Η απίθανη ιστορία της ζωής του Ευάγγελου Κλώνη μοιάζει, θα έλεγε κανείς, με μυθιστόρημα περιπέτειας και ηρωισμού. Είναι η ιστορία ενός Έλληνα του οποίου η φωτογραφία έγινε το εμβληματικό σύμβολο του Αμερικανού στρατιώτη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, πέθανε περίπου σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, αγνοώντας τη φωτογραφία που τον είχε κάνει θρύλο.
Μια από τις πιο διάσημες εικόνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ειλικρινής λήψη αποτυπώθηκε από τον σπουδαίο φωτογράφο W. Eugene Smith.
Η σκληρή ασπρόμαυρη εικόνα δείχνει τη δύναμη και την αποφασιστικότητα ενός ανώνυμου στρατιώτη που σαρώνει τον ορίζοντα με ένα τσιγάρο στα χείλη, ενσαρκώνοντας τη σκληρότητα των μαχόμενων στρατευμάτων της Αμερικής.
Ο Έλληνας παράνομος μετανάστης στις ΗΠΑ που εντάχθηκε στις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας
Κι όμως, η μορφή που έγινε ανεξίτηλο σύμβολο του αμερικανικού στρατού, σύμφωνα με όσα αναφέρει το greekreporter.com, ήταν στην πραγματικότητα Έλληνας και το όνομά του ήταν Ευάγγελος Κλώνης -ένας παράνομος μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν καταταγεί στο στρατό μετά την κήρυξη του πολέμου.
Ο άνθρωπος που αργότερα θα λειτουργούσε ως η ίδια η ενσάρκωση του γενναίου Αμερικανού στρατιώτη γεννήθηκε στο νησί της Κεφαλονιάς στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας και σύντομα μετά τη δική του γέννηση θα ακολουθήσουν άλλα έξι αδέλφια.
Ο Κλώνης δεν είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στο σχολείο μετά την τρίτη δημοτικού, επειδή έπρεπε να εργάζεται για να συντηρεί την οικογένεια, ενώ σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μετακόμισε στην Αθήνα μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, όπου εργάστηκε ως εισπράκτορας λεωφορείου.
Μια μέρα, ενώ βρισκόταν στον Πειραιά, είδε ναύτες να μεταφέρουν προμήθειες σε ένα πλοίο. Τότε ήταν που ο Κλώνης πήρε τη μοιραία απόφαση να πλεύσει στην Αμερική με την ελπίδα να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον.
Ήταν μόλις δεκαέξι ετών όταν μπήκε κρυφά σε ένα πλοίο ως λαθρεπιβάτης με τη βοήθεια του καπετάνιου, ο οποίος ήταν, επίσης, από την Κεφαλονιά. Ο Κλώνης κατέβηκε από το πλοίο στο Λος Άντζελες και σύντομα μετακόμισε στο Ντένβερ. Μόλις έφτασε εκεί, εργάστηκε ως πωλητής χοτ ντογκ για να βγάλει τα προς το ζην.
Εκεί τον συνάντησε μια νεαρή Ελληνίδα που τον ερωτεύτηκε και σύντομα του ζήτησε να την παντρευτεί. Ο Κλώνης είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ένας όμορφος άντρας και ήταν γνωστός για την γοητευτική όψη του.
Εκείνη την εποχή ένιωθε ότι ήταν πολύ νέος για γάμο, αλλά ήθελε, επίσης, να συνεχίσει να βοηθά την οικογένειά του στέλνοντας μέρος των εσόδων του πίσω στην Ελλάδα. Η κοπέλα θύμωσε τόσο πολύ μαζί του μετά την άρνησή του που απείλησε να τον καταδώσει στις υπηρεσίες μετανάστευσης. Ο νεαρός Έλληνας πωλητής χοτ ντογκ ένιωσε τότε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει από την περιοχή. Μετακόμισε στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού μαζί με έναν άλλο Έλληνα συμπατριώτη του.
Μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 και την επίσημη είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, ένα διάταγμα προσέφερε την αμερικανική υπηκοότητα στους μετανάστες -νόμιμους και παράνομους– αφού πρώτα καταταγόταν στο στρατό, για να πολεμήσουν στο πλευρό της χώρας.
Ο Κλώνης εντάχθηκε στις αμερικανικές δυνάμεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο Κλώνης, ο οποίος στη συνέχεια συντόμευσε το όνομά του σε «Angelo», κατατάχθηκε στο στρατό το 1942 και μπήκε σε στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Fort Bliss του Τέξας. Λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών του εκεί, ο στρατός τον έστειλε στη Βιρτζίνια για να εκπαιδευτεί ως πεζοναύτης. Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η εκπαίδευση, ο Κλώνης ήλπιζε ότι θα τον έστελναν στη βάση του Ειρηνικού. Ωστόσο, ήταν τότε που έλαβε την τρομερή είδηση ότι ολόκληρη η οικογένειά του στην Ελλάδα είχε σκοτωθεί στον πόλεμο από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Βαθιά θλιμμένος και οργισμένος από αυτή τη φρικτή είδηση, ο Έλληνας στρατιώτης ζήτησε να τον στείλουν να πολεμήσει στην Ευρώπη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν να ήθελε με κάποιον τρόπο να εκδικηθεί για την απώλεια της οικογένειάς του.
Ο Κλώνης πολέμησε γενναία για τη νέα του πατρίδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε πολλά μέτωπα σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πολωνίας. Στο πεδίο της μάχης αποδείχθηκε αξιόλογος πεζοναύτης, ενώ έλαβε πολλά μετάλλια για τις υπηρεσίες του και ακόμη και συγχαρητήρια επιστολή από τον ίδιο τον πρόεδρο Χάρι Σ. Τρούμαν.
Μετά την τιμητική απόλυσή του από τον στρατό επέστρεψε στη Σάντα Φε και, τελικά, έμαθε ότι η οικογένειά του είχε επιβιώσει από τον πόλεμο, αντίθετα με ό,τι του είχαν πει χρόνια πριν. Άρχισε να αλληλογραφεί ξανά μαζί τους και, το 1950, κατάφερε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να τους επισκεφθεί.
Σε αυτό το ταξίδι γνώρισε την Αγγελική («Κική») και την παντρεύτηκε μέσα σε ένα μήνα. Το ζευγάρι μετακόμισε στη Σάντα Φε για να εργαστεί σε ένα εστιατόριο που ανήκε εν μέρει στον Κλώνη.
Στο νέο τους σπίτι απέκτησαν τρεις γιους: Τον Ευάγγελο το 1952, τον Νικόλαο το 1954 και τον Δημοσθένη το 1955. Όταν έχασαν τη μίσθωση της επιχείρησής τους το 1958, η οικογένεια Κλώνη αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να μεγαλώσει εκεί τα παιδιά της.
Ο Κλώνης ξεκίνησε τότε να χτίσει ένα σπίτι για την οικογένειά του, κατασκευασμένο κυρίως από μπαμπού και άλλα πολυνησιακά στοιχεία, ένδειξη ίσως ότι είχε πολεμήσει στον Ειρηνικό, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε αναφέρει κάτι τέτοιο δημοσίως.
Η εμβληματική εικόνα του Έλληνα στρατιώτη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η οικογένεια Κλώνη έζησε στην Ελλάδα για δέκα χρόνια, αλλά το 1969 επέστρεψε στη Σάντα Φε για μια ευκαιρία να εργαστεί στο εστιατόριο Plaza, που ανήκε στον καλό φίλο του Κλώνη, Ντένις Ραζάτο, ο οποίος ήταν νονός του Ευάγγελου.
Το 1971, ο Κλώνης αγόρασε ένα μπαρ και το ονόμασε «Evangelo’s» -με διακόσμηση και πάλι εμπνευσμένη από την Πολυνησία, όπως το σπίτι τους στην Κεφαλονιά. Το 1972, ο Νικ, ο οποίος ήταν τότε νεαρός αστέρας του ποδοσφαίρου, είπε στον πατέρα του ότι θα τον φωτογράφιζε κάποιος από ένα αθλητικό περιοδικό.
Ήταν τότε που ο Άγγελος Κλώνης έτυχε να αναφέρει στον γιο του ότι ένας φωτογράφος από το περιοδικό LIFE τον είχε βγάλει φωτογραφία με ένα τσιγάρο στο στόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου και ζήτησε από τον γιο του να την αναζητήσει.
Ο Νικ πήγε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Σάντα Φε και σάρωσε όλα τα εξώφυλλα του LIFE που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη, αλλά δεν βρήκε καμία τέτοια φωτογραφία. Ο νεαρός άνδρας δεν γνώριζε τότε ότι η φωτογραφία δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ως εικόνα εξωφύλλου. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε την αναζήτησή του.
Τελικά, το 1991, ο Νικ εντόπισε τη φωτογραφία που έψαχνε για χρόνια. Ήταν ακριβώς όπως την είχε περιγράψει ο πατέρας του, μια εικόνα του Angelo. Αλλά βρισκόταν στο εξώφυλλο ενός βιβλίου που είχε εκδώσει η Time-Life με τίτλο «LIFE-50η επέτειος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Δυστυχώς, ο άνθρωπος που είχε λειτουργήσει ως η προσωποποίηση του Αμερικανού στρατιώτη είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα, στις 18 Φεβρουαρίου του 1989, χωρίς να δει ποτέ τη φωτογραφία που είχε γίνει σύμβολο για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι ο Κλώνης πράγματι είχε πολεμήσει στον Ειρηνικό, όπως ήλπιζε το 1942. Ο φωτογράφος είχε σημειώσει ότι η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στο νησί Σαϊπάν, με τη λεζάντα της να γράφει απλώς «Στρατιώτης σε επιφυλακή, Σαϊπάν».
Το 2002, οι ΗΠΑ θυμήθηκαν για άλλη μια φορά αυτόν τον σπουδαίο Αμερικανό στρατιώτη-μετανάστη, καθώς η εμβληματική φωτογραφία του W. Eugene Smith έγινε γραμματόσημο στη σειρά που ονομάζεται Masters of American Photography.