Διακόπτει τη συνεργασία του με τη δημόσια πολωνική τηλεόραση TVP το γαλλογερμανικό τηλεοπτικό κανάλι Arte , με την οποία έκανε τακτικά από το 2001 συμπαραγωγές προγραμμάτων, μετά το νέο επίμαχο νόμο για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης στην Πολωνία.

«Καμιά νέα συμπαραγωγή δεν θα πραγματοποιηθεί όσο το Arte δεν έχει τη διαβεβαίωση πως στην Πολωνία υπάρχει εγγύηση για την ελευθερία της έκφρασης, τον εκδοτικό πλουραλισμό και την ανεξαρτησία της δημόσιας τηλεόρασης», αναφέρει το κανάλι σε ανακοίνωση που εξέδωσε.

«Λυπούμαστε βαθιά που πρέπει να πάρουμε αυτή την απόφαση, καθώς οι σχέσεις μας με την Πολωνία είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το κανάλι μας», υπογραμμίζουν οι Πέτερ Μπούντγκουστ και Αν Ντουρουπτί, αντιστοίχως πρόεδρος και αντιπρόεδρος του Arte, σε επιστολή που απηύθυναν στον πρόεδρο της TVP Γιάτσεκ Κούρσκι.

«Ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δουλέψουμε και πάλι στενά με την TVP μέσα στους προσεχείς μήνες», προστίθεται στην επιστολή.

Το ARTE συνδέεται από το 2001 με την TVP με συμφωνία σύνδεσης, μια σύμπραξη που εντάσσεται στην «αποστολή του για παραγωγή και διανομή προγραμμάτων ποιότητας στην Ευρώπη» και την οποία έχει συνάψει με πολλά δημόσια τηλεοπτικά δίκτυα.

Φέτος το φθινόπωρο θα προσφέρει προγράμματα υποτιτλισμένα στα πολωνικά, το «Arte po polsku», που συμπληρώνει τα προγράμματα «Arte in english» και «Arte en espanol», που άρχισε να προσφέρει πέρυσι, χάρη σε μια συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συντηρητική πολωνική κυβέρνηση υιοθέτησε μια σειρά επίμαχων μεταρρυθμίσεων, κυρίως έναν νόμο για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης που θεσπίσθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου και υποβάλλει εκ των πραγμάτων τη δημόσια ραδιοτηλεόραση στον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Ο νόμος αυτός επέτρεψε στην κυβέρνηση να αντικαταστήσει τους επικεφαλής της τηλεόρασης και ραδιοσταθμών.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες έχουν καταγγελθεί από πολυάριθμους διεθνείς οργανισμούς, ανησυχούν επίσης τις ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες έχουν αρχίσει μια προκαταρκτική έρευνα, το πρώτο βήμα μιας διαδικασίας που τίθεται για πρώτη φορά σε εφαρμογή και έχει στόχο να εγγυάται πως το κράτος δικαίου δεν απειλείται σε καμιά χώρα μέλος της ΕΕ.