Από το 2013, τα αιολικά πάρκα δεν είναι επιλέξιμα για επιδότηση του κόστους κατασκευής τους, ούτε από τον Αναπτυξιακό Νόμο (Ν.4146/2013), ούτε από κάποιο άλλο ευρωπαϊκό ή εθνικό πρόγραμμα. Ακόμη όμως και με τους παλαιότερους αναπτυξιακούς νόμους και τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, τα αιολικά πάρκα επιδοτούνταν για το 30% – 40% του κόστους κατασκευής τους, όπως και οι άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες που εντάσσονταν στον νόμο (π.χ. οι επενδύσεις στον τουριστικό κλάδο).
«Επιπλέον, οι τιμές πώλησης της αιολικής ενέργειας είναι τέτοιες που επιδοτούν στην πράξη τους καταναλωτές και όχι το αντίστροφο. Εάν δεν υπήρχαν τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας, ο Έλληνας καταναλωτής θα πλήρωνε το ηλεκτρικό ρεύμα ακριβότερα», όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ).
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, το 2017 η μέση αξία της ηλεκτρικής ενέργειας που παράχθηκε από ανανεώσιμες πηγές ήταν 101,99 ευρώ ανά κιλοβατώρα (MWh). Τα αιολικά πάρκα παρήγαγαν 5.515,4 GWh με μέσο κόστος για τον καταναλωτή 92,3 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Επομένως, το 2017 τα αιολικά πάρκα επιδότησαν το κόστος του καταναλωτή κατά 53,45 εκατομμύρια ευρώ.
Επίσης, τα νέα αιολικά πάρκα μειώνουν περαιτέρω το κόστος του καταναλωτή, καθώς πωλούν ηλεκτρική ενέργεια σε ακόμη χαμηλότερη τιμή, περίπου 57,74 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Επομένως, όσο αυξάνονται τα αιολικά πάρκα και η αιολική παραγωγή στη χώρα μας, τόσο περισσότερο επωφελούνται οικονομικά οι Έλληνες καταναλωτές.