Αν πάτε αυτή τη στιγμή στο ψυγείο σας, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να έχετε μέσα μία μαργαρίνη.
Γνωρίζετε όμως πώς η μαργαρίνη «εισέβαλλε» στα περισσότερα νοικοκυριά;
Σύμφωνα με όσα αναφέρει πρόσφατο δημοσίευμα στην ιστοσελίδα Today I Found Out, η μαργαρίνη έχει μακρά και αμφιλεγόμενη ιστορία, ενώ στην εφεύρεσή της εμπλέκεται ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο Γ΄.
Η μαργαρίνη πήρε το όνομά της μετά από μια ανακάλυψη σε ένα εργαστήριο χημείας στη Γαλλία του 1813. Ο Michel Eugène Chevreul βρήκε ένα νέο λιπαρό οξύ, το οποίο αποφάσισε να ονομάσει «acide margarique».
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Ναπολέων Γ΄ σκέφτηκε ότι οι φτωχοί άνθρωποι της αυτοκρατορίας του, αλλά και οι ένοπλες δυνάμεις, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ένα οικονομικό υποκατάστατο του βουτύρου. Έτσι πρόσφερε ανταμοιβή σε όποιον ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλήξει σε ένα κατάλληλο, φτηνό υποκατάστατο.
Ένας χημικός με το όνομα Hippolyte Mège-Mouriès ανέλαβε την πρόκληση και εφηύρε μια ουσία την οποία ονόμασε «ελαιομαργαρίνη», η οποία αργότερα μετονομάστηκε στο πιο σύντομο «μαργαρίνη».
Μέχρι το 1869 ο Mège-Mouriès είχε πατεντάρει τη διαδικασία παρασκευής της μαργαρίνης και κέρδισε το βραβείο του Ναπολέοντα.
Όμως το προϊόν του δεν γνώρισε μεγάλες δόξες και έτσι ο Mège-Mouriès πούλησε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε έναν Ολλανδό με το όνομα Jurgens το 1871, ο οποίος ίδρυσε με ένα συνεργάτη του την εταιρία Unilever.
Η εταιρία αυτή βελτίωσε τις τεχνικές που είχε χρησιμοποιήσει ο Mège-Mouriès και δημιούργησε μια διεθνή αγορά για τη μαργαρίνη, χτίζοντας εργοστάσια σε Γερμανία, Νορβηγία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία και Αγγλία.
Οι Ολλανδοί επιχειρηματίες συνειδητοποίησαν ότι αν ήταν να πουλήσουν το προϊόν τους ως υποκατάστατο βουτύρου, η μαργαρίνη θα έπρεπε να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο βούτυρο. Έτσι άρχισαν να πειραματίζονται με το χρώμα και την υφή της και της έδωσαν ένα πιο κιτρινωπό χρώμα, σαν αυτό που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.
Στις ΗΠΑ το να «βάφει» κανείς τη μαργαρίνη κίτρινη έγινε παράνομο, προκειμένου να αποθαρρυνθούν οι πωλήσεις και οι άνθρωποι να συνεχίζουν να αγοράζουν βούτυρο. Μάλιστα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, σε ορισμένες πολιτείες βάσει νόμου η μαργαρίνη έπρεπε να έχει ροζ χρώμα.
Εκείνη την εποχή η μαργαρίνη και το βούτυρο δεν ήταν και πολύ διαφορετικά, καθώς και τα δύο προϊόντα αποτελούνταν από 80% ζωικό λίπος και 20% νερό.
Όμως αυτό θα άλλαζε στη συνέχεια. Λόγω της έλλειψης διαθέσιμου λίπους από βόειο κρέας, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνικές υδρογόνωσης των φυτικών υλών, έγινε για πρώτη φορά δυνατή η χρήση φυτικών ελαίων στη δημιουργία μαργαρίνης (τα οποία ήταν και πιο οικονομικά).
Ανάμεσα στο 1900 και το 1920 η ελαιομαργαρίνη παρασκευαζόταν από ένα μίγμα ζωικών λιπαρών και φυτικών ελαίων.
Με το πέρασμα των χρόνων οι διάφορες εταιρίες έχουν κάνει πολλές προσπάθειες για τη δημιουργία πιο υγιεινής μαργαρίνης, με την εισαγωγή πιο υγιεινών λιπαρών, ενώ έχει βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η γεύση, με αποτέλεσμα να πλησιάζει αυτή του βουτύρου ακόμη πιο πολύ.