Σε μια τεράστια ανακατανομή ισχύος έχουν οδηγηθεί τους τελευταίος έξι μήνες οι μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του κόσμου εξαιτίας της κυκλοφορίας του εμβολίου κατά της Covid-19. Συγκεκριμένες εταιρείες, τις οποίες πλέον έχουμε μάθει όλοι, ακόμη και όσοι δεν τις είχαμε ακούσει ποτέ, βλέπουν τα έσοδά τους να υπερπολλαπλασιάζονται πλέον με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και τις τιμές των μετοχών τους να εκτινάσσονται στα ύψη έναντι άλλων ανταγωνιστών τους, που δεν κατάφεραν να λάβουν την απαιτούμενη έγκριση από τους αρμόδιους φορείς ώστε να ρίξουν στην αγορά το δικό τους παρασκεύασμα.
Συμβάσεις υπό συνθήκες πολέμου
Επικαλούμενες τις έκτακτες συνθήκες, που παρομοιάζονται με αυτές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπως τόνισε με έμφαση και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, οι περισσότερες χώρες του κόσμου φρόντισαν να συνάψουν άμεσα συμβάσεις προμήθειας εμβολίων για τον γενικό πληθυσμό, προκειμένου να δημιουργήσουν το απαιτούμενο τείχος ανοσίας που θα συμβάλει στην ανακοπή του πανδημικού κύματος που έχει πλήξει κάθε γωνιά του πλανήτη πλέον, με τραγικό απολογισμό περίπου 3.850.000 νεκρούς. Οι συμβάσεις αυτές όπως ήταν φυσικό, έκαναν πάμπλουτους τους ιδιοκτήτες των παρασκευασμάτων, ενώ κάποιες σχετικά μικρότερες εταιρείες φρόντισαν να συνεργαστούν με τους κολοσσούς, προκειμένου να αποκομίσουν και εκείνες οφέλη από τον πακτωλό των χρημάτων που διακινείται από την ημέρα που έγινε γνωστό ότι τα εμβόλια πέρασαν όλα τα απαιτούμενα τεστ και είναι έτοιμα προς χρήση.
Πάμε να γνωρίσουμε καλύτερα μια προς μια τις εταιρείες στις οποίες εναπόθεσε τις ελπίδες του ολόκληρος ο πλανήτης προκειμένου να ξεπεραστεί η πανδημία.
Pfizer: Η αμερικανική πολυεθνική που μας έμαθε το Viagra
Πρόκειται για αμερικανική πολυεθνική εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη. Ιδρύθηκε το μακρινό 1849 από δύο ξαδέλφια που είχαν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Γερμανία ένα χρόνο νωρίτερα, τον χημικό Charles Pfizer (1824-1906) από τον οποίο πήρε το όνομά της και η εταιρεία, και τον… ζαχαροπλάστη Charles F. Erhart, ο οποίος είχε αναλάβει την παρασκευή του ζαχαρώδους περιβλήματος των χαπιών. Ξεκίνησαν δημιουργώντας ένα αντιπαρασιτικό ενώ στη διάρκεια του Αμερικανικού εμφυλίου πουλούσαν παυσίπονα και στις αρχές του 20ού αιώνα κιτρικό οξύ για την Coca Cola και την Pepsi. Ήταν η πρώτη εταιρεία που ανακάλυψε έναν τρόπο μαζικής καλλιέργειας και παραγωγής της πενικιλίνης που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το προϊόν της εταιρείας που είχε απασχολήσει περισσότερο την ανθρωπότητα πριν το εμβόλιο κατά του κορονοϊού ήταν το Viagra, μια δραστική χημική ουσία που προορίστηκε αρχικά για την πνευμονική αρτηριακή υπέρτασης αλλά έγινε εξαιρετικά δημοφιλές όταν χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία της ανδρικής στυτικής δυσλειτουργίας των ανδρών. Λαμβάνεται από το στόμα ή με ενδοφλέβια ένεση σε φλέβα, επιδρά συνήθως εντός 20 λεπτών και διαρκεί περίπου 2 ώρες. Ήδη από το πρώτο τρίμηνο της κυκλοφορίας του το 1998, το Viagra απέφερε στην εταιρεία έσοδα της τάξης των 400 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που λίγο αργότερα ανήλθε στο 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Εξίσου διαδεδομένα προϊόντα της Pfizer είναι τα αγχολυτικά χάπια Xanax αλλά και το Lipitor για τη μείωση της χοληστερόλης που οι πωλήσεις του έφθασαν το έτος 2011 περίπου στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Να σημειωθεί ότι τα δύο αυτά παρασκευάσματα ανήκουν πλέον στην εταιρεία Viatris που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της Upjohn (θυγατρικής της Pfizer) με την Mylan. Η ίδια η Pfizer έκρινε σκόπιμο να επικεντρωθεί έκτοτε κυρίως στη βιοφαρμακευτική έρευνα και απ’ ότι φαίνεται δεν της βγήκε σε κακό.
Tο εμβόλιό της κατά του κορονοϊού, γνωστό με την ονομασία BNT162b2, ήταν το πρώτο που έλαβε έγκριση τον Δεκέμβριο του 2020 από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και είναι αυτό με το οποίο έχουν εμβολιαστεί αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι Έλληνες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας του τόπου. Είναι μάλιστα το πρώτο που χρησιμοποιεί τεχνολογία mRNA (μαζί με της Moderna), δηλαδή δεν περιέχει εξασθενημένο ή αδρανοποιημένο ιό, αλλά ένα είδος γενετικής πληροφορίας με οδηγίες για την δημιουργία αντιγράφων της πρωτεΐνης «ακίδας» του κορονοϊού. Δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον γερμανική εταιρεία ανάπτυξης ανοσοθεραπειών νέας γενιάς BioNTech (η Biopharmaceutical New Technologies ιδρύθηκε στο Μάιντς το 2008 από ένα ζευγάρι Τούρκων μεταναστών δεύτερης γενιάς), που πρωτοπορεί στον τομέα των καινοτόμων θεραπειών για τον καρκίνο και για άλλες σοβαρές ασθένειες.
Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Pfizer τα τελευταία δύο χρόνια είναι ο Έλληνας Άλμπερτ Μπουρλά που μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Η εταιρεία σήμερα απασχολεί 78.500 εργαζόμενους, εκ των οποίων οι 29.400 βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι υπόλοιποι σε 179 χώρες του κόσμου. Τα έσοδά της το 2020 ανήλθαν στα 41,9 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα καθαρά της έσοδα στα 9,6 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αναμένεται να αυξηθεί κατά πολύ φέτος.
AstraZeneca: Η βρετανική φαρμακευτική που προέκυψε από συνοικέσιο
Πρόκειται για βρετανική πολυεθνική εταιρεία φαρμάκων και βιοτεχνολογίας με έδρα το Κέιμπριτζ. Ιδρύθηκε το 1999 μετά από συγχώνευση της σουηδικής Astra AB με τον βρετανικό όμιλο Zeneca και σήμερα είναι μια από τις πέντε μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες του κόσμου με τα περιουσιακά της στοιχεία να ξεπερνούν τα 67 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ ο κύκλος εργασιών της μόνο το 2019 ανήλθε στα 24,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Astra από μόνη της είχε ιδρυθεί πολύ πιο παλιά, το 1913, δηλαδή λίγο καιρό πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στην πόλη Σέντερτελγε, περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά από τη Στοκχόλμη, προκειμένου η Σουηδία να μπορέσει να ανταγωνιστεί χώρες που παρήγαν φάρμακα όπως η Γερμανία και η Ελβετία. Είχε αναπτύξει το τοπικό αναισθητικό ξυλοκαΐνη (που αργότερα έγινε γνωστό ως λιδοκαΐνη και χρησιμοποιείται για το μούδιασμα ιστού σε μια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος) και του Losec, το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, της νόσου του πεπτικού έλκους και του συνδρόμου Ζόλιγκερ-Έλλισον.
Η Zeneca Group από την άλλη πλευρά, με έδρα το Λονδίνο, προέκυψε μετά από τη διάλυση της βρετανικής Imperial Chemical Industries το 1993. Το όνομα Zeneca δεν προέκυψε από το επώνυμο κάποιου ιδρυτή. Δημιουργήθηκε από την συμβουλευτική εταιρεία Interbrand που είχε λάβει εντολή να βρει ένα όνομα που θα ξεκινούσε είτε από την κορυφή είτε από το τέλος της αγγλικής αλφαβήτου (προτιμήθηκε το δεύτερο), θα ήταν φωνητικά αξιομνημόνευτο, όχι περισσότερο από τρεις συλλαβές και δεν είχε προσβλητικό νόημα σε καμία γλώσσα. Δημιούργησε φαρμακευτικά παρασκευάσματα για την ογκολογία και βασικά προϊόντα της ήταν το Casodex, το Nolvadex και το Zoladex, καθώς επίσης και το Tenormin για την καρδιά.
Όταν το 1999 η Asta συγχωνεύτηκε με τη Zeneca, η βρετανική εφημερίδα «The Independent» έκανε λόγο για «συνοικέσιο μεταξύ απρόθυμων εραστών». Ο νυν μη εκτελεστικός πρόεδρος του φαρμακευτικού κολοσσού Λιφ Γιόχανσον παρουσιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα της χρήσης του 2019 τόνιζε πως «φιλοδοξούμε το 2020 να αποτελέσει έτος προόδου για εμάς». Προφανώς η δήλωση δεν έγινε τυχαία γιατί λίγες ημέρες αργότερα ο βρετανικός όμιλος σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ξεκίνησε την ανάπτυξη του εμβολίου κατά της Covid 19. Μόλις πέρυσι η εταιρεία προέβη σε εξαγορά μαμούθ της αμερικανικής φαρμακευτικής Alexion έναντι 39 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την παρουσία της στην κατηγορία της ανοσολογίας.
Την τρέχουσα χρονιά ωστόσο, το εμβόλιο της AstraZeneca είναι το πιο πολυσυζητημένο εξαιτίας των πιθανών παρενεργειών που φέρεται να προκλήθηκαν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ατόμων που εμβολιάστηκε, κυρίως νεαρής ηλικίας. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) εξακολουθεί να θεωρεί ότι το εμβόλιο της εταιρείας είναι ασφαλές για όλες τις ηλικιακές ομάδες, ωστόσο αρκετά κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν σταματήσει ήδη να το χορηγούν σε άτομα κάτω των συγκεκριμένων ηλικιών, όπως συνέβη και στην Ελλάδα προ ημερών, περιορίζοντας τη χρήση του στον ηλικιωμένο πληθυσμό, λόγω των σπάνιων περιπτώσεων πήξης του αίματος. «Σε ένα πανδημικό πλαίσιο, η θέση μας ήταν και είναι ότι ο λόγος κινδύνου – οφέλους παραμένει ευνοϊκός για όλες τις ηλικιακές ομάδες», δήλωσε χαρακτηριστικά πριν από μερικά εικοσιτετράωρα ο επικεφαλής της ειδικής ομάδας Covid-19 Μάρκο Καβαλέρι στην ιταλική εφημερίδα «La Stampa», προσθέτοντας πάντως ότι καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων της πανδημίας μειώνεται και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νεότερος πληθυσμός είναι λιγότερο εκτεθειμένος σε κινδύνους που σχετίζονται με τον ιό, θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιηθούν εμβόλια mRNA, όπως αυτά της Pfizer και της Moderna, κάτι που φυσικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ευχάριστα στους ιθύνοντες της βρετανικής εταιρείας.
Να σημειωθεί τέλος ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς τη δυσαρέσκεια των αμερικανικών αρχών. Όπως αναφέρεται στον διεθνή Τύπο, το έτος 2010 συμφώνησε να καταβάλει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 520 εκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να διευθετήσει κατηγορίες εναντίον της από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αναφορικά με τη χορήγηση αντιψυχωσικού φαρμάκου για χρήση σε παιδιά και ηλικιωμένους ασθενείς, χωρίς την έγκριση του αμερικανικού οργανισμού φαρμάκων FDA. Στον όμιλο αυτή τη στιγμή απασχολούνται 76.100 εργαζόμενοι.
Moderna: Η «νεοφώτιστη» εταιρεία μεσαίου μεγέθους που γιγαντώθηκε
Πρόκειται για μια μεσαίου μεγέθους αμερικανική φαρμακευτική και βιοτεχνολογική εταιρεία, την οποία αρχίσαμε να μαθαίνουμε επί της ουσίας από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ερευνητές της κυβέρνησης των ΗΠΑ ξεκίνησαν τις πειραματικές δοκιμές με το εμβόλιό της, το οποίο είναι το δεύτερο που χρησιμοποιεί τεχνολογία mRNA μετά από αυτό της Pfizer. Μέχρι τότε θεωρούνταν μια startup εταιρεία που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ρεκόρ χρηματοδοτήσεων και κοινών συμφωνιών με μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες όπως είναι η AstraZeneca, η Alexion, η Merck και η Vertex.
Ιδρύθηκε το 2010 ως Moderna Therapeutics, το 2018 μετονομάστηκε σε Moderna Inc. και εδρεύει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι ότι περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστικότητας αναφορικά με τις έρευνές της, το είδος των πατεντών και τις τεχνολογικές μεθόδους που υιοθετεί, αν και η εξωστρέφειά της έχει αρχίσει να πυκνώνει μετά τη δυναμική είσοδο που έκανε στην αγορά των εμβολίων κατά του κορονοϊού. Το εμβόλιό της με κωδική ονομασία mRNA-1273 εγκρίθηκε από αυστηρές ρυθμιστικές αρχές όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον Μάρτιο του 2021, ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε ανάπτυξη και ξεκίνησαν τις κλινικές δοκιμές για την επόμενη γενιά εμβολίου ενάντια στην COVID-19, με κωδική ονομασία mRNA-1283, το οποίο στοχεύει και κωδικοποιεί κρίσιμα τμήματα της πρωτεϊνικής ακίδας του SARS-CoV-2.
Η εταιρεία των περίπου 1.500 εργαζομένων, δραστηριοποιείται ως επί το πλείστον στους τομείς των μεταδοτικών ασθενειών, της ανοσο-ογκολογίας, της αντιμετώπισης σπάνιων ασθενειών, των καρδιακών παθήσεων και των αυτοάνοσων νοσημάτων. Η Moderna ελέγχεται από τον Γάλλο δισεκατομμυριούχο Στέφαν Μπανσέλ που διαθέτει το 9% του μετοχικού κεφαλαίου και κατέχει τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου ενώ επενδυτές είναι πέντε ακόμη συνιδρυτές της. Άξιο μνείας είναι πάντως το γεγονός ότι ο κ. Μπανσέλ μέχρι το έτος 2007 που ανέλαβε την ηγεσία της γαλλικής εταιρείας βιοτεχνολογίας BioMerieux δεν είχε καμία ενασχόληση με το χώρο της υγείας.
Μόλις την περασμένη Δευτέρα η Moderna ανακοίνωσε ότι τη θέση του επικεφαλής του ιατρικού τμήματος αναλαμβάνει από τις 6 Ιουλίου ο δρ. Πολ Μπάρτον ο οποίος από τον Μάρτιο του 2020 κατείχε τη θέση του επικεφαλής ιατρικών υποθέσεων της φαρμακοβιομηχανίας Johnson & Johnson. Θα μετέχει στην εκτελεστική επιτροπή της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας, ενώ θα αναφέρεται απευθείας στον διευθύνοντα σύμβουλο κ. Μπράνσελ. «Καθώς εργαζόμαστε για να ανταποκριθούμε στην υπόσχεση της τεχνολογίας του mRNA για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς φαρμάκων για ασθενείς, η εμπειρία του Paul σε πολλούς θεραπευτικούς τομείς και το αποδεδειγμένο ιστορικό του στην αξιοποίηση της επιστήμης των δεδομένων και των ψηφιακών τεχνολογίων για τον μετασχηματικό της ιατρικής θα είναι πολύτιμη. Ανυπομονώ να συνεργαστώ με τον Πολ» τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος.
Το έτος 2020 τα καθαρά έσοδα της Moderna ανήλθαν στο ποσό των 747 εκατομμυρίων δολαρίων, με την χρηματιστηριακή της αξία ωστόσο να ξεπερνά τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που προκαλεί «πονοκέφαλο» εάν αναλογιστεί κανείς ότι το 2013 η αποτίμηση της εταιρείας στο χρηματιστήριο έφθανε μόλις τα 124 εκατομμύρια δολάρια.
Johnson & Johnson
Όταν γνωστοποιήθηκε πως η Johnson & Johnson ήταν έτοιμη να κυκλοφορήσει ένα μονοδοσικό εμβόλιο κατά του κορονοϊού κάποιοι έγραφαν εν αγνοία τους ή σαρκαστικά στα social media, πως η εν λόγω εταιρεία παρήγαγε μέχρι σήμερα σαμπουάν που δεν προκαλούσε δάκρυα εάν έμπαινε στα μάτια και πώς μπορεί να διαθέτει την τεχνογνωσία προκειμένου να παράγει και εμβόλια. Μια αναδρομή στο παρελθόν μπορεί να πείσει για το περί του αντιθέτου.
Η αμερικανική πολυεθνική θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη του χώρου της με καθαρά έσοδα που το 2000 έφθασαν τα 14,7 δισεκατομμύρια δολάρια, το σύνολο του ενεργητικού της έφθασε τα… 170,7 δισεκατομμύρια δολάρια και απασχολεί 132.200 εργαζόμενους. Είναι η 37η μεγαλύτερη εταιρεία στις ΗΠΑ ανεξαρτήτου κλάδου.
Ιδρύθηκε το μακρινό 1886 από τον νεαρό φαρμακοποιό Ρόμπερτ Γουντ Τζόνσον και τους αδελφούς του Τζέιμς και Έντουαρντ, ειδικευόμενη αρχικά στη δημιουργία αποστειρωμένων χειρουργικών εργαλείων. Το 1894 επεκτάθηκε στην παραγωγή εργαλείων που διευκόλυναν τον τοκετό και έριξε στην αγορά ένα από τα πιο πετυχημένα προϊόντα της, την πούδρα για μωρά. Φρόντισε να εξαγοράσει τη μονάδα προϊόντων υγιεινής της Pfizer, την πρώην Warner – Lambert με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε τεράστια δύναμη όσον αφορά το χώρο των προϊόντων περιποίησης. Σήμερα έχει φθάσει στο σημείο να κατέχει 275 θυγατρικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε πάνω από 60 χώρες.
Τα κεντρικά γραφεία της Johnson & Johnson βρίσκονται στο Νιου Μπράνσγουικ του Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ ενώ το τμήμα καταναλωτών εδρεύει στο Σκίλμαν της ίδιας πολιτείας. Μεταξύ άλλων, έχει στην κατοχή της πολλά γνωστά οικιακά φαρμακευτικά προϊόντα και είδη πρώτων βοηθειών, όπως είναι οι επίδεσμοι Band-Aid, τα φάρμακα Tylenol, τα προϊόντα Johnson’s Baby, τα καλλυντικά Neutrogena, το προϊόν Clean & Clear και οι φακούς επαφής Acuvue.
Το εμβόλιο κατά του κορονοϊού αναπτύχθηκε από την Janssen Pharmaceutica (την οποία είχε φροντίσει να εξαγοράσει από το 1961) στο Λάιντεν της Ολλανδίας, σε συνεργασία με το ισραηλινό Beth Israel Deaconess Medical Center. Το παρασκεύασμα φέρει την ονομασία «Janssen COVID-19 Vaccine» και χρησιμοποιεί σαν ιικό φορέα έναν ανθρώπινο αδενοϊό. Το εμβόλιο βασίζεται σε έναν ανθρώπινο αδενοϊό που έχει τροποποιηθεί ώστε να περιέχει το γονίδιο για την παραγωγή της πρωτεϊνικής ακίδας του κορονοϊού που προκαλεί την λοίμωξη Covid-19. Ο αδενοϊός που χρησιμοποιείται δεν έχει την δυνατότητα να πολλαπλασιαστεί και δεν προκαλεί κάποια λοίμωξη ενώ πέραν του γεγονότος ότι απαιτείται μια μόνο δόση, στα θετικά του συγκαταλέγεται η χαμηλή τιμή του και το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να αποθηκευτεί σε βαθιά κατάψυξη.
Σχεδόν όλες οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν και τα μελανά τους σημεία. Όσον αφορά την Johnson & Johnson διαπιστώθηκε σε δοκιμές που έγιναν σε δείγματα βρεφικής πούδρας (ταλκ) από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων, ότι υπήρχαν ίχνη αμιάντου. Ακολούθησαν περίπου 19.000 μηνύσεις κατά της εταιρείας με το αιτιολογικό ότι η παρουσία του αμιάντου συνδέεται με την εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών και κακοήθους μεσοθηλιώματος. Μάλιστα τον Φεβρουάριο του 2016 διατάχθηκε να καταβάλει αποζημίωση 72 εκατομμυρίων δολαρίων στην οικογένεια της Jacqueline Fox, μιας 62χρονης γυναίκας που πέθανε από καρκίνο των ωοθηκών το 2015, με την εταιρεία να δηλώνει ότι θα ασκήσει έφεση.