Η αναδοχή παιδιών είναι ένα θέμα ταμπού στην Ελλάδα. Τα «αόρατα παιδιά» των ιδρυμάτων περνούν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους μέσα σε ιδιωτικά ή δημόσια κέντρα, περιμένοντας έναν άνθρωπο που θα τα πάρει μαζί του και θα τους χαρίσει ό,τι δεν είναι σε θέση να τους δώσει η βιολογική τους οικογένεια.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε θέματα οργάνωσης και ακριβής καταγραφής των παιδιών που είναι υποψήφια για αναδοχή, είναι γνωστά σε όσους ασχολούνται με το θέμα. Όμως, για να δοθεί περισσότερη σημασία σε αυτά τα παιδιά, είναι ανάγκη να ευαισθητοποιηθεί όλο το κοινό, ώστε να δράσει για τα παιδιά των ιδρυμάτων.
Το Newsbeast βρέθηκε στην 4η Ημερίδα Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τα Δικαιώματα των Παιδιών που ζουν σε Ιδρύματα, την Αναδοχή και την Υιοθεσία τους. Συνομιλώντας με δύο γυναίκες που δίνουν ό,τι μπορούν για να εισακουστούν και να αλλάξουν την κατάσταση της αναδοχής στην Ελλάδα, γίνεται αντιληπτό το ότι πρέπει να γίνουν πολλά, ώστε να έχουν αυτά τα παιδιά ένα καλύτερο μέλλον. Η κυρία Ελένη Γεώργαρου, πρόεδρος του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών, και η κυρία Βάνα Μαρκετάκη, υπεύθυνη στρατηγικού σχεδιασμού και Διευθύντρια του Σωματείου ΕΛΙΖΑ, μίλησαν στο Newsbeast και αναφέρθηκαν σε όλες τις παθογένειες του ελληνικού συστήματος αναδοχής παιδιού, ενώ, μεταξύ άλλων, τόνισαν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς, όσο και τα παιδιά.
– Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχετε, πόσα είναι τα αόρατα παιδιά;
Ελένη Γεώργαρου: Στοιχεία δεν υπάρχουν. Θεωρούμε ότι υπάρχουν περίπου 2.500 παιδιά στα ιδρύματα, είναι, όμως, και τα παιδιά όλων των φορέων παιδικής προστασίας, γιατί τα ιδρύματα δεν εποπτεύονται μόνο από Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αλλά υπάρχουν δομές που εποπτεύονται και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Εικάζουμε ότι ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι 1.500. Όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία.
– Κατά καιρούς, έχετε εκφράσει την άποψη ότι «τα ιδρύματα δεν θέλουν να αδειάσουν από παιδιά, γιατί φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους». Αφενός πιστεύετε ότι ισχύει ακόμα κάτι τέτοιο; Και αφετέρου, η περίοδος πανδημίας, θεωρείτε ότι δυνάμωσε αυτή την πρακτική, εφόσον υπάρχει;
Ελένη Γεώργαρου: Πράγματι, υπάρχει μία αντίσταση των εργαζομένων σε δομές παιδικής προστασίας σε μία εναλλαγή του μοντέλου. Ωστόσο, δεν είναι οι εργαζόμενοι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ένα σύστημα που απαρτίζεται από τις διοικήσεις αυτών των φορέων. Το να έχεις ένα ίδρυμα, αποφέρει πολλά οφέλη. Αποφέρει οικονομικά οφέλη, αποφέρει επιρροή, αποφέρει δημοσιότητα και μία σειρά άλλα πράγματα, τα οποία τα καρπώνονται, ουσιαστικά, οι διοικήσεις και οι ιδρυτές των φορέων αυτών. Βεβαίως, και οι εργαζόμενοι έχουν τις αντιρρήσεις τους, γιατί κανείς δεν τους εξήγησε ότι αν αλλάξει αυτό το σύστημα, δεν πρόκειται να χάσουν τις δουλειές τους. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούν να ενταχθούν στο Νέο Πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος παιδικής προστασίας.
– Μιλάμε για αναχρονιστικά ιδρύματα, που λειτουργούν απλώς με το γράμμα του νόμου, ενδεχομένως, για να μην υποστούν κάποιες κυρώσεις; Το σύστημα είναι τόσο προβληματικό;
Ελένη Γεώργαρου: Καταρχήν, δεν λειτουργούν όλα τα ιδρύματα με τον ίδιο τρόπο. Διαφορετικά λειτουργούν τα δημόσια, διαφορετικά τα ιδιωτικά και διαφορετικά τα θρησκευτικά ιδρύματα. Με την έννοια του αναχρονισμού, όπως το έχουμε στο μυαλό μας, θα λέγαμε ότι απολύτως λειτουργούν έτσι τα θρησκευτικά ιδρύματα. Οι ιδιωτικές δομές παιδικής προστασίας παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις, υπάρχουν κάποιες που έχουν ένα πιο σύγχρονο παιδαγωγικό πλαίσιο και κάποιες που έχουν ένα πιο σφιχτό παιδαγωγικό πλαίσιο. Εκείνο, όμως, που μας διαφεύγει, είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε πώς ασκείται η πολιτική του κάθε φορέα. Για παράδειγμα, με αφορμή τα όσα ειπώθηκαν σχετικά με την «Κιβωτό του Κόσμου», μέχρι να προκύψουν όλες αυτές οι καταγγελίες, ξέραμε ότι ο συγκεκριμένος φορέας λειτουργούσε με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ο πατέρας Αντώνιος είχε μεγάλη πρόσβαση στην τηλεόραση, πάρα πολλά χρήματα, πάρα πολλές επιχορηγήσεις, πάρα πολλά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς ποτέ, όμως, να ελεγχθούν και χωρίς ποτέ να ζητηθεί από κάποιον μία αξιολόγηση, που θα βασίζεται στην πραγματικότητα. Δηλαδή δεν υπάρχουν αξιολογητές, που αξιολογητής είναι ο κοινωνικός σύνδεσμος της κάθε περιφέρειας. Οι περιφέρειες δεν έχουν φροντίσει να έχουν επαρκείς και εκπαιδευμένους κοινωνικούς συμβούλους, για να κάνουν τους ελέγχους. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πηγαίνουν τυπικά να βλέπουν τον υπάλληλο του ιδρύματος ή το διοικητικό συμβούλιο. Θα έπρεπε να βλέπουν τα παιδιά, θα έπρεπε να πηγαίνουν απροειδοποίητα, θα έπρεπε να πηγαίνουν το πρωί και το βράδυ.
Η πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να διασφαλίσει τα συμφέροντα των παιδιών, είτε με εποπτεία, είτε με υποστήριξη, είτε με τον καθορισμό των προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας. Σώζεται η κατάσταση αν υποβάλλουμε προϋποθέσεις στα ιδιωτικά ιδρύματα; Με τα δημόσια τι γίνεται;
– Κυρία Μαρκετάκη, χαρακτηρίζεται την κατάσταση στην Ελλάδα χειρότερη από αυτήν σε κράτη που θεωρούνται τριτοκοσμικά.
Βάνα Μαρκετάκη: Η κατάσταση είναι χειρότερη στην Ελλάδα, γιατί, παραδείγματος χάρη, στην Ουγκάντα και την Κένυα έχουν ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις και, κυρίως, αυτό που με συγκινεί, είναι ότι παραιτήθηκαν άνθρωποι της κοινωνικής πρόνοιας, γιατί δεν εφαρμόζονταν σωστά οι εναλλακτικές λύσεις. Δηλαδή η αναδοχή και η στήριξη της βιολογικής οικογένειας. Δεν γίνεται όσοι έχουν ίδρυμα, να μην προσπαθούν να συνενώσουν τους γονείς με τα παιδιά, ώστε κάποια στιγμή αυτά να επιστρέψουν στις βιολογικές τους οικογένειες, αλλά να τα κρατάς. Για το ίδρυμα, ένα παιδί είναι εισόδημα. Είναι «κεφαλές σε φάρμα».
– Στις δράσεις σας και στην τελευταία σας ημερίδα, έχετε αρωγό την πολιτεία; Ήρθε κάποιο πολιτικό πρόσωπο από μόνο του;
Ελένη Γεώργαρου: Όχι μόνο δεν έχουμε αρωγό την πολιτεία, αλλά, δυστυχώς, μας βλέπουν σαν να είμαστε απέναντι. Για παράδειγμα, βγάλαμε ένα spot για τα παιδιά των ιδρυμάτων, ώστε να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος και να παιχτεί δωρεάν στην τηλεόραση και το έστειλα στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Ξέρετε ότι παίζουν εκατοντάδες κοινωνικά μηνύματα στην τηλεόραση. Περίμενα μια θετική απάντηση, αλλά μου είπαν «δεν μπορούμε να το βάλουμε να παίξει, γιατί δεν καταλάβαμε τι είστε και τι κάνετε». «Μα, σας έστειλα καταστατικό. Δεν είδατε τι είμαστε;» τους είπα και μου απάντησαν «δεν μπορώ να σας πω, γιατί μπορεί να εκτεθούμε». Αυτή ήταν η απάντηση.
Η πολιτεία δεν μας πρόσφερε ούτε το ελάχιστο δωρεάν τηλεοπτικού χρόνου, στις 3:00 ή 5:00 το πρωί. Η αλήθεια είναι ότι στεκόμαστε απέναντί τους, αλλά με διαφορετική έννοια. Δεν μπορούμε να αναπαράγουμε ψέματα, δεν μπορούμε να στηρίζουμε τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές και να πείθουμε την κοινωνία ότι όλα βαίνουν καλώς, γιατί δεν βαίνουν καλώς. Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις δεν θέλουν αντίλογο.
– Γιατί θεωρείτε πως γίνεται αυτό;
Ελένη Γεώργαρου: Υπάρχουν τρομερές αλληλεπιδράσεις και διακινούνται πολλά χρήματα. Δεν σας ξαφνιάζει γιατί γίνονταν τόσοι τηλεμαραθώνιοι και συγκεντρώνονταν τόσα χρήματα; Ακόμα και πολιτικά, έχει σημασία εάν ο Α ή Β ιδρυτής ιδρύματος και πρόεδρος ιδρύματος στηρίζει πολιτικά κάποιους. Όλα έχουν τη σημασία τους. Και η κοινωνική πολιτική είναι ψήφοι. Επομένως, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δημοφιλία και την ψηφοθηρία, παρά για το να αφήσουν ένα έργο και αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο.
Βάνα Μαρκετάκη: Είναι και βολικό. Αν μιλάμε για 1.500 – 2.500 παιδιά, καταλαβαίνετε πως αυτά τα παιδιά είναι κλεισμένα κάπου και όχι έξω στον δρόμο. Για παράδειγμα, φανταστείτε τα να κάθονται στην πλατεία Συντάγματος και να μας κοιτάνε. Κάτι θα πρέπει να κάνουν για αυτά. Όσο είναι χωμένα εκεί, τους βολεύει και δεν χρειάζεται κανείς να κάνει τίποτα για αυτά.
– Η πρότασή σας, από την κάθε πλευρά, ποια είναι; Τι θα μπορούσε, πραγματικά, να ταρακουνήσει θετικά τον χώρο και πραγματικά να αλλάξει κάτι για τα παιδιά;
Ελένη Γεώργαρου: Κάποτε η Ελλάδα θα πρέπει να φτιάξει Υπουργείο Οικογένειας και Παιδιού. Είμαστε από τις χώρες με το πιο σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα στην Ευρώπη και δεν έχουμε αυτοτελές Υπουργείο Οικογένειας και Παιδιού. Έχουμε Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, δύο τομείς εντελώς ξένους μεταξύ τους. Πρέπει να κάνουμε μια συνολική πολιτική για την οικογένεια και το παιδί. Η Πρόνοια δεν αφορά μόνο τους ανήμπορους και τους φτωχούς. Ένα μεγάλο μέρος της κακοποίησης στα παιδιά, βρίσκεται σε οικογένειες με καλή οικονομική κατάσταση. Η κακοποίηση δεν είναι θέμα που αφορά αναγκαστικά την Πρόνοια. Αφορά μια πολιτική για την οικογένεια, συνολικά.
Πρέπει ο καινούργιος Υφυπουργός να βγάλει τις κομματικές παρωπίδες και να καλέσει τους ανθρώπους που, πραγματικά, έχουν σχέση με το αντικείμενο της παιδικής προστασίας, την Ένωση Περιφερειών και την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων και να δούμε όλοι μαζί ποιες μεταρρυθμίσεις μπορούμε να κάνουμε.
Βγάζουμε τις κομματικές παρωπίδες, κοιτάμε τι μπορούμε να αξιοποιήσουμε από Ευρωπαϊκούς Πόρους και, αν χρειάζεται, τα επενδύουμε σε ανθρώπινο δυναμικό. Κάθε δήμος πρέπει να έχει κοινωνική υπηρεσία. Θέλουμε ένα σύστημα, όπου όλα τα ζητήματα οικογένειας και παιδικής προστασίας θα μπορούν να λυθούν από τον τοπικό Δήμο. Αυτά είναι θέματα πολιτικής βούλησης. Αλλά, κυρίως, πρέπει να σταματήσουν να δουλεύουν με τους ημέτερους. Δεν προσφέρουν τίποτα.
Βάνα Μαρκετάκη: Σίγουρα, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι θα ήταν η σωστή ενημέρωση του τι σημαίνει αναδοχή και η πραγματική εικόνα του τι είναι ανάδοχος γονέας. Ανάδοχος γονέας είναι ένας άνθρωπος, που μπορεί να έχει ή να μην έχει παιδιά, και θέλει να προσφέρει σε ένα παιδί, έχοντας γνώση πως αυτό το παιδί, ενδεχομένως, θα επιστρέψει στη βιολογική του οικογένεια. Ίσως, όμως, και όχι. Είναι ένας άνθρωπος που θα φιλοξενήσει και θα αγκαλιάσει ένα παιδί. Υπάρχουν και διάφορες μορφές αναδοχής. Πρέπει να υπάρχει οικονομική ενίσχυση στον ανάδοχο γονέα. Θέλει στήριξη αυτός ο άνθρωπος αλλά και δικτύωση με άλλους ανάδοχους γονείς, όπως γίνεται σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όπου ο ένας ανάδοχος στηρίζει τον άλλο.
– Βάσει των στοιχείων που έχετε στη διάθεσή σας, ποιος είναι ο αριθμός των παιδιών που είναι διαθέσιμα προς αναδοχή και πόσοι είναι οι υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς;
Ελένη Γεώργαρου: Μπορούμε να σας πούμε μόνο με βάση τα στοιχεία που δίνει το Υπουργείο, τα οποία δεν μας τα δίνει μέσα από τα μητρώα, ώστε να μπορούμε να τα ελέγξουμε. Παραδείγματος χάρη, ξέρουμε ότι υπάρχουν 100 αιτήσεις αναδοχών και υπάρχουν 500 παιδιά προς αναδοχή. Εκείνο που χοντρικά ξέρουμε, είναι ότι οι αιτήσεις για καθαρή αναδοχή, δηλαδή άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ότι «εγώ θα πάρω ένα παιδί να το βοηθήσω για όσο με έχει ανάγκη, μετά θα βοηθήσω να πάει εκεί που πρέπει να πάει», είναι ελάχιστες. Δεν υπάρχει καμία αίτηση για παιδιά με αναπηρίες, καμία για παιδιά που έχουν ζητήματα ψυχοκοινωνικής δυσκολίας, καμία για παιδιά που έχουν κάποια χρόνια νόσο.
Αν το συνδυάσουμε με το γεγονός ότι οι εποπτεύοντες φορείς, που είναι οι περιφέρειες και τα κέντρα κοινωνικής μέριμνας δεν μπορούν και δεν έχουν χρόνο να εποπτεύσουν τις συμβατικές ανάδοχες, καταλαβαίνετε τι θα γίνει για τα παιδιά με αναπηρίες, όπου μπορεί το χρήμα να είναι το πρώτο κίνητρο για κάποιον.
Βάνα Μαρκετάκη: Θα έλεγε κανείς πως είναι 30 οικογένειες που θέλουν να γίνουν ανάδοχες για 700 παιδιά που είναι για αναδοχή, και 700 οικογένειες που θέλουν να υιοθετήσουν για 30 παιδιά που είναι για υιοθεσία. Για να πηγαίνει ένα παιδί προς υιοθεσία, σημαίνει πως δεν έχει γονείς. Το 18% δεν έχουν γονείς. Αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν υπάρχουν success stories εδώ. Είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε. Είχα μία φίλη 28 χρονών, λογοθεραπεύτρια, που γνώρισε στο ίδρυμα ένα κωφάλαλο παιδί. Τον αγάπησε και την αγάπησε, δύο ετών ο μικρός, τότε. Μέχρι τα πέντε του, πάλευε για να τον πάρει ως ανάδοχη μητέρα. Έφτασε στο σημείο να βάλει πολιτικό μέσο, της λέγαν «τι το θες το κουφό; Πάρε ένα άλλο». Τελικά, το πήρε.
– Από την ώρα που ένα παιδί φιλοξενηθεί σε ίδρυμα και είναι υποψήφιοι για αναδοχή, κατά μέσο όρο, ποιο είναι το χρονικό διάστημα για να βρει μία οικογένεια;
Ελένη Γεώργαρου: Είναι πολύ σχετικό, θα έλεγα από 6 μήνες μέχρι 2 χρόνια. Αυτό σχετίζεται με το εάν ένα παιδί είναι θελκτικό και γοητευτικό προς αναδοχή. Μικρό, χωρίς προβλήματα, γιατί οι ανάδοχοι γονείς φοβούνται να πάρουν κακοποιημένα παιδιά για αναδοχή. Όταν αφαιρείς το παιδί από τη βιολογική του οικογένεια και έχει ένα σωρό τραύματα, παρεμβαίνει το κοινωνικό κράτος στη θεραπεία του και στη συνέχεια στην αναδοχή του. Το τραγικό γεγονός είναι πως έρχονται τα παιδιά στο ίδρυμα, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ασχολείται κανείς με το θεραπευτικό κομμάτι, δεν ενημερώνουν καν τους αναδόχους για τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν και τα προβλήματα προκύπτουν στους αναδόχους. Εάν μπορούν να τα διαχειριστούν, έχει καλώς, αν δεν μπορούν, τα επιστρέφουν.
Ένα πολύ σοβαρό ζήτημα των καθυστερήσεων και αυτό που συμβαίνει και με τα βρέφη, είναι πως δεν λύνονται εύκολα τα νομικά ζητήματα του παιδιού. Δηλαδή, δεν απελευθερώνεται νομικά ένα παιδί, για να πάει σε υιοθεσία. Για αυτό και, πρακτικά, οι εισαγγελείς δίνουν πρώτα σε αναδοχή τα βρέφη, μέχρι να τακτοποιηθεί η νομική κατάσταση, δηλαδή να αφαιρεθεί από τους γονείς η γονική μέριμνα ή η επιμέλεια, για να μπορούν, στην συνέχεια, να υιοθετηθούν.
– Ποια είναι τα κριτήρια που ορίζουν αν ένας γονέας είναι κατάλληλος να γίνει ανάδοχος;
Ελένη Γεώργαρου: Υπάρχουν τα τυπικά και τα ουσιαστικά κριτήρια. Θα πρέπει να είναι πάνω ηλικίας μεταξύ 25 – 75 ετών, και θα πρέπει να υπάρχει μια διαφορά με το παιδί 18 έως 60 χρόνια. Από εκεί και πέρα, δεν πρέπει να έχουνε παθολογική νόσο, δεν πρέπει να πάσχουν από λοιμώδη νοσήματα, δεν πρέπει να έχουν τυπικές παθήσεις, δεν πρέπει να έχουν τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, πρέπει να έχουν τα οικονομικά μέσα να μεγαλώσουν το παιδί.
Αφού ελεγχθούν τα τυπικά κριτήρια, στη συνέχεια ακολουθεί η κοινωνική έρευνα, δηλαδή ο κοινωνικός λειτουργός, με μία διαδικασία 3-4 συναντήσεων, μπορεί να κρίνει αν κάποιος είναι κατάλληλος για ανάδοχος γονέας, και στη συνέχεια οι άνθρωποι αυτοί παρακολουθούν κάποια ειδικά σεμινάρια εκπαίδευσης 30 ωρών και εγγράφονται στο Ειδικά Μητρώα Αναδόχων.
Όμως, όταν έρθει η σύνδεση με ένα παιδί, ενώ μπορεί κάποιος σε γενικές γραμμές να είναι εξαιρετικός, όταν συνδεθεί με το παιδί, δεν ξέρουμε αν θα μπορεί να το φροντίσει ή αν έχει τις προϋποθέσεις για το συγκεκριμένο παιδί. Δυστυχώς, έχουμε αυτό το παράλογο σύστημα της ηλεκτρονικής διασύνδεσης. Δεν δουλεύει ο δήμος γνωρίζοντας την ανάδοχη οικογένεια του παιδιού, ώστε να κατανέμει σωστά τα παιδιά σε ανάδοχες οικογένειες, ή σκεπτόμενοι ότι «αυτό το προφίλ ταιριάζει εκεί». Αυτό γίνεται ψυχρά, στην τύχη. Μπαίνει κάποιος στο μητρώο. Αυτό θέλει αναθεώρηση. Το χειρότερο, όμως, είναι πως το σύστημα μπορεί να πάρει ένα παιδί από την Αθήνα και να το στείλει στην Αλεξανδρούπολη. Έτσι, το παιδί αποκόπτεται από το όποιο κοινωνικό περιβάλλον είχε, καθώς τα παιδιά στις πόλεις τους έχουν κάποιον δάσκαλο, έναν γείτονα ή έναν συγγενή. Ξαφνικά παίρνουν τα παιδιά από ένα μέρος και θα πάνε 500 χιλιόμετρα μακριά και λένε «κάνουμε αναδοχή προς το συμφέρον του παιδιού». Εδώ και δύο χρόνια ζητάμε να διορθωθεί και μας λένε «δεν μπορεί η πλατφόρμα».
– Μπορεί ένα άτομο, μόνο του, να γίνει ανάδοχος γονέας;
Ελένη Γεώργαρου: Βεβαίως, υπάρχει η δυνατότητα κάποιος να γίνει και μόνος του ανάδοχος γονέας, με τις ίδιες προϋποθέσεις. Επίσης, και ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί να γίνει ανάδοχο σε κάποιο παιδί, καθώς το επιτρέπει ο νόμος.
– Υπάρχουν όροι προς τους ανάδοχους γονείς, για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στα παιδιά;
Ελένη Γεώργαρου: Στους ανάδοχους γονείς γίνονται σεμινάρια 30 ωρών από τους εποπτεύοντες φορείς, όπου αναφέρονται διάφορα, όπως κάποιες δυσκολίες που μπορεί να έχουν τα παιδιά. Οι ανάδοχοι γονείς πρέπει να έχουν πάντα στη διάθεσή τους κοινωνικό λειτουργό, ενδεχομένως και κάποιον ψυχολόγο, που θα τους βοηθήσει. Θα πάρουν τις αρχικές οδηγίες, με βάση τις ανάγκες του συγκεκριμένου παιδιού, και στη συνέχεια, με τις επισκέψεις που κάνει ο κοινωνικός λειτουργός και την εποπτεία, συμβουλεύονται διαρκώς. Οι επισκέψεις των κοινωνικών λειτουργών είναι, υποχρεωτικά, μία φορά τον μήνα. Εκτός και αν υπάρχουν προβλήματα, οπότε πηγαίνει πιο τακτικά.
– Πόσο καιρό μπορεί να κρατήσει μια αναδοχή;
Ελένη Γεώργαρου: Μπορεί να κρατήσει από 1 μήνα μέχρι 18 χρόνια, μέχρι να ενηλικιωθεί το παιδί και μερικές φορές και μετά την ενηλικίωσή του. Το ανώτατο όριο είναι 26 για ένα παιδί, εφόσον σπουδάζει ή κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Συνήθως, όμως, λένε ότι η αναδοχή είναι ένα μεταβατικό στάδιο, το παιδί δεν πρέπει να μένει σε μία αβεβαιότητα, γιατί το παιδί που είναι σε αναδοχή δεν έχει το επώνυμο του γονιού του. Είναι πάντα ένα διαφορετικό κομμάτι της οικογένειας. Έχουμε και περιπτώσεις βιολογικών γονέων, οι οποίοι έχουν μια πρόσκαιρη δυσκολία και δεν μπορούν να μεγαλώσουν το παιδί τους. Εκεί δεν είναι σκόπιμο να διακοπούν οι συναισθηματικές σχέσεις. Τότε το παιδί μένει σε καθεστώς μακροχρόνιας αναδοχής. Συνήθως, δεν είναι τέτοια παιδιά και προτείνουμε μετά τα 2 χρόνια αναδοχής, το παιδί να υιοθετηθεί από την ανάδοχη οικογένεια και να ενταχθεί στην οικογένεια ως κανονικό μέλος. Αυτό το ζητούν και τα ίδια τα παιδιά.
– Οι διαδικασίες ώστε η αναδοχή να γίνει υιοθεσία ξεκινούν από την αρχή;
Ελένη Γεώργαρου: Σε κάποιες ναι, ξεκινά από την αρχή. Στα οργανωμένα κέντρα κοινωνικής πρόνοιας, όπου οι άνθρωποι εκεί δεν σταμάτησαν ποτέ να δουλεύουν τον θεσμό, ξέρουν από την αρχή ποιο παιδί θα κατευθυνθεί προς υιοθεσία. Προσωρινά το παιδί πηγαίνει σε αναδοχή, αλλά με σκοπό την υιοθεσία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τα παιδιά τοποθετούνται ως παιδιά σε αναδοχή και φαίνεται, στην πορεία, πως το παιδί δεν θα φύγει ποτέ από την ανάδοχη οικογένεια και οι ίδιοι οι ανάδοχοι γονείς έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την υιοθεσία των παιδιών ή να πάρουν την επιμέλεια.
Στην αναδοχή, υπάρχει ένα οξύμωρο σχήμα. Ζητάμε από τον ανάδοχο να πάρει ένα παιδί, να το αγαπήσει και να το φροντίσει σαν δικό του, και μετά του λέμε πως σε λίγο καιρό θα μας το επιστρέψει. Αλλά αυτό για να γίνει, πρέπει να είναι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ας μην ρίχνουμε την μπάλα στους πολίτες.