Ο θρύλος θέλει την Επανάσταση του 1821 να ξεκινάει ανήμερα της 25ης Μαρτίου από το γραφικό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων, ένα από τα αρχαιότερα και ομορφότερα του ελλαδικού χώρου, με την ύψωση του ιερού λαβάρου από τα στιβαρά χέρια του 50χρονου μητροπολίτη Παλαιών Πατρών, Γερμανού του Γ’. Μάλιστα, η συγκεκριμένη ιστορία για τον τρόπο που ξεσηκώθηκε το Γένος διδασκόταν ως απτό γεγονός μέχρι το 1982 στα σχολεία, αλλά πλέον έχει απαλειφθεί από τα σχετικά εγχειρίδια καθώς δεν συνέβη πραγματικά, αλλά αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του ο Γάλλου διπλωμάτη εκείνης της εποχής, Φρανσουά Πουκεβίλ.
Όλα είχαν ξεκινήσει λίγες ημέρες νωρίτερα, πάλι όμως στην Αγία Λαύρα
Στην πραγματικότητα, ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1821 στη συγκεκριμένη τοποθεσία δεν συνέβη τίποτα το συνταρακτικό, αφού όλα είχαν ξεκινήσει λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα. Στο εν λόγω μοναστήρι, είχε ληφθεί από τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς η απόφαση για την κατάληψη στις 17 Μαρτίου της πόλης των Καλαβρύτων, του μοναδικού θύλακα Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή μέχρι και την Τρίπολη, πράξη που κατά πολλούς αποτελεί ουσιαστικά και την έναρξη του Αγώνα στην περιοχή.
Ο Παλαιών Πατρών ανήμερα της 25ης Μαρτίου βρίσκεται στην Πάτρα
Τα Καλάβρυτα παραδίδονται αναίμακτα και απελευθερώνονται στις 21 του μηνός. Την ίδια ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι Έλληνες πρόκριτοι, αφού πανηγύρισαν το γεγονός της πρώτης πράξης παράδοσης περιοχής της οθωμανικής επικράτειας στον ελλαδικό χώρο, έφυγαν από το μοναστήρι για να φέρουν εις πέρας τις επόμενες αποστολές που είχαν ορίσει. Ειδικότερα, ο κραταιός μητροπολίτης μαζί με τον αγωνιστή Ανδρέα Ζαΐμη, που αργότερα θα γινόταν πρόεδρος του Εκτελεστικού (αξίωμα αντίστοιχο με του σημερινού πρωθυπουργού), κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα, στα Νεζερά, και στις 24 ή τις 25 Μαρτίου (οι γνώμες διίστανται) εισήλθαν στην πόλη.
Πώς επελέγη για φλάμπουρο το λάβαρο της μονής
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για να καταδειχθεί η κατάληψη των Καλαβρύτων, καθίστατο αναγκαίο να υψωθεί ένα φλάμπουρο. Το πλέον πρόσφορο ήταν το πολύτιμο χρυσοκέντητο λάβαρο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που φυλασσόταν από το 1737 στο μοναστήρι. Είχε φιλοτεχνηθεί τον 16ο αιώνα στη Σμύρνη και καθίστατο ιδανικό για την περίσταση, αφού δεν αντιπροσώπευε κάποια από τις διαφιλονικούμενες οικογένειες των προκρίτων (υπήρχαν μέχρι και δολοφονίες μεταξύ τους) όπως συνέβη σε άλλες περιοχές, ενώ παράλληλα αποτελούσε και ένα ξεκάθαρο θρησκευτικό σύμβολο.
Συνυφασμένη η Επανάσταση με τη θρησκεία
Γενικότερα θα λέγαμε ότι η Επανάσταση του 1821 είναι συνυφασμένη με τη θρησκεία και όχι μονάχα σε επίπεδο συμβολισμών αφού δεν υπήρχε σχεδόν σε καμία περιοχή τοπική σημαία που να μην έχει επάνω το σταυρό. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως «όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την Επανάσταση, έπεσε σαν… βροχή σε όλους μας, η επιθυμία της λευτεριάς. Όλοι, συμφωνήσαμε στον κοινό σκοπό: Κληρικοί, προεστοί, καπεταναίοι, πεπαιδευμένοι, έμποροι, μικροί και μεγάλοι».
Παρατηρούμε λοιπόν ότι αυτούς που βάζει μπροστά απ’ όλους ο αρχιστράτηγος είναι τους ιερείς και προφανώς δεν το κάνει τυχαία, καθώς η Εκκλησία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ο οποίος είναι πολυσυζητημένος με ένα τμήμα των πολιτών να υποστηρίζει ότι λειτούργησε ανασταλτικά στον Αγώνα και ένα άλλο να πιστεύει ότι οι ρασοφόροι ήταν μπροστάρηδες στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο που ξέσπασε πριν από δύο αιώνες. Και οι δύο πλευρές έχουν τα επιχειρήματά τους. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Δεν ήταν αρχικά αντίθετη ο Ορθόδοξη Εκκλησία στον Διαφωτισμό
Καταρχάς, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν αντίθεση στον Διαφωτισμό. Μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, ακόμη και μέχρι το 1793 θα λέγαμε, δεν αντιστάθηκε στη χειραφέτηση του ανθρώπινου πνεύματος και στην κρίση βάσει του ορθού λόγου. Τουναντίον. Επειδή σε όλο τον 18ο αιώνα, έχοντας επίγνωση της ποιμαντικής της αποστολής που οξυνόταν με την εμφάνιση εξισλαμισμών στα Βαλκάνια (σ.σ. όχι πάντοτε βίαιων), αισθανόταν την ανάγκη να ενισχύσει την παιδεία του ποιμνίου, προκειμένου να περισταλούν. Έτσι, έστειλε χαρισματικές προσωπικότητες, όπως τον (μετέπειτα άγιο) Κοσμά τον Αιτωλό (1714 – 1779) να κηρύξουν τον χριστιανισμό στην κεντρική και νότια Βαλκανική.
«Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»
Το Φεβρουάριο του 1821 ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ως επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας (της οποίας ένας σημαντικός αριθμός κληρικών έχει φροντίσει να γίνει μέλος της), προχωρά στο επαναστατικό εγχείρημα του Ιάσιου της Μολδαβίας, εκδίδοντας την προκήρυξη με τον εύγλωττο τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Μέσω αυτής καλεί άπαντες σε γενικό ξεσηκωμό. Η πρώτη πρόταση και μόνο του κειμένου των 963 λέξεων που συνέγραψε, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: «Ἡ ὥρα ἦλθεν, ὦ Ἄνδρες Ἕλληνες!».
Ο σουλτάνος απαγχονίζει τον Πατριάρχη ανήμερα του Πάσχα
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, όπως αναφέραμε, ξεσπά η Επανάσταση και στην Πελοπόννησο, που… μέρα με την ημέρα επεκτείνεται και στις υπόλοιπες περιοχές. Τον Απρίλιο ο σουλτάνος αντιδρά. Προχωρά σε αντίποινα, με αποτέλεσμα ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, να συλλάβει μετά τη θεία λειτουργία τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, να τον κηρύξει έκπτωτο, να τον φυλακίσει και το ίδιο κιόλας απόγευμα να τον απαγχονίσει στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου που από τότε παραμένει ερμητικά κλειστή, ως ένδειξη τιμής. Μέχρι και σήμερα, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μπαίνει κανείς μονάχα από τις πλαϊνές πύλες.
«Έργο μιαρό θεοστυγές και ασύνετο» ο ξεσηκωμός του Γένους
Πάμε ξανά λίγες ημέρες πίσω να δούμε τί είχε προηγηθεί. Την 1η Μαρτίου 1821, που φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη τα νέα για τον ξεσηκωμό του Υψηλάντη και των λιγοστών ανδρών του στις Παραδουνάβιες περιοχές, ο Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Γρηγόριος Ε’ συγκαλεί την Ιερά Σύνοδο, προκειμένου να πείσει τον σουλτάνο ότι το Πατριαρχείο παραμένει πιστό στην υποταγή του. Καταδικάζει τις ενέργειες του «αλαζόνα και δοξομανή» Υψηλάντη και χαρακτηρίζει την Επανάσταση «έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον», το οποίο θέλει «νὰ διαταράξωσι τὴν ἄνεσιν καὶ ἡσυχίαν τῶν ὁμογενῶν μας πιστῶν ῥαγιάδων τῆς κραταιᾶς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ἀπολαμβάνουσιν ὑπό τὴν ἀμφιλαφῆ αὐτῆς σκιὰν μὲ τόσα ἐλευθερίας προνόμια, ὅσα δὲν ἀπολαμβάνει ἄλλο ἔθνος ὑποτελὲς καὶ ὑποκείμενον, ζῶντες ἀνενόχλητοι μὲ τάς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των, μὲ τάς περιουσίας καὶ καταστάσεις, καὶ μὲ τὴν ὕπαρξιν τῆς τιμῆς των, καὶ κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὰ προνόμια τῆς θρησκείας, ἥτις διεφυλάχθη καὶ διατηρεῖται ἀσκανδάλιστος μέχρι τῆς σήμερον ἐπὶ ψυχικῇ ἡμῶν σωτηρίᾳ. Ἀντὶ λοιπὸν φιλελευθέρων ἐφάνησαν μισελεύθεροι, καὶ ἀντὶ φιλογενῶν καὶ φιλοθρήσκων ἐφάνησαν μισογενεῖς, μισόθρησκοι καὶ ἀντίθεοι, διοργανίζοντες, φεῦ, οἱ ἀσυνείδητοι μὲ τὰ ἀπονενοημένα κινήματά των τὴν ἀγανάκτησιν τῆς εὐμενοῦς κραταιᾶς βασιλείας ἐναντίον τῶν ὁμογενῶν μας ὑπηκόων τῆς, καὶ σπεύδοντες νὰ ἐπιφέρωσι κοινὸν καὶ γενικὸν τὸν ὄλεθρον ἐναντίον παντὸς τοῦ γένους». Για ποιο λόγο ο Πατριάρχης προχωρά τόσο άμεσα στον αφορισμό;
Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο Πατριάρχης
Στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχε μια θεοκρατική αντίληψη του κράτους. Δεν διαχώριζε τους υπόδουλους λαούς με εθνικά κριτήρια αλλά βάσει θρησκεύματος, οπότε επικεφαλής της κοινότητας (μιλλέτ) των Ελλήνων, αλλά και των Σέρβων, των Βούλγαρων και των Ρουμάνων ορθοδόξων, ήταν ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης. Με άλλα λόγια, ο Πατριάρχης δεν είναι μόνο εκκλησιαστικός ηγέτης (όπως ήταν στο Βυζάντιο), αλλά ουσιαστικά αποτελεί τμήμα του οθωμανικού καθεστώτος, με την έννοια ότι διαθέτει δικαστικές αρμοδιότητες (πχ. σε ζητήματα κληρονομικού Δικαίου, σε ζητήματα γάμων, διαζυγίων και λοιπά, κ.λπ.) και κυρίως, είναι ο υπεύθυνος για την ευταξία του ποιμνίου. Είναι επίσημα αναγνωρισμένος αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης, είναι πασάς δύο ουρών (σ.σ. αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), πολύ υψηλό διοικητικό στέλεχος. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο Μέγας βεζίρης που ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον σουλτάνο, ήταν πασάς τριών ουρών. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ λοιπόν, ως ανώτατος διοικητικός υπάλληλος, μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να αφορίσει την Επανάσταση εκείνη την εποχή; Αυτό είναι το ερώτημα. Σημειωτέον βέβαια ότι ο Γρηγόριος Ε’ ήταν και ένας συντηρητικός ιεράρχης που κατά το παρελθόν είχε κλείσει σχολεία που προωθούσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού στη Σμύρνη και το Αϊβαλή και είχε απαγορεύσει την προώθηση των συγγραμμάτων του Αδαμάντιου Κοραή.
Εξευτελιστικός ο τρόπος θανάτωσης του Γρηγόριου Ε’
Τέλος, να μείνουμε λίγο στον τρόπο θανάτωσης του Οικουμενικού Πατριάρχη, γιατί έχει σημασία. Ο σουλτάνος όταν αποφάσιζε να αφαιρέσει τη ζωή ενός σημαίνοντος προσώπου, έδινε διαταγή να του κόψουν το κεφάλι -έτσι ώστε να είναι ακαριαίος ο θάνατος και να προστατευτεί το κύρος του αξιώματος του θανόντος. Στην περίπτωση του Γρηγόριου του 5ου όμως, δίνει διαταγή να τον κρεμάσουν. Στο ικρίωμα οδηγούνταν όσοι είχαν προβεί σε βαριά ποινικά αδικήματα, καθώς η εκτέλεση με έναν τέτοιο τρόπο είναι πιο επώδυνη. Ενίοτε παραμορφώνεται το πρόσωπο του κρεμασμένου όσο σφίγγει η θηλειά στο λαιμό και πετάγονται τα μάτια, αλλά ας μην μπούμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο σουλτάνος ήθελε να τον ταπεινώσει. Ο απαγχονισμός όμως, αποδείχθηκε τελικά πως ήταν μια πολύ λανθασμένη πολιτική κίνηση εκ μέρους της Υψηλής Πύλης αφού αντί να τρομάξει, διέγειρε τα αισθήματα των Ελλήνων. Αισθάνθηκαν ότι προσβάλλεται η θρησκεία τους.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.