Επικριτικός για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να εγκρίνει τη χορήγηση ρευστότητας 90 δισ. ευρώ, μέσω του μηχανισμού έκτακτης χρηματοδότησης της Τράπεζας της Ελλάδας (ELA), στις ελληνικές τράπεζες, εμφανίσθηκε ο επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Κλέμενς Φούεστ σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Financial Times.
«Ήταν κακή πολιτική. Εάν είχαν σταματήσει τον ELA τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, κάτι που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, ο (πρωθυπουργός Αλέξης) Τσίπρας θα ήταν διατεθειμένος να διαπραγματευθεί και να καταλήξει σε συμφωνία πολύ νωρίτερα», δήλωσε ο Φούεστ, ο οποίος τον ερχόμενο Απρίλιο θα διαδεχθεί τον Χανς – Βέρνερ Ζιν ως επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo στο Μόναχο. «Η ανησυχία μου είναι ότι η ΕΚΤ ενέδωσε πολύ εύκολα σε εκείνους που θέλουν να διαχειρισθεί την κρίση του ευρώ. Ερμηνεύοντας πιο περιοριστικά την (καταστατική) εντολή της, θα μπορούσε να έχει αποτρέψει μέρος της ζημιάς που έγινε στην Ελλάδα», πρόσθεσε ο Γερμανός οικονομολόγος.
Οι απόψεις του για την πολιτική της ΕΚΤ γενικότερα, είναι πιο εκλεπτυσμένες από εκείνες του Ζιν. Αν και συμμερίζεται την άποψη ότι η κεντρική τράπεζα πιθανόν να υπερέβη κατά καιρούς την εντολή της, ο Φούεστ είναι απόλυτος ότι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, πρέπει να ενεργεί προς το συμφέρον της Ευρωζώνης συνολικά. «Δεν είναι η εντολή της ΕΚΤ να επιδιώκει τα γερμανικά ή τα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά εκείνα της Ευρωζώνης ως σύνολο», δήλωσε, προσθέτοντας: «Δεν υπάρχει δημοκρατικός έλεγχος της νομισματικής πολιτικής. Υπάρχει ένας υψηλός βαθμός ανεξαρτησίας (της) και αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ πρέπει να είναι πολύ, πολύ προσεκτική στο να μην υπερβαίνει την εντολή της».
Επικριτικός είναι ο Φούεστ και για την οικονομική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης. Χαρακτηρίζει «απόλυτα καταστροφική» τη στροφή της ενεργειακής πολιτικής της Γερμανίας (Energiewende) στην κατεύθυνση μεγαλύτερης εξάρτησης από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σημειώνοντας: «Αν κοιτάξει κανείς στους στόχους – ασφαλής παροχή της ενέργειας, περιβαλλοντικά θέματα και προσιτές τιμές – η πολιτική αποτυγχάνει σε όλες αυτές τις διαστάσεις». Ο διακεκριμένος, ως ερευνητής οικονομολόγος στη Βρετανία και τη Γερμανία, θεωρεί την αποτυχία της νέας ενεργειακής πολιτικής ως εμβληματική μίας ευρύτερης αδυναμίας της κυβέρνησης να ενθαρρύνει την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Αν και η Γερμανία παραμένει μία από τις ισχυρότερες οικονομίες στην Ευρωζώνη, ο Φούεστ θεωρεί ότι το Βερολίνο διατρέχει τον κίνδυνο να υποκύψει στον εφησυχασμό.
«Αν κοιτάξει κανείς στην τρέχουσα κυβερνητική και πολιτική συζήτηση, υπάρχει ο κίνδυνος του εφησυχασμού και της υπερβολικής αισιοδοξίας για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας», δήλωσε, προσθέτοντας: «Η σημερινή κυβέρνηση εστιάζει μόνο σε πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος, όπως τη ρύθμιση των συντάξεων ή των ελάχιστων μισθών. Δεν σκέφτεται αρκετά για την ανάπτυξη, ιδιαίτερα για την εγχώρια ανάπτυξη».