Ο Μάνος Λυγκούνης δεν έχει «τσακωθεί» με την Ελλάδα. Ομως, ούτε εκείνος ήταν αυτό που εκείνη ήθελε, αλλά ούτε κι εκείνη ήταν αυτό που ήθελε εκείνος. Ετσι ένιωθαν από παλιά αρκετοί Ελληνες φοιτητές και όχι μόνον τελευταία, που εκείνη αγκομαχά να παρέχει και τα ελάχιστα στην εκπαίδευση.

Μ’ αυτήν την παραδοχή, μάζεψε τις βαλίτσες του κι έφυγε για σπουδές στο University of California (UCLA). Ηταν το 1988, σε μία κατά τα φαινόμενα «χρυσή εποχή» για τη χώρα μας…

Εφτασε στην Αμερική, όχι με σκοπό ένα «πέρασμα» και την προσθήκη της πανεπιστημιακής της αίγλης στο βιογραφικό του.

«Ηρθα για να μείνω», περιγράφει καθισμένος μπροστά από τον υπολογιστή, στο σπίτι του στην Καλιφόρνια όπου ζει με την οικογένειά του, περισσότερο ως Αμερικανός πολίτης και λιγότερο ως Ελληνας μετανάστης…
«Πήραμε διαζύγιο, δίχως τσακωμούς και δάκρυα. Ισως και ν’ αγαπιόμαστε ακόμη, από μακριά», μου λέει για την Ελλάδα. Η απάντηση μαρτυρεί πως η φυγή ουδέποτε παύει να πονάει…

Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια;
– «Μαγικά. Τότε ανέπνεες ελευθερία. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου άλλαξαν πολλά. Εκλεισαν και τα σύνορα και τα μυαλά. Σαν να γέρασε ένα έθνος, που πριν έσφυζε από νεανικό σφρίγος και αθωότητα».

Τι άποψη έχουν οι Αμερικανοί για εμάς;
– «Ο κόσμος ξέρει τα πολύ βασικά για την οικονομική κατάσταση, μαζί μ’ αυτά και το ότι είμαστε διεφθαρμένοι, ότι δεν πληρώνουμε φόρους, κάτι που δεν το βλέπουν θετικά, αλλά δεν θέλουν να χαθούμε κιόλας! Η Αμερική έχει παρόμοια προβλήματα, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Είναι και το ότι το δολάριο είναι το διεθνές νόμισμα που διευκολύνει την αναβολή της ώρας της κρίσης. Εδώ υπάρχει μια έκφραση γι’ αυτό: kick the can down the road (κλοτσάω το κονσερβοκούτι λίγο πιο πέρα). Στην Ελλάδα το κλοτσούσαν επί 40 χρόνια. Θα ‘χει ενδιαφέρον να δει κανείς τι θα γίνει τώρα. Το μέλλον θα δείξει…».

Παρακμάζει η Αμερική;
– «Ναι και όχι. Το κράτος έχει χρέη, οι αμοιβές είναι στάσιμες, το δολάριο χαμηλά… όλα αυτά κάνουν μία χώρα να έχει λιγότερη βαρύτητα στον υπόλοιπο κόσμο. Ομως, εδώ που βρισκόμαστε μας έφεραν επιλογές που εμείς κάναμε. Κάτι σαν κι αυτό που έγινε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση. Υπάρχει καιρός να αναστρέψουμε αυτές τις επιλογές και μερικές έχουν ήδη αρχίσει να αναστρέφονται».

Εχει υπάρξει δύο φορές άνεργος: «Η πρώτη όταν αποφοίτησα και η δεύτερη όταν χρεοκόπησε η εταιρεία όπου εργαζόμουν. Και τις δύο δεν είχα τι να κάνω τον εαυτό μου. Την πρώτη φορά, ήμουν νέος και το είδα λίγο σαν διακοπές, τη δεύτερη όμως το πήρα πιο βαριά. Συνήλθα και σκέφτηκα: αν βρω μια δουλειά σαν μηχανικός, ίσως να διαρκέσει για ακόμη πέντε χρόνια. Μετά, τέλος; Ετσι αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου».

Τι σου λείπει από την Ελλάδα;
– «Είμαι τυχερός που ζω στην Καλιφόρνια. Ούτε ο ήλιος, ούτε η θάλασσα μου λείπουν. Εχω το μπουζούκι μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου. Μου λείπουν οι παλιοί φίλοι και η παλιά μου οικογένεια…».

Οι συναλλαγές με το Δημόσιο πώς γίνονται στην Αμερική;
– «Συνήθως γίνονται ηλεκτρονικά μία φορά την εβδομάδα ή το μήνα. Το κράτος μπορεί να γίνει μεγάλος μπελάς και οι επαφές μαζί του ανήκουν στην κατηγορία: να βλεπόμαστε σπανίως».

Γιατί σου αρέσει η Αμερική;
– «Οι νόμοι τηρούνται. Οποιοι κι αν είναι αυτοί. Από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά που βλέπει κανείς εδώ».

Η φυγή πονάει
Τι κατάλαβα εγώ από την εξιστόρηση του Μάνου; Πως η ζωή για έναν Ελληνα μετανάστη μπορεί να είναι και ωραία, εάν η νέα πατρίδα είναι περισσότερο συμμαζεμένη από την παλιά. Ομως, το «διαζύγιο» με την παλιά -ακόμη κι αν στα χαρτιά φαντάζει πραγματικό- στην πράξη δεν έχει διακόψει καμία σχέση… Ισως διότι η φυγή ουδέποτε παύει να πονάει. Ισως διότι υπάρχει αυτό το «καταραμένο» μπουζούκι, που όσες γενεές μεταναστών δημιουργήσει αυτή η χώρα, θα συνεχίζει ν’ αποτελεί συνδετικό κρίκο…

Τι λες στους φίλους σου τους Αμερικανούς για το μπουζούκι;
– «Πως είναι ένα ελληνικό όργανο που μοιάζει με κιθάρα, αλλά είναι κυρίαρχο και όχι συνοδείας. Τους λέω ότι αυτό με ταξιδεύει στην Ελλάδα καθημερινά. Σε μια Ελλάδα που ίσως υπάρχει στη φαντασία μου μόνον. Αλλά αυτό είναι η μουσική, μας πάει εκεί που δεν μας πάει η πραγματικότητα…».