Για τη σαλμονέλα που οδήγησε στο νοσοκομείο πάνω από 100 άτομα στη Μαγνησία μίλησε το πρωί της Τρίτης 4/6 η παθολόγος και καθηγήτρια Επιδημιολογίας, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «είναι ένα βακτήριο το οποίο είναι αρκετά παθογόνο είτε προκαλεί μία ελαφριά ασθένεια, τη μη τυφοειδή σαλμονέλλωση, είτε τον τυφοειδή πυρετό, που είναι ένα βαρύτερο νόσημα και μπορεί να προσβάλλει και να προκαλεί προβλήματα όχι μόνο από την κοιλιακή χώρα αλλά και από άλλα όργανα».

«Αυτή τη στιγμή αυτοί που δυσανάλογα πλήττονται είναι οι ηλικιωμένοι, τα άτομα που έχουν κάποιες συννοσηρότητες και μπορούν πιο εύκολα να αφυδατωθούν ή να δημιουργηθεί πρόβλημα στο νόσημα που έχουν π.χ. αιματολογική κακοήθεια, κακοήθεια συμπαγών οργάνων, καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη και άλλα, και τα άτομα μικρής ηλικίας, τα παιδιά και οι εγκυμονούσες. Αυτά τα άτομα να προσέχουν ακόμη περισσότερο και πολύ σωστά με την εμφάνιση των συμπτωμάτων να πηγαίνουν σε παιδίατρο ή παθολόγο ή στα εξωτερικά ιατρεία, έτσι ώστε να λαμβάνουν τις πρώτες βοήθειες», υπογράμμισε μιλώντας στο ΕΡΤΝews και την εκπομπή «Συνδέσεις».

«Υπάρχει αντιβίωση η οποία δίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις βαρύτερες περιπτώσεις, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν μεγαλύτερες επιπλοκές της νόσου, που μπορεί να είναι πολύ σπάνια οστεομυελίτιδα, μηνιγγίτιδα, σπληνομεγαλία, εντερική αιμορραγία και μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις κινδυνεύει η ζωή του ατόμου», επεσήμανε η παθολόγος και καθηγήτρια Επιδημιολογίας.

Σχετικά με το πόσο μπορεί να επιβιώσει μέσα στο νερό η σαλμονέλα η κα Ψαλτοπούλου απάντησε «μπορεί να επιβιώσει και γι’ αυτό γίνονται υπερχλωριώσεις. Βεβαίως, το σωστότερο είναι να βρεθεί η αιτία και να σταματήσει αυτή η αιτία, αλλά χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση, όπως λέμε υπερχλωρίωση, έτσι ώστε να μειωθεί η συγκέντρωση και της σαλμονέλλωσης και της σαλμονέλας, αλλά και κολοβακτηριδίων και άλλων βακτηριδίων που μπορεί να κυκλοφορούν στο νερό κάτω από αυτές τις δόσεις, έτσι ώστε να είναι πόσιμο. Αυτή τη στιγμή είτε λόγω κολοβακτηριδίων είτε λόγω σαλμονέλας μπορεί να μην είναι πόσιμο, όπως μας αναφέρει και ο ΕΟΔΥ και οι σχετικοί φορείς, και μπορεί να χρειαστεί είτε λιγότερο είτε περισσότερο καιρό για να μπορέσει να αλλάξει».