Έκτισε μέσα σε 50 χρόνια, πετραδάκι πετραδάκι, μια επιχειρηματική και τηλεοπτική «αυτοκρατορία» – αυτός, ένας χαλκέντερος έλληνας μετανάστης δεύτερης γενιάς που, προϊόντος του χρόνου, αποδείχτηκε η ιδανική ενσάρκωση του «αμερικανικού ονείρου», όπως αναφέρει το Bloomberg.
Και όμως ο Τζον Τζέιμς Ρήγας, ο οποίος πέθανε στα 96 του χρόνια στις 30 Σεπτεμβρίου στο Κούντερσπορτ της Πενσιλβάνια, όπου διέμενε, δεν αποτέλεσε μόνο το πρότυπο του ελληνοαμερικανού που κατάφερε να ανελιχθεί επιτυχώς μέσα στους διαδρόμους του american dream και των «διαδρόμων της εξουσίας», αλλά και ένας άνθρωπος που υπερτίμησε τον εαυτό του, υποτίμησε τις διωκτικές αρχές και από εκεί που διατηρούσε μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις στον χώρο της καλωδιακής τηλεόρασης, τελικά κατάφερε να εμπλακεί σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην αμερικανική επιχειρηματική ιστορία.
Γιος ελλήνων μεταναστών, του Δημητρίου Ρήγα και της Ελένης Μπράζα, ο Ρήγας γεννήθηκε το 1924 στο Γουέλσβιλ της Νέας Υόρκης και είχε τρία αδέλφια, τον Γκας, τη Μέρι και την Κάθριν. Υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1952 ίδρυσε στην Πενσυλβανία μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση με τον αδελφό του Γκας. Το όνομα της εταιρείας ήταν Adelphia επειδή, όπως φαίνεται ξεκάθαρα, οι δυο συνιδρυτές της ήταν… αδέλφια.
Η εταιρεία ανέλαβε τη διαχείριση μιας κινηματογραφικής αίθουσας και με ένα τσεκ 300 δολαρίων στην τσέπη δημιούργησε το πρώτο, υποτυπώδες καλωδιακό του δίκτυο, πολύ πριν η Comcast, η AT&T και άλλες εταιρείες μπουν στον χώρο αυτό.
Ο Ρήγας κυβέρνησε την Adelphia με σιδηρά πυγμή μεν (εργαζόταν πάνω από 12 ώρες επί καθημερινής βάσεως ακόμη και μετά το τριπλό μπαϊπάς καρδιάς στο οποίο υπεβλήθη το 1998), αλλά πάντα με γνώμονα, όπως έλεγε ο ίδιος, «τις ελληνικές οικογενειακές αξίες».
Χαρακτηριστικό είναι ότι αρνιόταν να συμπεριλάβει στο σύνολο των καναλιών που μεταδίδονταν μέσω του δικτύου του το κανάλι του «Playboy», παρά το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του, Χιου Χέφνερ, τού είχε προσφέρει… γη και ύδωρ προκειμένου να μεταδίδει τα «πικάντικα» προγράμματά του στα κανάλια του.
Η Adelphia Communications Corporation στην πορεία γιγαντώθηκε τόσο πολύ ώστε μετατράπηκε στην έκτη μεγαλύτερη εταιρεία καλωδιακής τηλεόρασης των ΗΠΑ.
Ο Ρήγας έβαλε στην επιχείρηση τους τρεις γιους του, Τίμοθι, Μάικλ και Τζέιμς, και επέκτεινε την εταιρεία στη Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϊ, τη Φλόριντα και την Καλιφόρνια. Και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισε να κάνει κάποια επικίνδυνα «ανοίγματα».
Το 1998 αγόρασε τους Buffalo Sabres, επαγγελματική ομάδα χόκεϊ επί πάγου, ενώ ένα χρόνο μετά πλήρωσε 5,2 δισ. δολάρια για την εξαγορά της Century Communications, τον μεγαλύτερο πάροχο καλωδιακής τηλεόρασης στο Λος Αντζελες. Η συμφωνία διπλασίασε το μέγεθος της Adelphia, που πλέον διέθετε 5,6 εκατ. συνδρομητές σε 30 αμερικανικές πολιτείες.
Ο Ρήγας ήταν δισεκατομμυριούχος. Και τότε ήταν που ήρθε η απότομη πτώση του.
Το σκάνδαλο μεγατόνων των «Αδελφών»
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Ρήγα ξεκίνησε το 2001, όταν με μια εκπληκτική υποσημείωση στην ανακοίνωση των κερδών της, η Adelphia έγραφε ότι «υπήρχαν δάνεια εκτός ισολογισμού ύψους 2,3 δισ. δολαρίων προς την οικογένεια Ρήγα». Αρκούσε αυτό προκειμένου η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αρχίσει την έρευνα.
Στη συνέχεια, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι ο Ρήγας παρουσίαζε στους μετόχους την εταιρεία ως υγιή οικονομικά, αποκρύπτοντας ωστόσο αυτό το χρέος των 2,3 δισ. δολαρίων, ποσό το οποίο είχε «δανειστεί για οικογενειακή και προσωπική χρήση», όπως λόγου χάρη προκειμένου να αγοράσει πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών στο Κολοράντο, το Μεξικό και τη Νέα Υόρκη, ενώ ξόδεψε 12,8 εκατ. δολάρια για να χτίσει ένα γήπεδο του γκολφ και μια λέσχη κοντά στην έδρα της εταιρείας στο Κούντερσπορτ.
Τελικά, το 2004, η Adelphia κατέρρευσε, υπό την πίεση των ερευνών από τις ρυθμιστικές αρχές. Ο Ρήγας και ο γιος του, Τίμοθι, οικονομικός διευθυντής της Adelphia, καταδικάστηκαν το 2007 για χρηματιστηριακή και τραπεζική απάτη, ενώ ο άλλος γιος του, ο Μάικλ, παραδέχτηκε την ενοχή του για λιγότερο βαριές κατηγορίες.
Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι ο εισαγγελέας είχε δίκιο όταν κατηγορούσε τον Ρήγα πως χρησιμοποίησε την εταιρεία ως τον «προσωπικό του κουμπαρά» καθώς αποδείχθηκε ότι, μεταξύ πολλών άλλων, η οικογένεια ξόδεψε 6.000 δολάρια για να στείλει αεροπορικώς ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στην κόρη του Ρήγα, Ελεν, στη Νέα Υόρκη, ενώ παρουσιάστηκε και μια χρέωση 40.000 δολαρίων για προσωπική μασέζ της οικογένειας.
Ο Τζον Ρήγας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 χρόνων και ο Τίμοθι σε 20 χρόνια, αλλά οι ποινές και των δύο μειώθηκαν αργότερα. Ο ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας φυλακίστηκε το 2007 σε ηλικία 82 ετών, ενώ έπασχε ήδη από καρκίνο της ουροδόχου κύστης και καρδιακό νόσημα, και αποφυλακίστηκε το 2016, στα 91 του, για ανθρωπιστικούς λόγους.
Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στο Κούντερσπορτ, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του προσπαθώντας να καθαρίσει το όνομα της οικογένειάς του. Ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός σε όλη την Πενσιλβάνια επειδή είχε προσλάβει εκατοντάδες εργαζομένους από την κοινότητα και πρόσφερε απλόχερα σε τοπικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, αλλά – και καθώς «τα στερνά τιμούν τα πρώτα» – έμεινε με την κηλίδα του απατεώνα μέχρι τον θάνατό του.