Τι ισχύει για την απόκτηση παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας; Ποιοι μπορούν να γίνουν γονείς με αυτόν τον τρόπο και ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορεί να προχωρήσει η εν λόγω διαδικασία;
Στις ερωτήσεις του Newsbeast απαντά ο ποινικολόγος Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου εξηγώντας το ισχύον νομικό πλαίσιο.
«Παρένθετη μητρότητα καλείται σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 9 του ίδιου νόμου η μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος) ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μίας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους» σημειώνει ο δικηγόρος, διδάκτωρ Εγκληματολογίας και συγγραφέας.
«Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου» μας λέει και ξεκαθαρίζει πως η ανθρώπινη αναπαραγωγή με τη μέθοδο της κλωνοποίησης απαγορεύεται.
«Η επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο» συμπληρώνει ο ποινικολόγος στο Newsbeast και αναλύει τις προϋποθέσεις για την παρένθετη μητρότητα όπως αυτές ορίζονται από το ισχύον νομικό πλαίσιο.
Οι επισημάνσεις του Παναγιώτη Γ. Παπαϊωάννου περί «παρένθετης μητέρας» και απόκτησης τέκνου, με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο
Το δικαίωμα της αναπαραγωγής βρίσκει την κατοχύρωσή του στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος. Το γενικό αυτό δικαίωμα παρέχει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού και αυτοδιάθεσης του ατόμου μέσα από την ελευθερία του να προγραμματίζει και να διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις φυσικές και ψυχοπνευματικές δυνατότητές του και τις αντιλήψεις του και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό αναπτύσσει και ολοκληρώνει την προσωπικότητά του με την παραπάνω έννοια μέσα και από την απόκτηση απογόνων (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, 2016, σελ. 3-4. της ίδιας, Τεχνητή Γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο, 2005, σελ. 8-9).
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Ν. 3305/2005 (ΦΕΚ Α΄ 17, Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής) μέθοδος της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι, μεταξύ άλλων, η εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων. Παρένθετη μητρότητα καλείται σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 9 του ίδιου νόμου η μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος) ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μίας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1455 του Α.Κ., όπως αυτός ισχύει μετά τον Ν. 3089/2002, «Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή με τη μέθοδο της κλωνοποίησης απαγορεύεται. Επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο».
Σύμφωνα με το άρθρο 1456 του Α.Κ. «Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα».
Από το σημείο αυτό ξεκινά να δημιουργείται η σύγχυση, καθώς επιχειρηματολογείται ότι όπως μια «άγαμη μητέρα», ή ένα «ζευγάρι που ζει σε ελεύθερη ένωση», έτσι κι ένα ομόφυλο ζευγάρι ή ένας «άγαμος πατέρας» θα πρέπει να δικαιούται να διεκδικήσει το δικαίωμα στο να «αποκτήσει τέκνο», με το «δικό του γενετικό υλικό». Η σύγχυση προκαλείται διότι σφαλερώς ή τεχνηέντως προσπερνάται εν προκειμένω ένα θεμελιώδες ζήτημα, που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε περαιτέρω συζήτηση. Η ιατρικώς διακριβωμένη αδυναμία αποκτήσεως τέκνου με φυσικό τρόπο.
Η παράκαμψη, έστω και μόνον σε επίπεδο τρέχοντος δημοσίου διαλόγου, των προϋποθέσεων του νόμου, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μια σειρά από ζητήματα βιοηθικής, αλλά και νομικής κατάστασης, αν δεν υπάρχει διαπιστωμένο ιατρικό πρόβλημα στον «αιτούντα». Δεν μπορεί κάποια γυναίκα να μεταχειρίζεται ή να «βγάζει στο εμπόριο» την πρόθεσή της ή την δυνατότητά της να προσφέρει τα γεννητικά της όργανα για να κυοφορήσει ή το γενετικό της υλικό για να κυοφορήσει κάποια άλλη, ούτε να οδηγηθούμε σε πλειστηριασμούς γενετικού υλικού, από την πλευρά οποιουδήποτε από τα δύο φύλα για το ποιος λ.χ. μπορεί να προσφέρει γενετικό υλικό που θα περιλαμβάνει την πιθανότητα να αποκτηθεί παιδί με γαλάζια μάτια. Όλα γίνονται μέσω ειδικών μονάδων Ι.Υ.Α. και εφόσον υπάρχει διαπιστωμένο ιατρικώς κώλυμα τεκνοποιίας με φυσικό τρόπο.
Η Σύµβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική (Νόµος 2619/1998) απαγορεύει ρητώς την διάθεση για οικονομικό όφελος «τµήµατος του ανθρωπίνου σώµατος». Στο άρθρο 21 που τιτλοφορείται «Απαγόρευση οικονοµικού οφέλους», ορίζεται ότι «Το ανθρώπινο σώµα και τα τµήµατά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονοµικού οφέλους».
Στην ίδια σύμβαση προβλέφθηκε για πρώτη φορά μια σειρά διασφαλίσεων περί τα προσωπικά δεδομένα, εν προκειμένω του δότη ή του δωρητή γενετικού υλικού (πρόσβασης, αντίρρησης, εξεργασίας, δικαστικής προστασίας), γι’ αυτό και όλες οι σχετικές δικαιϊκές εφαρμογές διέρχονται μέσα από το καθεστώς της παροχής συναίνεσης ως προϋπόθεση για την διενέργεια κάθε ιατρικής πράξης. Η δε ιατρική δεοντολογία, ακριβώς επειδή βασίζεται σε δεκαετίες συλλογής και αξιοποίησης ερευνητικών δεδομένων έχει οδηγήσει στο επιστημονικό συμπέρασμα ότι η κύηση μέσω παρένθετης μητέρας δεν είναι κάτι ακίνδυνο, χωρίς επιβάρυνση ή χωρίς στοιχεία επιπλοκών για την κυοφόρο.
Συνεπώς, είναι κατά νόμον εφικτή μόνον σε περιπτώσεις ιατρικώς αποδεδειγμένης αδυναμίας της επιθυμούσας να τεκνοποιήσει γυναίκας, υποκαθιστώντας μόνον μερικώς μια ιατρικώς διαπιστωθείσα αδυναμία. Δεν έχει προβλεφθεί για υποκαθιστά την επιθυμία κάποιου να αποκτήσει παιδί χωρίς μητέρα (από νομική άποψη), ούτε για να εργαλειοποιήσει το γυναικείο φύλο στο όνομα μιας εξισωματικής λογικής.
Ο σκοπός αυτός του νομοθέτη ενισχύεται και από την πρόσφατη τροποποίηση του αρ. 1460 του Α.Κ. με τον Ν. 4958/21-7-2022 (ΦΕΚ Α΄142/21-7-2022), όπου ενώ προστίθεται στην ανωνυμοποίηση του δότη η κατ’ επιλογήν επωνυμοποίησή του και η πρόσβαση στο τέκνο «για λόγους υγείας» του, μετά την ενηλικίωσή του. Ειδικώτερα, προβλέπεται ότι «(…) Πρόσβαση στο αρχείο αυτό επιτρέπεται μόνο στο τέκνο και για λόγους σχετικούς με την υγεία του. Ο τρίτος δότης ή η τρίτη δότρια προστατεύονται έναντι κάθε αξίωσης αναγνώρισης πατρότητας ή μητρότητας, αντίστοιχα, καθώς και έναντι όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτές, και οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κώδικα και λοιπών νόμων δεν εφαρμόζονται. Η επιλογή ανώνυμου ή επώνυμου τρίτου δότη ή τρίτης δότριας γίνεται από το υποβοηθούμενο πρόσωπο και σε περίπτωση γάμου, συμφώνου συμβίωσης ή ελεύθερης ένωσης από αμφότερους τους συζύγους ή συντρόφους. Η ταυτότητα του τέκνου, καθώς και των γονέων του δε γνωστοποιείται στους τρίτους δότες ή στις τρίτες δότριες γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων.».
Ζητήματα κληρονομικού δικαίου και οικογενειακής τάξης είναι επίσης άρρηκτα συνεδεμένα με τις δικλείδες ασφαλείας περί την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Λ.χ.: Σύμφωνα με το αρ. 1464 του Α.Κ. «Σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, αν η κυοφορία έγινε από άλλη γυναίκα, υπό τους όρους του άρθρου 1458, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται, με αγωγή προσβολής της μητρότητας που ασκείται μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τον τοκετό, είτε από την τεκμαιρόμενη μητέρα, είτε από την κυοφόρο γυναίκα, εφόσον αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται βιολογικά από την τελευταία».
Συνεπώς, κατά την ισχύουσα στη χώρα μας και την υπερεθνική νομοθεσία καθώς και σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία της, δεν νοείται ένα παιδί να μην έχει καθόλου μητέρα. Μια γυναίκα, η μητέρα του, είτε το γεννά με το δικό της γενετικό υλικό, είτε σε περίπτωση ιατρικά διαπιστωμένης αδυναμίας της, με τη βοήθεια παρένθετης μητέρας, ή το φέρνει στον κόσμο κυοφορώντας το, με το γενετικό υλικό άλλης γυναίκας. Είναι δηλαδή αδύνατον να στερηθεί για οποιονδήποτε λόγο από ένα παιδί το δικαίωμα να έχει εκτός από πατέρα κ α ι μητέρα. Η δε μητρότητα αποτελεί πυρηνικό ατομικό δικαίωμα της γυναίκας – ανθρώπου. Αν το γονιμοποιημένο ωάριο που θα κυοφορηθεί και θα γεννηθεί ως «παιδί» έρχεται στον κόσμο μέσω κυοφόρου, τότε, όπως προβλέπει ο νόμος φυσική του μητέρα είναι η παρασχέσασα το γενετικό υλικό. Αν η ίδια η κυοφορούσα μητέρα επιδιώκει να «δωρίσει» σε τρίτον το γενετικό υλικό της ή να το γονιμοποιήσει με τρίτον, τότε είναι αδύνατον να της αποστερηθούν τα κατά νόμον δικαιώματα και οι κατά νόμον υποχρεώσεις του γονέα, ούτε να αποκλειστεί με «συμφωνία»η εξ αίματος συγγένεια με το παιδί που θα γεννηθεί. Η γυναίκα είναι πάντα στο επίκεντρο του νομικού πλασίου για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Στα τέλη του 2022 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ B’ 5524/26.10.2022) η υπ’ αριθ. 1704 απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την παρένθετη μητρότητα.
Οι προϋποθέσεις για την παρένθετη μητρότητα ορίζονται ως εξής:
- Ηλικία άνω των είκοσι πέντε (25) ετών και μέχρι πενήντα τεσσάρων (54) ετών. Για τις γυναίκες ηλικίας 50 ετών και μίας ημέρας μέχρι 54 ετών και 0 ημέρες απαιτείται κατ’ εξαίρεση σχετική άδεια της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
-
Να μην έχει υποβληθεί σε περισσότερες από δύο καισαρικές τομές.
Δεν υφίσταται χρονικός ή ποσοτικός περιορισμός ως προς τον αριθμό των εμβρυομεταφορών στις οποίες πρόκειται να υποβληθεί η υποψήφια κυοφόρος με την ίδια ή διαφορετική δικαστική απόφαση.
Στην ίδια ως άνω απόφαση της Επιτροπής διευκρινίζεται και ποιες είναι οι «δαπάνες και αποζημιώσεις» που όμως δεν συνιστούν «αντάλλαγμα», για την παρένθετη μητέρα.
«1. Στη γυναίκα που κυοφορεί και γεννά για λογαριασμό άλλης καταβάλλονται οι δαπάνες που απαιτούνται για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και την λοχεία εφόσον αυτές δεν καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα της. Το ύψος του καταβλητέου ποσού προκύπτει από τις αποδείξεις, που έχουν εκδοθεί κατά τον προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία τύπο. Οι δαπάνες αυτές καταβάλλονται μόνο αν έχει χορηγηθεί η απαιτούμενη δικαστική άδεια.
Στη γυναίκα που κυοφορεί για λογαριασμό άλλης καταβάλλεται αποζημίωση για αποχή από την εργασία της, αναγκαία για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία. Αν η κυοφόρος γυναίκα εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αποζημίωση οφείλεται μόνο αν κατά τη διάρκεια της ως άνω αποχής από την εργασία της δεν της καταβλήθηκαν, για οποιονδήποτε λόγο, μισθός ή ημερομίσθια. Το ύψος της αποζημίωσης προκύπτει από υπεύθυνη δήλωση της κυοφόρου γυναίκας, στην οποία προσδιορίζεται ο χρόνος αποχής από την εργασία και η απώλεια εισοδήματος.
Αν η κυοφόρος είναι άνεργη, το ποσό της αποζημίωσης καλύπτει την αμοιβή που με βάση την επαγγελματική κατάρτισή της θα εισέπραττε, αν εργαζόταν. Σε κάθε περίπτωση, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ. Η αποζημίωση οφείλεται μόνο αν έχει χορηγηθεί η απαιτούμενη από το νόμο δικαστική άδεια.
Συμπερασματικά, η μέθοδος της ιατρικά επιβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει ως επίκεντρο τα ατομικά δικαιώματα της γυναίκας ως κυοφόρου και ως μητέρας που αδυνατεί να τεκνοποιήσει με φυσικό τρόπο, γι’ αυτό και απαιτεί σύστημα συναινέσεων και δικαστική άδεια για να διενεργηθεί (άρθρα 1458 Α.Κ., 799 Κ.Πολ.Δ.), η δε τελευταία χορηγείται ύστερα από αίτηση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 799 ΚΠολΔ), στη συζήτηση επί της οποίας πρέπει να κλητεύονται να παρασταθούν τα πρόσωπα που κατά το άρθρο 748 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, όπως η ίδια η κυοφόρος γυναίκα ή ο σύζυγος της αιτούσας, εάν αυτή είναι έγγαμη.
Η απόκτηση, εξάλλου, διαδόχου, επιτρέπεται με τις διατάξεις και υπό τις προϋποθέσεις περί υιοθεσίας (αρ. 1542 επ. Α.Κ.), όπου και μόνο η γραμματική διατύπωση της διάταξης (λ.χ. «Άρθρο 1543 – Ποιός μπορεί να υιοθετήσει «Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα», «Άρθρο 1549 – Διαδικασία Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα. Αυτός που υιοθετεί συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου”») προκύπτει ευχερώς ότι παρέχει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε, χωρίς διάκριση φύλου ή άλλων πέραν των νομίμων προϋποθέσεων, να υιοθετήσει τέκνο.
Η τεκνοθεσία δημιουργεί συγγένεια μεταξύ προσώπων άνευ βιολογικών δεσμών. Το θετό τέκνο έχει από την τέλεση της υιοθεσίας θέση τέκνου γεννημένο σε γάμο έναντι του θετού γονέα και των βιολογικών συγγενών του (Α.Κ. 1561), επομένως, αποκτά από την τέλεση της υιοθεσίας εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα έναντι των παραπάνω προσώπων.
Δεν αποκλείεται και σ΄αυτό το επίπεδο, της απόκτησης παιδιού με παρένθετη μητέρα, να έχουμε μια νομοθετική τροποποίηση στη βάση της εξίσωματικής λογικής του «αφού μπορεί αυτή/ός, να μπορώ κι εγώ», όμως χωρίς να λυθούν σοβαρά ζητήματα νομικής τάξης και βιοηθικής, θα δημιουργηθεί ένα πλήθος νέας τάξης προβλήματα. Πιθανόν αυτό να φανεί και, ως θεωρείται, νομοτελειακό, αφού πλέον ο όρος «φυσιολογικό» αν δεν ποινικοποιηθεί, σύντομα θα υποπέσει σε οριστική πλέον αχρησία.
Εξάλλου, η πρόσφατη τροποποίηση περί υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Ν. 4958/2022 αφήνει ανοικτό το παράθυρο τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας, αναθέτοντας στην ρυθμιστική αρχή να εξειδικεύσει την εφαρμογή του Νόμου: Στο άρθρο 7 του νόμου αυτού, το οποίο επιγράφεται «προσθήκη παρ. 5 στο αρ. 13 του Ν. 3305/2005», αναφέρει τα εξής: «5. Με απόφαση της Αρχής ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος, όπως ζητήματα σχετικά με την προσφυγή σε παρένθετη μητέρα, ήτοι τον τρόπο και τη διαδικασία ανεύρεσης παρένθετης μητέρας από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.»
- Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.