1960, μέσα από την οποία θα γνωρίσει μεγάλες δόξες! Ο Τζανετάκος ενσάρκωνε τώρα χαριτωμένους και γραφικούς ρόλους επιπόλαιου νέου και γκαφατζή, κερδίζοντας το παρατσούκλι «καρπαζοεισπράκτορας» και «παιδί της φάπας», αφού στις ταινίες έτρωγε αρκετές σφαλιάρες για τις γκάφες που έκανε, κυρίως από τον Κώστα Βουτσά, του οποίου ήταν μόνιμος παρτενέρ. Και μιλάμε για αληθινές καρπαζιές! Όπως τα θυμόταν ο ίδιος: «Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του. Είχε ένα μακρύ χέρι σαν παντόφλα και, όταν το σήκωνε για να αμολήσει τον κεραυνό (τη σφαλιάρα), γινότανε σεισμός οκτώ Ρίχτερ και τα μάτια έβλεπαν αστράκια στον αέρα. Του έλεγα ‘‘ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;’’. “Ρε Λάμπρο, μην τον χτυπάς τόσο δυνατά”, του είπε και ο Ρίζος. “Τι λες ρε κοντοστούπη, ένα και καθόλου, κωλοτούμπα, το μέρος του παίρνεις;”»… Ακολουθούν ταινίες-βροχή, από τις οποία ξεπηδά ο Αλέκος αγαπημένος του ελληνικού κοινού, αν και παρά την τυποποίηση στην κωμωδία, θα παίξει και σε δραματικά φιλμ, όπως ο «Νόμος 4000» και ο «Δράκος». Από τις 52 ταινίες της εποχής, οι 20 ήταν για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ και ξεχωρίζουν οι «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κάτι να καίει», «Ένα κορίτσι για δύο», «Η βίλα των οργίων», «Ο εγωισμός», «Το θύμα», «Η ωραία του κουρέα», «Ένα έξυπνο, έξυπνο μούτρο», «Μια τρελή τρελή οικογένεια», «Ο μπαμπάς μου ο τεντιμπόης», «Κορίτσια για φίλημα», «Καλώς ήλθε το δολάριο», «Ο τρελοπενηντάρης», «Δύο μοντέρνοι γλεντζέδες», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Ζήτω του Παπασταφίδα» και τόσες ακόμα. Αλλά και ο «Ηλίας του 16ου» φυσικά, όπου ενσάρκωσε τον μοναδικό Σπανομαρία! Όπως δήλωσε χρόνια αργότερα, ο Τζανετάκος έφυγε από τη Φίνος Φιλμ παραπονεμένος, καθώς ο Φιλοποίμην δεν του έδωσε ποτέ τη δυνατότητα να γίνει πρωταγωνιστής. Κάτι που θα συνέβαινε όταν μετακινήθηκε στην εταιρεία παραγωγής Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, στα χρόνια της βιντεοκασέτας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Αλέκος Τζανετάκος σταματά σταδιακά τις εμφανίσεις πρώτα στο σινεμά και αργότερα στο θέατρο, αηδιασμένος από το κύκλωμα και το star system. Τώρα γράφει τα δικά του σενάρια, τα οποία μετατρέπονται σε βιντεοταινίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Η παραγωγή της εποχής είναι εκπληκτική, καθώς η συγγραφική του πένα αποδίδει περισσότερες από 100 ιστορίες που μεταφέρονται στις φτηνές βιντεοπαραγωγές της εποχής. Πετυχημένο ήταν και το πέρασμά του από τη μικρή οθόνη, όπως στην κωμική σειρά της ΕΤ2 «Μπαμπάδες, γιοι και πειρασμοί», δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Σπύρο Καλογήρου, αλλά και παλιότερα, το 1977, στον «Ταξιτζή» της ΥΕΝΕΔ…
Τελευταία χρόνια
Όταν πέρασε η τρέλα και η ανεμελιά της εποχής, ο Τζανετάκος αποσύρθηκε διακριτικά από κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα και σιγά-σιγά αποτραβήχτηκε ακόμα και από τις δημόσιες εμφανίσεις. Παρά το γεγονός ότι κάποτε τον λάτρευαν όλοι, τώρα όλες οι πόρτες έμοιαζαν κλειστές και ο Αλέκος πίσω δεν ξανακοίταξε, έτσι υπερήφανος καθώς ήταν. Σύμφωνα με την αδερφή του, η άρνησή του να συμβιβαστεί με τα κυκλώματα αποκρυσταλλώθηκε στη φράση του: «Δεν θα με στύψουν σαν λεμονόκουπα. Θα τους στύψω εγώ». Απογοητευμένος και από το θεατρικό σινάφι, ο Τζανετάκος έβαλε τον εαυτό του στο περιθώριο και έκανε μόνο έκτακτες εμφανίσεις. Δεν αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα, όπως άλλοι ηθοποιοί, κι έτσι τα έβγαζε άνετα πέρα, δεν ήταν υποχρεωμένος λοιπόν να εργάζεται. Τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την περίοδο της μεγάλης ακμής του ήταν αρκετά για να του εξασφαλίσουν αξιοπρεπή ζωή: «Έβγαλα πολλά λεφτά, τα οποία κράτησα για να μην καταλήξω σε κάνα γηροκομείο και πεθάνω στην ψάθα. Ζω μια πολύ όμορφη και άνετη ζωή, δεν μου λείπει τίποτα. Μου λείπει ένας καινούργιος έρωτας που να με συνταράξει και να αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της απέραντης μοναξιάς μου». Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γυναικοκατακτητές της εποχής του και η απήχησή του στο ωραίο φύλο εντυπωσίασε ακόμα και τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό (με τον οποίο γνωρίστηκαν σε γυρίσματα ταινίας στην Ελλάδα), ο Τζανετάκος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εξομολογήθηκε ωστόσο στην αυτοβιογραφία του τους 17 αρραβώνες του, κανείς εκ των οποίων δεν κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας. Για το μόνο που μετάνιωσε, όπως δήλωσε στα ύστερα της ζωής του, ήταν που δεν απέκτησε παιδιά. «Έμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ίσως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Άραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, έχω φτιάξει μια μεγάλη περιουσία και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτά που μου έδωσε», θα εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία του. Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ο Τζανετάκος ήταν παθιασμένος με τα δίτροχα και είχε πάμπολλα μετάλλια και κύπελλα στη συλλογή του από αγώνες ταχύτητας. Ο λάτρης αυτός της αδρεναλίνης έπαιρνε μάλιστα αρκετά συχνά μέρος σε αγώνες σκοποβολής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από πολλαπλά προβλήματα υγείας, ζώντας πια ένα προσωπικό δράμα που τελειωμό δεν είχε. Τη μεγάλη μάχη που έδωσε για τέσσερα χρόνια μπαινοβγαίνοντας στα νοσοκομεία έμελλε τελικά να τη χάσει, φεύγοντας από τη ζωή στις 11 Απριλίου 2010, σε ηλικία 73 ετών. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του τους πέρασε κλινήρης, μέσα στην αξιοπρέπεια της μεγάλης του προσωπικότητας, καθώς δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει για όσα τον ταλαιπωρούσαν και την πικρία του για όσους τον είχαν ξεχάσει. Γι’ αυτό και το ελληνικό κοινό θα τον θυμάται πάντα ως τον ανέμελο τεντιμπόη που έτρωγε τα λεφτά του μπαμπά και μάζευε καρπαζιές για τις γκάφες του, ως έναν ξένοιαστο τύπο ευτυχισμένο μέσα στην παλαβομάρα του… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr